Αμερικανός ομοσπονδιακός δικαστής διέταξε χθες Πέμπτη να οδηγηθεί πίσω στη φυλακή η πρώην αναλύτρια του στρατού των ΗΠΑ για ασέβεια προς το δικαστήρια και παρακώλυση της δικαιοσύνης, διότι αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σώματος ενόρκων για τον ιδρυτή του ιστοτόπου WikiLeaks, τον Τζούλιαν Ασάνζ. Είναι η δεύτερη φορά που η Μάνινγκ οδηγείται στη φυλακή για το ίδιο ζήτημα, καθώς μόλις πριν λίγες μέρες εξέτισε ποινή 62 ημερών που της είχε επιβληθεί.
Η Τσέλσι Μάνινγκ είναι πρώην αναλύτρια πληροφοριών του αμερικανικού στρατού και η πληροφοριοδότης που διέρρευσε 700.000 απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα μέσω των WikiLeaks. Κατά τη διάρκεια των διαρροών ήταν εξίσου γνωστή ως Μπράντλει Μάνινγκ, καθώς είναι τρανς που πλέον αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα.
Ο δικαστής Άντονι Τρένγκα διέταξε η Μάνινγκ να φυλακιστεί και στην περίπτωση που συνεχίσει να αρνείται να συμμορφωθεί προς την κλήτευσή της να της επιβληθεί έπειτα από 30 ημέρες πρόστιμο ύψους 500 δολαρίων ημερησίως. Το πρόστιμο υα αυξηθεί στα 1.000 δολάρια την ημέρα αν συνεχίζει να αρνείται να καταθέσει έπειτα από 60 ημέρες, δήλωσαν ένας αξιωματούχος των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και ένας εκπρόσωπος της υπεράσπισής της.
Η Μάνινγκ, που σύμφωνα με το CNN δήλωσε ότι προτιμάει να πεθάνει από την πείνα από το να αλλάξει στάση και να καταθέσει, μετήχθη αμέσως σε φυλακή στην Αλεξάντρια, στη Βιρτζίνια.
Η πρώην αναλύτρια του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ εξέτισε ήδη επταετή κάθειρξη που της επέβαλε στρατοδικείο για «κατασκοπεία» διότι διαβίβασε το 2010 στον WikiLeaks πάνω από 750.000 διαβαθμισμένα διπλωματικά και στρατιωτικά έγγραφα, η αποκάλυψη των οποίων από τον ιστότοπο έφερε τις ΗΠΑ σε πολύ δύσκολη θέση. Η Μάνινγκ, πρώην αναλύτρια των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, καταδικάστηκε για κατασκοπεία το 2013 σε 35 χρόνια φυλακή, για τη διαρροή των περίπου 750.000 απόρρητων διπλωματικών εγγράφων, ωστόσο έλαβε χάρη από τον πρώην πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, το 2016, η ποινή της μειώθηκε και το 2017 αποφυλακίστηκε.
Λίγες μέρες πριν τη σύλληψη του Τζούλιαν Ασάνζ, μέσα στην πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο, η Μάνινγκ κλήθηκε για να καταθέσει για τον ιδρυτή του Wikileaks αλλά αρνήθηκε, τονίζοντας πως ό,τι είχε να πει για την υπόθεση το είπε στην απολογία της το 2013. «Δεν θα συμμετάσχω σε μια μυστική διαδικασία στην οποία είμαι ηθικά αντίθετη και κυρίως μία διαδικασία η οποία έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικα για να παγιδεύσει και να διώξει ακτιβιστές υπέρ του προστατευόμενου, πολιτικού λόγου» είχε τονίσει σε ανακοίνωσή της.
** Feds released Chelsea a few hours ago after Grand Jury expired – @EDVAnews prosecutors subpoenaed her to appear a 2nd time for a different grand jury – but for same questions – on May 16th – official statement from her pending https://t.co/BkXDxnrLmZ
— Chelsea E. Manning (@xychelsea) May 10, 2019
Για την άρνησή της αυτή της επιβλήθηκε στο πρώτο δικαστήριο, ποινή φυλάκισης 62 ημερών, η οποία έληξε. Ωστόσο, πριν ακόμα αποφυλακιστεί, η Μάνινγκ έλαβε νέα κλήση, για της 16 Μαϊου, ενώπιον διαφορετικής σύνθεσης δικαστηρίου, αλλά με το ίδιο ερώτημα.
Ποια είναι η Τσέλσι Μάνινγκ;
Στις 21 Αυγούστου του 2013, η Μάνινγκ καταδικάστηκε σε 35 χρόνια φυλάκισης, από τότε εκτίει την ποινή της σε φυλακές του Κάνσας. Μία μέρα μετά από την απόφαση που την καταδίκαζε με 20 διαφορετικές κατηγορίες, μεταξύ των οποίων έξι στο πλαίσιο του νόμου για την κατασκοπεία, η Μάνινγκ είπε μέσω του δικηγόρου της στο NBC Today Show ότι, «είμαι η Τσέλσι Μάνινγκ. Είμαι μια γυναίκα».
Η Μάνινγκ συνελήφθη τον Μάιο του 2010 ενώ επίσημες κατηγορίες αποδόθηκαν ένα μήνα αργότερα. Οι ερευνητές ήταν σε θέση να την εντοπίσουν μετά από μία συνομιλία της με το FBI. Ο πληροφοριοδότης που επικοινωνούσε η Μάνινγκ ήταν πρώην χάκερ. Μέσα από τη συνομιλία τους αποδείχθηκε πως ήταν η Μάνινγκ υπεύθυνη της «διαρροής».
Πριν το δικαστήριο, η Μάνινγκ μεταφέρθηκε στην Βιρτζίνια όπου κρατήθηκε στην απομόνωση για σχεδόν ένα χρόνο. Η μεταχείριση που είχε προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και από έναν εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών που έκανε λόγο για βασανιστήρια. Τον Μάρτιο του 2011, οι κατηγορίες που της είχαν απαγγελθεί αναβαθμίστηκαν στην πιο σοβαρή κατηγορία, αυτήν της «βοήθειας στον εχθρό».
Ήταν η ίδια μέρα που ο εκπρόσωπος του State Department, P.J. Crowley επέκρινε την αντιμετώπιση στην Μάνιγνκ, χαρακτηρίζοντας την ως «γελοία». Λίγο αργότερα ακολούθησε η παραίτηση του.