Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, στην έκθεση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επισημαίνεται ότι η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης υπονόμευσε τόσο τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας όσο και την ίδια την αποτελεσματικότητα του «κουρέματος» του χρέους (PSI) που έγινε το 2012. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το ΔΝΤ, η συγκεκριμένη εξέλιξη οφειλόταν στους φόβους για μια συνολική διάχυση της κρίσης στην Ευρωζώνη, κάτι που όμως τελικά δεν αποφεύχθηκε.
Αναφορικά με το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, το Ταμείο υπενθυμίζει ότι είχε εγκρίνει για τη χώρα μας το 2010 ένα δάνειο-μαμούθ ύψους 30 δισ. ευρώ. Οι συγκεκριμένοι πόροι είχαν γίνει διαθέσιμοι, παρόλο που το ΔΝΤ δεν μπορούσε σε εκείνη τη χρονική συγκυρία να πιστοποιήσει τη βιωσιμότητα του χρέους. Για τον λόγο αυτό είχε χρειαστεί να υπάρξει μια αλλαγή στο πλαίσιο των σχετικών κανόνων μέσω της προσθήκης της «συστημικής εξαίρεσης», η οποία επέτρεψε στο Ταμείο να παρακάμψει τον σκόπελο της βιωσιμότητας μέσω της επίκλησης του κινδύνου για μια γενικότερη εξάπλωση της κρίσης. Αυτή η εξαίρεση που άνοιξε την πόρτα για τη συμμετοχή του Ταμείου προσέφερε ουσιαστικά την πολυτέλεια του χρόνου που οδήγησε στην καθυστέρηση της αναγκαίας αναδιάρθρωσης.
Όπως έχει τονίσει το TPP σε σειρά ρεπορτάζ του για το τι συνέβη το 2010, βασισμένα σε εσωτερικά έγγραφα του Ταμείου, ι εκπρόσωποι χωρών όπως της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ρωσίας, της Κίνας, της Αργεντινής, της Ελβετίας και της Βραζιλίας ήταν πολύ σκεπτικοί για το πρόγραμμα. Οι εκπρόσωποι των κρατών μελών της Ευρωζώνης (όπως Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ισπανία) προσπαθούσαν να τους καθησυχάσουν. Ίσως η σημαντικότερη υπόσχεση που έδωσαν οι εκπρόσωποι Γερμανίας, Γαλλίας και Ολλανδίας ήταν ότι οι τράπεζες τους θα παρέμεναν στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αποκάλυψε όμως από το 2015 το CIGI, η έκθεση των γαλλικών τραπεζών σε ελληνικό κρατικό χρέος έφθανε τότε στα 60 δισεκατομμύρια ευρώ και των γερμανικών στα 35 δισεκατομμύρια. Το παρακάτω γράφημα αποτυπώνει τo πώς μειώθηκε η έκθεση των ξένων τραπεζών στις «τοξικές» ελληνικές.
Συνοπτικά, το ΔΝΤ εντοπίζει τα εξής σημαντικά λάθη του στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης:
- Τον εσφαλμένο τρόπο προσέγγισης σε αρχικό στάδιο του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους
- Την δυσανάλογη έμφαση που δόθηκε στη δημοσιονομική προσαρμογή
- Τις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για τα μακροοικονομικά μεγέθη
Με μια παραδοχή για «υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις», το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις οδήγησαν στο να υποτιμηθεί ο αντίκτυπος που θα έχει η δημοσιονομική προσαρμογή στην ανάπτυξη και την πορεία του χρέους. Αν ωστόσο οι προβλέψεις του Ταμείου εδράζονταν σε μια πιο ρεαλιστική βάση, το ΔΝΤ θα είχε θέσει την άμεση αναδιάρθρωση του χρέους ως βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια
Παρά το γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα βρισκόταν στο επίκεντρο των προγραμμάτων του ΔΝΤ, η έκθεση του Ταμείου σημειώνει ότι στο μέσο όρο το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε κατά 10,5% σε μια σειρά από χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Όπως τονίζεται, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων άρχισε να μειώνεται στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία μόνο μετά το πέρας των προγραμμάτων, ενώ το συγκεκριμένο θέμα παραμένει ακόμα μια ανοιχτή πρόκληση για την Ελλάδα και την Κύπρο. Από το παράδειγμα αυτών των χωρών, το ΔΝΤ αντλεί το δίδαγμα ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά τη διάρκεια της υλοποίησης των προγραμμάτων εμπεριέχει μια σειρά από προκλήσεις.