γράφει ο Μηνάς Κωνσταντίνου
Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες ανομίας στα δημόσια έργα, η ΕΠΑΝ κατάφερε να «τιμωρήσει» μέσω των προστίμων που επέβαλε, μόλις 14 από αυτές, με συνολικά πρόστιμα σχεδόν 110 εκατ. ευρώ. Οι εταιρείες αυτές κλήθηκαν να πληρώσουν για συμμετοχή σε «σχέδιο κατανομής και χειραγώγησης διαγωνισμών δημοσίων έργων, ιδίως έργων Μετρό, έργων υποδομής και έργα ΣΔΙΤ των ετών 2005-2012.
Ελαφρώς ενδεικτικό της αναλογίας των προστίμων σε σχέση με το μέγεθος της απάτης, η ποινή που αποφάσισε για ένα «μικρό και ταπεινό» καρτέλ η Επιτροπή Ανταγωνισμού, συγκεκριμένα, για τη χειραγώγηση του διαγωνισμού δημοπράτησης του έργου κατασκευής «5ο Λύκειο Λαμίας» τον Μάρτιο του 2011. Για ένα έργο αξίας 8 εκατ. ευρώ, η ΕΠΑΝ επέβαλε τον περασμένο Ιανουάριο συνολικό πρόστιμο 240.000 ευρώ στις πέντε εταιρείες που ενεπλάκησαν, δηλαδή μόλις το 1/40 της αξίας του έργου για την εκμετάλλευση του οποίου συνέπραξαν οι εταιρείες.
Δεδομένου πως το ποσό των 4,5 δισ. ευρώ που προκύπτει εάν πολλαπλασιάσουμε επί 40 τα πρόστιμα των 110 εκατ. ευρώ που μοιράστηκαν οι εταιρείες για το επί 30ετία καρτέλ στα δημόσια έργα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μαθηματικός για να καταλάβει πως όσες εταιρείες κλήθηκαν να πληρώσουν για το καρτέλ, κατέβαλαν απλώς ένα συμβολικό ποσό. Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες φορές μικρότερο από τα κέρδη που αποκόμισαν από την προσφιλή τους αυτή τακτική, τα παραπάνω πρόστιμα θα μπορούσαν με πολυ επιείκεια να χαρακτηριστούν «συμβολικά», για ένα διαρκές έγκλημα σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών και του ανταγωνισμού. Μιας διαπιστωμένης ανομίας για την οποία -ουσιαστικά- δεν τιμωρήθηκε κανείς. Κρατικοί αξιωματούχοι και στελέχη επιχειρήσεων συνεχίζουν κανονικά στα πόστα τους, ενώ οι επιχειρήσεις συμμετέχουν κανονικά στους διαγωνισμούς δημοσίων έργων, χωρίς κανείς να έχει πιστοποιήσει πως κάτι άλλαξε.
Ωστόσο, η απάντηση που δίνει η ίδια η Κομισιόν, αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το πως πρέπει να αντιμετωπίζονται τα καρτέλ στα δημόσια έργα σε κάθε κράτος της ΕΕ, αφήνει έκθετες, τόσο τις εμπλεκόμενες εταιρείες για τις μεθοδεύσεις τους, όσο και το κράτος που παρακολουθεί με προκλητική αμηχανία.
Δώσε θάρρος στον εργολάβο
Την ώρα που το ελληνικό κράτος δεν έχει ακόμα δείξει καμία διάθεση να διεκδικήσει πίσω ούτε καν ένα μικρό μέρος των -και με τη βούλα πλέον- «κλεμμένων», οι εταιρείες όχι μόνο αδυνατούν να αποδείξουν ότι άλλαξαν πρακτικές, αλλά αποθρασσύνονται ετι περαιτέρω.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης του περασμένου Οκτωβρίου, εταιρείες που συμμετείχαν σε καρτέλ αποκλείονται από διαγωνισμούς δημοσίων έργων για 3 τουλάχιστον έτη, από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης Δικαστηρίου ή Επιτροπής Ανταγωνισμού, εκτός αν έχουν συνδράμει ενεργά στην έρευνα, έχουν λάβει επαρκή μέτρα για μη επανάληψη σχετικών πρακτικών, αποζημίωσαν για προκληθείσες ζημίες (πέραν του ήδη επιβληθέντος προστίμου), κ.λπ.. Το δικαστήριο αποφάσισε πως ο χρόνος του τριετούς αποκλεισμού δεν θα υπολογίζεται με βάση την ημερομηνία της τέλεσης του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκαν, αλλά με βάση τη δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση του καρτέλ των εθνικών μας εργολάβων είναι ο Σεπτέμβριος του 2017.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ήρθε να ξεθολώσει τα νερά από το μελάνι των μεγάλων κατασκευαστικών, που μέχρι και σήμερα επιχειρούσαν με μεθοδεύσεις να αποφύγουν κάθε έλεγχο για την εμπλοκή τους στο καρτέλ, υποστηρίζοντας πως αφού η έρευνα της εκτείνεται έως το 2012, τότε από το 2015 είχε λήξει η επίμαχη τριετία.
Ακόμη, κατά την ίδια απόφαση, όσες εταιρείες συμμετείχαν σε συμπράξεις με αποτέλεσμα «τη στρέβλωση του ανταγωνισμού» αποκλείονται από διαγωνισμούς δημοσίων έργων για τουλάχιστον τρία χρόνια, με υποχρέωση μάλιστα να αποδείξουν μετά την πάροδο αυτού του χρόνου πως έχουν λάβει επαρκή μέτρα για τη μη επανάληψη των σχετικών πρακτικών. Το ΔΕΕ μπορεί να κλήθηκε να αποφανθεί για μία γερμανική αντιδικία, αυτή μεταξύ των γερμανικών εταιρειών Vossloh Laeis GmbH κατά Stadtwerke München GmbH για αντίστοιχη υποθεση (έκπληξη, έχουν και στη Γερμανία καρτέλ στα δημόσια έργα!), όμως η απόφαση του Δικαστηρίου επηρεάζει ευθέως και τα ελληνικά δημόσια έργα.
«Όμηρος δικαστικών αποφάσεων ο κλάδος των κατασκευών», «Το ντόμινο που απειλεί τους διαγωνισμούς των δημοσίων έργων» και άλλοι δραματικοί τίτλοι έχουν επιχειρήσει να περιγράψουν την εφαρμογή της νομιμότητας σε έργα που έχουν ήδη δημοπρατηθεί ή «μένουν πίσω», εξαιτίας των νέων δεδομένων που έχουν δημιουργήσει οι αποφάσεις της ΕΠΑΝ για το καρτέλ στα δημόσια έργα. Παρά το γεγονός πως η υπόθεση του καρτέλ και οι αποφάσεις της ΕΠΑΝ πέρασαν ως ψιλά γράμματα για την πλειοψηφία των μεγάλων μέσων ενημέρωσης, τηλεοπτικών και έντυπων, έχουν ήδη διαμορφώσει αποτελέσματα, τα οποία ενίοτε περιγράφονται με πολύ αγωνία από μερικά από τα ΜΜΕ αυτά.
Κάπως έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε πως επειδή η κοινοπραξία του «ΑΚΤΩΡ» και της ΤΕΡΝΑ απέκρυψε κρίσιμες πληροφορίες από την αναθέτουσα αρχή, που εάν τις γνώριζε όταν τους ανέθεσε το έργο, ενδεχομένως να είχε λάβει άλλη απόφαση, κάνοντας δεκτή την προσφυγή της ιταλικής GD Infrastrutture, που συνεργάζεται με τη Μηχανική του Πρ. Εμφιετζόγλου. Ή κάπως έτσι μπορεί να φρενάρουν οι διαδικασίες για τη γραμμή 4 του Μετρό της Αθήνας. Προσφυγές που, κατά πως φαίνεται, απειλούν αρκετά εν εξελίξη δημόσια έργα ανά τη χώρα, με αρκετές από τις εμπλεκόμενες εταιρείες να έχουν ήδη το βλέμμα στο εξωτερικό.
Ευρωπαίος Πιλάτος
«Το γεγονός ότι η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο στις εν λόγω εταιρείες δεν εμποδίζει το ελληνικό κράτος να διεκδικήσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη».
Με αυτή την παραδοχή συνόδευσε την απάντησή της εξ ονόματος της Κομισιόν, σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκου Χουντή, η Επίτροπος αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού, Margrethe Vestager. Στην απάντησή της η Κομισιόν ξεκαθαρίζει δύο κρίσιμα ζητήματα. Υπογραμμίζει την ευθύνη του ελληνικού κράτους, τόσο για τις διαβεβαιώσεις των εταιρειών ότι «αυτοκαθάρθηκαν», όσο και για το τι μπορεί να απαιτήσει το ελληνικό Δημόσιο για τη ζημιά που υπέστη από την πολύχρονη απάτη. Για το πρώτο λοιπόν, σύμφωνα με την Κομισιόν, είναι η αναθέτουσα αρχή εκείνη που θα πρέπει να κρίνει εάν μια εταιρεία έχει πράγματι διασφαλίσει την αξιοπιστία της, για να συμμετέχει κανονικά στις διαδικασίες.
Ανάγκη που υποτίθεται πως απαντάει τριμελής επιτροπή που έχει συσταθεί με στελέχη των υπουργείων Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Υποδομών, η οποία όμως δεν έχει δώσει σημεία ζωής μέχρι σήμερα. Η επιτροπή αυτή που φέρει την υπογραφή του υπουργού Οικονομίας, Γιάννη Δραγασάκη, πρόκειται να εξετάζει εάν οι εταιρείες που συμμετείχαν επί δεκαετίες στο καρτέλ έχουν λάβει επαρκή «μέτρα κάθαρσης», ώστε να μπορούν να λάβουν μέρος στους διαγωνισμούς δημοσίων έργων. Όπως προβλέπεται, μεταξύ των μέτρων που θα πρέπει να έχουν λάβει οι εταιρείες είναι η απομάκρυνση στελεχών που ενεπλάκησαν στο καρτέλ, η απρόσκοπτη καταβολή των προστίμων, η θέσπιση εσωτερικών κανονισμών για τη διαφάνεια, και άλλα.
Στο δεύτερο, ωστόσο, η Κομισιόν φαίνεται πως πετάει μία καυτή μπάλα στο γήπεδο της κυβέρνησης, που μένει να αποδείξει τις προθέσεις της. Κατά την Κομισιόν, και όπως προβλέπει η ευρωπαϊκή οδηγία 2014/104/ΕΕ που εφαρμόζεται από τη χώρα μας, είναι στο χέρι της Ελλάδας το να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστησαν τα δημόσια ταμεία επί δεκαετίες. Ζημιά που, υπογραμμίζεται, παραμένει ανυπολόγιστη, δεδομένου πως μιλάμε για τρεις δεκαετίες που περιλαμβάνουν όλα τα «μεγάλα έργα» της εποχής που έφερε τη χώρα στην αγκαλιά της χρεοκοπίας.
«Η οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού μπορεί να αξιώσει και να επιτύχει πλήρη αποζημίωση για την εν λόγω ζημία. Οι αγωγές αποζημίωσης αποτελούν ένα μόνο στοιχείο ενός αποτελεσματικού συστήματος επιβολής του δικαίου ανταγωνισμού και συμπληρώνονται από αποφάσεις δημόσιων φορέων περί επιβολής της νομοθεσίας. Το γεγονός ότι η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο στις εν λόγω εταιρείες δεν εμποδίζει το ελληνικό κράτος να διεκδικήσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη» τονίζεται στην απάντηση της Κομισιόν.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, η κυβέρνηση έχει καμία διάθεση να διεκδικήσει αποζημιώσεις για το σκανδαλώδες φαγοπότι που λάμβανε χώρα για τόσα χρόνια στα δημόσια έργα στις πλάτες των φορολογούμενων; Ή μήπως, όλοι μαζί τα φάγαμε;