του Θάνου Καμήλαλη
Ο Χαράλαμπος Αθανασίου έδωσε την Πέμπτη μία συνέντευξη στην ΕΡΤ, όπου ρωτήθηκε σχετικά με το αν το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, όταν αφορά υπουργούς προ δύο ή περισσότερων κοινοβουλευτικών περιόδων, παραγράφεται ή όχι, βάσει το νόμου Βενιζέλου περί (μη) ευθύνης υπουργών. Απομονώνοντας μερικές φράσεις του, πολλά ΜΜΕ έσπευσαν να γράψουν ότι σύμφωνα με τον Αθανασίου «η μίζα είναι στα καθήκοντα του υπουργού», αποκρύπτοντας την υπόλοιπη τοποθέτησή του και υιοθετώντας έναν τίτλο που σαφώς οδηγεί σε υπερβολικούς συνειρμούς. Πολύ γρήγορα, το κομμάτι αυτό έγινε viral στα κοινωνικά δίκτυα, ενώ πυροδότησε και μία ακόμα κόντρα Μαξίμου – Νέας Δημοκρατίας.
Αν κάποιος έκανε τον κόπο να δει τη συνέντευξη του πρώην υπουργού, θα έβλεπε ότι το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο υπήρξε η συγκεκριμένη δήλωση (γιατί όντως υπήρξε και γιατί όντως δεν χρειάζεται να επινοήσει κάποιος κάποιο ψέμα για να πει ή να υπονοήσει ψέματα) είναι ξεκάθαρο. Είτε το πιστεύει πραγματικά είτε όχι, είτε κρύβεται πίσω από αυτό είτε όχι, ο Αθανασίου υιοθετεί απλά μία νομική ερμηνεία των υπουργικών αδικημάτων που παραγράφονται, βάσει του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου περί (μη) ευθύνης υπουργών: ότι αδικήματα που τελούνται κατά τη διάρκεια των καθηκόντων του υπουργού παραγράφονται, αν έχουν περάσει δύο κοινοβουλευτικές θητείες. Λέει μάλιστα ξεκάθαρα ότι ο ίδιος, κατά την προσωπική του άποψη, δεν συμφωνεί με το ισχύον πλαίσιο, το οποίο θα πρέπει να αναθεωρηθεί. «Η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμία εύνοια για τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά εγώ μιλάω τώρα για τις κείμενες διατάξεις. Αφού οι κείμενες διατάξεις είναι αυτές, συνεπώς γι αυτό μιλάμε, δεν λέω εγώ τι πιστεύω» τονίζει συγκεκριμένα.
Θα πει κάποιος/α εδώ «με τι κάθεσαι και ασχολείσαι», ή απλα θα σταθεί στον πολιτικό βίο του Αθανασίου. Αυτή η αντιμετώπιση όμως είναι ίδια με το «ε θα μπορούσε να ήταν αλήθεια» που έλεγαν δεξιοί «δημοσιογράφοι» σε fake news όπως το «επίδομα σφραγίδας» της Όλγας Γεροβασίλη. Η παραπληροφόρηση όμως ,ιδιαίτερα καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές, η πολιτική ένταση κλιμακώνεται και τα ΜΜΕ θεωρούν καθήκον τους να στρατευθούν ολοκληρωτικά υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος, είναι σημαντική και διδακτική. Η δημοσιογραφική δεοντολογία εξάλλου, δεν γνωρίζει ούτε συμπάθειες ούτε αντιπάθειες και μια ουτοπική ελπίδα είναι να μην το ξεχάσουμε ολοκληρωτικά αυτό τους επόμενους μήνες.
Πέραν αυτού όμως, για να καταλάβει κανείς πρώτα το πώς είναι δυνατόν και γιατί ο πολιτικός κόσμος ασχολείται με το εάν η μίζα, δηλαδή η παθητική δωροδοκία, συνδέεται με τα υπουργικά καθήκοντα, θα πρέπει πρώτα να έχει παρακολουθήσει την σύγκρουση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης πάνω στο θέμα. Επειδή στην Ελλάδα έχουμε την «τιμή» να μην είναι δεδομένο ότι ένας πρώην υπουργός θα διωχθεί για μίζα (αν αυτή δεν συνοδεύεται από ξέπλυμα), έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για το αν η δωροδοκία ενός υπουργού είναι ένα αδίκημα που συμβάινει «κατά τη διάρκεια» των καθηκόντων του (όπως υποστηρίζουν ΝΔ – ΚΙΝΑΛ) ή «επ ευκαιρία των καθηκόντων του» (όπως θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ, που θέλει να προσθέσει κι ερμηνευτική διάταξη στην αναθεώρηση του Συντάγματος).
Δεν χρειάζεται να μοντάρει κανείς το επιχείρημα Αθανασίου για να είναι προκλητική η θέση του. Προκλητική είναι από μόνη της η ουσία του επιχειρήματος, η επιμονή της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΙΝΑΛ να οχυρώνονται πίσω από το επιχείρημα της παραγραφής του αδικήματος της παθητικής δωροδοκίας. Η επίκληση σε νομικές ερμηνείες του νόμου περί (μη ευθύνης) υπουργών, όπως έκαναν οι Αθανασίου και Βενιζέλος θα μπορούσε να ήταν κάτι λογικό. Όταν όμως συνδυάζεται με τις μόνιμες κραυγές περί «σκευωρίας» όταν η ανάγκη διερεύνησης μίας πολύ σοβαρής υπόθεσης θεωρείται «επίθεση στους θεσμούς» και «κατάλυση του κράτους Δικαίου» και όταν, αντί της απαιτούμενης μετριοπάθειας, στελέχη της αντιπολίτευσης επιτίθενται και απειλούν τους εισαγγελείς Διαφθοράς, η κατάσταση είναι απλά εξοργιστική και δεν χρειάζεται καμία απομόνωση μίας φράσης του Αθανασίου για να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο.
Πάνω απ'όλα, προβληματική είναι η ίδια η συζήτηση εξαρχής: Είναι δυνατόν να απειλούνται με διώξεις πρώην υπουργοί για το πολύ σοβαρό αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας και να υπάρχει βάση για συζήτηση σχετικά με το αν αυτό έχει παραγραφεί; Είναι, γιατί το ισχύον πλαίσιο, δηλαδή το άρθρο 86 του Συντάγματος που περιέχει τον διαβόητο νόμο περί μη ευθύνης υπουργών, βάζει σειρά εμποδίων σε κάθε προσπάθεια τιμωρίας των υπουργών που έχουν εγκληματίσει. Εμπόδια που ξεκινούν από αυτό που συζητιέται αυτήν την περίοδο, δηλαδή τις ευκολίες για παραγραφή, μέχρι τις υπερεξουσίες που δίνονται στη Βουλή να ελέγξει τους υπουργούς (που μπορεί να είναι και νυν ή πρώην υπουργοί της εκάστοτε κυβέρνησης που θα κληθεί να τους ελέγξει).
Αυτό λοιπόν το πλαίσιο, που σήμερα όλοι, μέχρι και (υποκριτικά ή όχι) η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, συμφωνούν ότι πρέπει να αυστηριοποιηθεί δεν ήρθε από τον ουρανό. Ψηφίστηκε, με εισηγητή τον Βενιζέλο, που επιμένει να κουνάει το δάχτυλο με απεχθή έπαρξη για τα πάντα και διατηρήθηκε στη ζωή από τα δύο μεγάλα κόμματα για χρόνια, εντείνοντας την ατιμωρησία και προκαλώντας το κοινό περί Δικαίου αίσθημα, που έβλεπε τα πολιτικά πρόσωπα να απολαμβάνουν διαφορετικής κατά πολύ μεταχείρισης από τους απλούς πολίτες.
Μετά λοιπόν τις κραυγές για «σκευωρία» και «ψευδομάρτυρες» έφτασαν κι αυτές της «παραγραφής», από τους ίδιους μάλιστα που δημιούργησαν όλο το πλαίσιο που επιτρέπει την παραγραφή, που θα μπορούσε να συγκριθεί με «ομερτά». Αν πιστεύουν ότι όλη αυτή η κατάσταση τους τιμάει και αποτελεί σοβαρή πολιτική θέση, κανένα πρόβλημα