(Σκίτσο του Βραζιλιάνου ακτιβιστή σκιτσογράφου, Κάρλος Λατούφ, για την σύλληψη του Τζούλιαν Ασάνζ)
γράφει ο Μηνάς Κωνσταντίνου
Το 2012, ο Τζούλιαν Ασάνζ ζήτησε από το Εκουαδόρ του λαϊκού -τότε- ήρωα Ραφαέλ Κορέα, πολιτικό άσυλο, για να προφυλαχθεί από την εκδικητικότητα των ΗΠΑ για τις αποκαλύψεις του σε βάρος τους. Σήμερα, επτά χρόνια αργότερα, ο διάδοχος του Κορέα, Λένιν Μορένο, παραδίδει στις ΗΠΑ τον Ασάνζ, εκδικούμενος για το βάρος που του προκάλεσαν οι αποκαλύψεις του. Η απόφαση του προέδρου του Εκουαδόρ ήρθε λίγες μόλις εβδομάδες μετά την αποκάλυψη από τα Wikileaks του σκανδάλου των INA Papers, που έπληξε την κυβέρνηση Μορένο, καθώς σειρά εγγράφων επικεντρώνεται στην εταιρεία INA Investment Corp., που έχει δημιουργήσει μία σειρά εταιρειών offshore και φέρεται να ελέγχεται από τον αδελφό του προέδρου Μορένο.
Η διαρροή, που αποκαλύπτει ότι ο πρόεδρος Μορένο εμπλέκεται σε offshore και ξέπλυμα μαύρου χρήματος, προκάλεσε έρευνα εναντίον του Μορένο, ο οποίος, μολονότι έχει ασυλία όσο παραμένει πρόεδρος, κινδυνεύει με καθαίρεση, ενώ έπληξε σημαντικά και την δημοτικότητά του. Μάλιστα, στελέχη της κυβέρνησης του Εκουαδόρ υποστηρίζουν πως οι αποκαλύψεις αποτελούν μία συνωμοσία «του Ασάνζ, του Μαδούρο και του πρώην προέδρου, Ραφαέλ Κορέα», με σκοπό να ρίξουν την κυβέρνηση.
«Οι φωτογραφίες που δείχνουν πως ο πρεσβευτής του Ισημερινού προσκαλεί την μυστική αστυνομία της Βρετανίας για να σύρει έξω από το κτίριο της πρεσβείας κάποιον του οποίου η δημοσιογραφική δουλειά – είτε αυτό αρέσει είτε όχι- έχει βραβευτεί, θα μπουν στα βιβλία της ιστορίας. Οι επικριτές του Ασάνζ μπορούν να χαίρονται, αλλά αυτή είναι μια μαύρη στιγμή για την ελευθερία του Τύπου» θα σχολιάσει ο εξόριστος στη Ρωσία, Έντουαρντ Σνόουντεν, χάρη στον οποίο γνωρίζουμε απόρρητες πληροφορίες της NSA σχετικά με τα πρoγράμματα μαζικής παρακολούθησης που εφαρμόζουν οι Αμερικανικές και Βρετανικές κυβερνήσεις.
«Έχασα τη σύνταξή μου, το σπίτι μου, τη σύζυγό μου, τους φίλους μου, τη διαβάθμιση ασφαλείας μου και έχω δια βίου απαγόρευση σε Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, Καναδά και Νέα Ζηλανδία. Είναι μέρος του σχεδίου τους, σε καταστρέφουν» θα περιγράψει το τι ακολουθεί, σε συνέντευξή του στο TPP ο πρώην πράκτορας της CIA, Τζον Κυριάκου, που έφερε για πρώτη φορά στη δημοσιότητα τις πρακτικές του «εικονικού πνιγμού» που χρησιμοποιούσε η αμερικανική υπηρεσία κατά υπόπτων για τρομοκρατία.
Ωστόσο, παρότι η εξέλιξη της υπόθεσης λαμβάνει διαστάσεις «βεντέτας» του Μορένο σε συνδυασμό με λίγο Μαδούρο (αναφορά πάντα και παντού εξόχως χρήσιμη), η μεγάλη εικόνα περιγράφει μία εξαιρετικά ζοφερή και ευθέως απειλητική για την ίδια την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου, σε διεθνή κλίμακα.
Θάνατος και φυλακίσεις
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, του 2018, ο αριθμός των δημοσιογράφων που φυλακίστηκαν ή δολοφονήθηκαν για τη δουλειά τους αυξήθηκε, με εμβληματική την περίπτωση του Σαουδάραβα, Τζαμάλ Κασόγκι. Τουλάχιστον 80 ήταν οι επισήμως καταγεγραμμένοι δολοφονημένοι δημοσιογράφοι το περασμένο έτος, πάνω από 700 την τελευταία δεκαετία. Παράλληλα, τουλάχιστον τις 350 έφτασαν οι φυλακίσεις δημοσιογράφων σε όλο τον κόσμο, ενώ «απήχθησαν» τουλάχιστον 60.
Όσο και εάν η διεθνής τάση περιλαμβάνει χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Ιράν, την Τουρκία και την Κίνα, που για τη Δύση θεωρούνται «τριτοκοσμικές» και «ανελεύθερες», δεν παύει το μεγάλο παράδειγμα αντιμετώπισης να εκπέμπεται από τις ΗΠΑ. Οι περιπτώσεις του Ασάνζ και της Μάνινγκ, αλλά και την εξορία του Σνόουντεν δίνουν τον τόνο σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο κόσμο. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Ευρωπαϊκή Ένωση που κατά τ' άλλα κόπτεται για τις βασικές αρχές της ελευθερίας του Τύπου και της έκφρασης, έδειξε αδύναμη να θεσπίσει ένα ουσιαστικό πλαίσιο προστασίας των whislteblowers και των ερευνητών δημοσιογράφων.
Η δολοφονία της Μαλτέζας Δάφνη Καρουάνα Γκαλίζια για τις συνταρακτικές αποκαλύψεις της για την κυβέρνηση Μουσκάτ, που αναγκάστηκε μάλιστα σε παραίτηση, δεν προκάλεσε παρά μερικές συμπερασματολογικές ανακοινώσεις διαμαρτυρίας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ομοίως, η δολοφονία της Μαρίνοβα στη Βουλγαρία, που φέρεται να εργαζόταν πάνω σε ένα μια υπόθεση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ (καρτέλ δημοσίων έργων με ευρωπαϊκό χρήμα), ή η δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαν Κουτσιακ και της συντρόφου του στη Σλοβακία, που επίσης επρόκειτο να προχωρήσει σε σημαντικές αποκαλύψεις.
Ψηφίσματα, ημερίδες, ευχολόγια σε Βρυξέλλες και Στρασβουργο, καμία ουσιαστική απήχηση και δραστική πολιτική στην ευρωπαϊκή επικράτεια.
Κατεβαίνοντας στην κόλαση
Αντιθέτως, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν επέδειξαν την ίδια ανεπάρκεια στο επίπεδο ελέγχου της πληροφορίας, καθώς μόλις τον περασμένο μήνα προχώρησε σε μία εξωφρενική οδηγία – απόγονο της ACTA, που οδηγεί καταφανώς το ίντερνετ σε αδιέξοδο, και τον έλεγχο της πληροφορίες στις μεγάλες εταιρείες, και ειδικά τις αμερικανικές. Μάλιστα, τη Δευτέρα ψηφίζουν οι υπουργοί της ΕΕ για την τελική της έγκριση (και έχει σημασία να αντιταχθεί η δική μας κυβέρνηση), ενώ σύντομα, το ευρωκοινοβούλιο θα θεσπίσει μία ακόμα οδηγία, αντιτρομοκρατική αυτή τη φορά, που με τη σειρά της συμπληρώνει τα «κενά» στον έλεγχο του διαδικτύου στο προσεχές μέλλον.
Την ίδια ώρα, με την κατάργηση του «Ουδετερότητας του Διαδικτύου» οι ΗΠΑ έριξαν από τα τέλη του 2017 τα τείχη προστασίας του ελεύθερου διαδικτύου, ανοίγοντας τον δρόμο στις μεγάλες εταιρείες για τον έλεγχο της πληροφορίας. Σήμερα, οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται να καταβάλουν όψιμα μια κάποια προσπάθεια να αποκαταστήσουν την ουδετερότητα, επιστρέφοντας στην εποχή Ομπάμα, όμως η αρχή έχει γίνει και η επιστροφή στο προηγούμενο σημείο κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να θεωρηθεί.
Υπό τη σκιά διώξεων, φυλακίσεων και δολοφονιών, οι απολύσεις και η απειλή που συνιστά η «παράβαση των κανόνων» της συστημικής δημοσιογραφίας, δημιουργούν μία νέα κανονικότητα για τη δημοσιογραφία διεθνώς. Σε συνδυασμό με τον ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο της πληροφορίας από τις κυβερνήσεις και τις μεγάλες εταιρείες, δημιουργείται μία πραγματικότητα εκτάκτου ανάγκης, που απαιτεί την αντίσταση των ίδιων των πολιτών, μαζικά και δυναμικά.
Το πως αντιμετωπίζει η καθεστηκυία τάξη της δημοσιογραφίας και του Τύπου στη χώρα μας τις παραπάνω εξελίξεις, το αποτυπώνει το γεγονός πως οι παραπάνω ειδήσεις εμφανίστηκαν σε ελάχιστες σελίδες και με εξαιρετικά χαμηλούς τόνους. Ταυτόχρονα, λιβελογραφήματα όπως του Κασιμάτη για «το τέλος που του άξιζε» για τον Ασάνζ στην Καθημερινή, και «ρεπορτάζ» για τον Ασάνζ πυο «έκλεβε wifi από την πρεσβεία» και τις ακαθαρσίες της γάτας του, συνοψίζουν την εθελοδουλεία τους, ακόμα και για ζητήματα που δεν τους ζητείται να την καταθέσουν. Χωρίς να κρύβεται πια, η λαίλαπα της «τραμποποίησης» της πολιτικής και της ενημέρωσης έχει από καιρό ξεφύγει από τα στενά όρια των ΗΠΑ, με το αποτύπωμά της μέσω της τοξικότητας και των fake news να σαπίζει καθημερινά όλο και περισσότερο τον δημόσιο διάλογο.
Ο Κώστας Εφήμερος έγραφε -για ακόμα μία φορά πολύ μπροστά από την εποχή του- για «Το τι και το πώς». Το ελάχιστο που έχει να κάνει ένας άνθρωπος που συγκινείται από τα γεγονότα που περιγράφονται παραπάνω, είναι τουλάχιστον να στηρίξει με όποιον τρόπο μπορεί την ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Το οποιοδήποτε ανεξάρτητο μέσο, όχι αποκλειστικά το TPP. Είναι ο μόνος τρόπος για να απαντήσουν οι πολίτες μαζικά στην εξουσία.
Διαμηνύοντας πως η ελεύθερη διακίνηση της πληροφορίας, η αποκαλυπτική δημοσιογραφία, η ενημέρωση εν τέλει, δεν είναι είναι ζήτημα «προς ρύθμιση» για την εκάστοτε οικονομικοπολιτική εξουσία. Είναι ζήτημα των πολλών, και ως πολλοί οφείλουμε να αντιδράσουμε.