Στη δήλωσή τους, οι 15 πρώην πρόεδροι υποστηρίζουν ότι «η κοινή γνώμη παρακολουθεί, άναυδη, μια ποινική «επιχείρηση» στρεφόμενη κατά δύο δικηγόρων, οι οποίοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ανακριτή από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία υπό συνθήκες που προσιδιάζουν στους πλέον επικίνδυνους καταζητούμενους εγκληματίες, κατά βάναυσο θρυμματισμό του τεκμηρίου της αθωότητας και των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων, και κατά τρόπο που θα στιγματίσει για πάντα την προσωπικότητά τους».
«Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ποινική εμπειρία για να καταλάβει κανείς ότι δύο επαγγελματίες με διαδρομή δεκαετιών, με σταθερή επαγγελματική έδρα-γραφείο και διαδρομή, και με καθημερινή παρουσία στα δικαστήρια, δεν είναι ύποπτοι φυγής, ούτε διαπράξεως νέων απεχθών εγκλημάτων, προϋποθέσεις που πρέπει αναγκαία κατά το νόμο να συντρέχουν, προκειμένου να εκδοθεί ένταλμα συλλήψεως» συνεχίζουν οι 15 πρώην πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων, ενώ στη συνέχεια καταδικάζουν επί της ουσίας τις εκδόσεις ενταλμάτων σύλληψης, ως «ακραία πράξη δικονομικού καταναγκασμού της πολιτείας».
«Το ένταλμα συλλήψεως είναι μια ακραία πράξη δικονομικού καταναγκασμού της πολιτείας. Σημαίνει πως ένας πολίτης θα στερηθεί την ελευθερία του χωρίς, προηγουμένως, να έχει εκθέσει τις απόψεις του έναντι των αρμόδιων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών για όσα του προσάπτονται. Προς τούτο και πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σύνεση, και αυτονοήτως με ευλαβική των προϋποθέσεων του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» τονίζουν, για να συνεχίσουν επικριτικά για τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης.
«Βεβαίως κανείς δε μπορεί να γνωρίζει το περιεχόμενο της προκείμενης ποινικής δικογραφίας, που είναι (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι) μυστική» και προσθέτουν: «Φαντάζει, όμως, τουλάχιστον οξύμωρο το να θεωρούνται πιθανοί φυγόδικοι και οιονεί εγκληματίες άνθρωποι που βρίσκονται καθημερινά ακριβώς εκεί, όπου το σε βάρος τους ένταλμα εκδόθηκε και εκτελέσθηκε: Στους χώρους απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Εάν, δηλαδή, κλητεύονταν από τον αρμόδιο ανακριτή προς απολογία, και η ποινική τύχη τους κρινόταν μετά από αυτήν, υπάρχει έστω και ένας που να αμφιβάλλει για την προσήκουσα έλευσή τους;» σημειώνουν.
Παράλληλα, οι 15 πρώην πρόεδροι υπογραμμίζουν ότι «δημιουργεί, λοιπόν, τουλάχιστον προβληματισμό και η έκδοση, αυτή η ίδια, των δύο προκείμενων ενταλμάτων, και η δημοσιότητα και ο τρόπος, υπό τον οποίο αυτά εκτελέσθηκαν» και προσθέτου: «Όταν, μάλιστα, προέρχονται από έμπειρους ποινικούς λειτουργούς, που αναντίρρητα γνωρίζουν τα όσα προβλέπονται, επί του θέματος, από τη νομοθεσία. Και όταν, ακόμη, η συγκεκριμένη υπόθεση φαίνεται πως σχετίζεται με πρόσωπα αμφιβόλου ηθικής και με ύποπτα, τουλάχιστον, συμφέροντα».
Τέλος, αναφέρουν: «Την τύχη των δύο συναδέλφων θα την κρίνει η Δικαιοσύνη αύριο Δευτέρα. Ελπίζω με ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Τα όσα, όμως, έως τώρα έγιναν, έχουν ήδη κριθεί. Τουλάχιστον από όσους έχουν την ψυχραιμία να κοιτάξουν το νόμο πίσω από τις κραυγές και τις ενδεχόμενες σκοπιμότητες. Και, άλλωστε, σήμερα είναι αυτοί. Αύριο, όμως, μπορεί να μην είναι αυτοί. Μπορεί να είναι, στη θέση τους, κάποιος από εμάς».
Τη δήλωση υπογράφουν οι πρώην πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων: Δημήτρης Παξινός και Γιάννης Αδαμόπουλος Αθηνών, Δημήτρης Γαρούφας και Γιάννης Παπαδόπουλος Θεσσαλονίκης, Γιώργος Κυμπαρίδης Ροδόπης, Δημήτρης Κωστόγιαννης Τρίπολης, Κώστας Σαρρής Ρόδου, Θόδωρος Καζάς Ναυπλίου, Κοντόγιαννης Δημήτρης Τρικάλων, Καπετανίδης Χρήστος Ορεστιάδος, Δημητράκουλας Κώστας Σπάρτης, Ζώης Ανδρέας και Υφαντής Λεωνίδας Αγρινίου, Μπίνιος Λουκάς Λειβαδιάς και Παύλος Τζόβαρας Ηγουμενίτσας.