του Κωνσταντίνου Πουλή
Είχα αναφέρει σε ένα κείμενό μου ότι μου έλεγε κάποιος πως η έσχατη συνέπεια της άποψής μου είναι πως πρέπει να καθόμαστε να κλαίμε τη μοίρα μας, και εγώ είχα απαντήσει πως μπροστά στην ψεύτικη αισιοδοξία, το κλάμα μού φαίνεται μία έντιμη και ειλικρινής διέξοδος. Ο συνομιλητής αυτός ήταν ο Γιάνης Βαρουφάκης και τώρα γράφω αυτό το κείμενο για να πω ότι ευτυχώς και για τους δυο μας εκείνος είχε δίκιο και εγώ άδικο.
Μας μίλησε χθες το βράδυ, στη ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη των αποτελεσμάτων που κάναμε στο TPP, και είπε ότι είναι πιστοί οπαδοί του Γκράμσι: «Προχωράμε χωρίς αισιοδοξία, αλλά με άσβεστη και ανίκητη την ελπίδα».
Δεν αμφιβάλλω για τις προτάσεις του ΜεΡΑ25. Η βασική μου αγωνία ήταν αν υπάρχει κάποιος μέσα στην κοινωνία που να ενδιαφέρεται να τις συζητήσει πιάνοντας ξανά το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει το 2015. Στις χθεσινές εκλογές αποδείχθηκε ότι υπάρχουν εκατόν πενήντα χιλιάδες τέτοιοι άνθρωποι, μόνο για το ΜεΡΑ25, αρκετοί ώστε να του δώσουν (μάλλον) μία θέση στο ευρωκοινοβούλιο και αρκετοί ακόμα διάσπαρτοι σε άλλα, μικρότερα κόμματα. (Ακόμα δεν έχει κριθεί η έδρα, αλλά το όριο του 3% είναι κρίσιμο για την εκλογή Σακοράφα. Πολιτικά ισχύουν τα ίδια ακόμη και αν δεν εκλεγεί).
Η εκτίμησή μου ήταν πως όσοι εναντιώνονταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα ψήφιζαν τον Γιάνη Βαρουφάκη διότι θεωρούσαν πως η στάση που κράτησε ως υπουργός Οικονομικών συνέτεινε στη δαινομονοποίηση της ρήξης, ενώ αντιθέτως η πλευρά των «μένουμε Ευρώπη» θα του καταλόγιζε ότι μας στοίχισε 200 ή 300 δισεκατομμύρια και ότι θα έβγαζε μόνος του τη χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και έτσι, αθροίζοντας την κριτική που γινόταν από τα αριστερά και από τα δεξιά στον Γιάνη Βαρουφάκη αναρωτιόμουν ποιος μένει για να τον ψηφίσει. Σκεφτόμουν αγαπητούς φίλους, υποστηρικτές του, διανοούμενους με ανατρεπτικές τάσεις, που τους εκτιμώ πολύ αλλά δεν μοιάζουν καθόλου με την υπόλοιπη κοινωνία μας. Και πάλι είχα άδικο ευτυχώς. Η κοινωνία μας δεν είναι οι τηλεθεατές της.
Είναι η πρώτη φορά που γράφω καλή κουβέντα για κόμμα, λοιπόν νιώθω κάπως έξω απ’ τα νερά μου. Ωστόσο χθες, μέσα στη γενική μαυρίλα, χάρηκα. Έχω κατ’ επανάληψη ασκήσει κριτική στον Βαρουφάκη για τη στάση που κράτησε το 2015. Αν όμως σήμερα μπορώ να χαίρομαι για την φιλία μου με τον Μπογιόπουλο και να θεωρώ ότι έχει πολλά να προσφέρει στην κριτική κατά της κυβέρνησης, παρότι υπερασπίζεται τις σοβιετικές θέσεις για τη σφαγή στο Κατίν, δεν βλέπω γιατί πρέπει για πάντα όταν συνομιλώ με τον Βαρουφάκη να επαναλαμβάνω τι θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να έχει γίνει διαφορετικά το 2015. Βρίσκω κρισιμότερο να μπορέσουμε να ξαναζεστάνουμε τη συζήτηση για την κριτική στην ασκούμενη πολιτική. Με πολιτικούς και κυρίως με πολίτες από παντού: από την Πλεύση Ελευθερίας, από τη Λαϊκή Ενότητα, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που όλοι έχουν τους δικούς τους γρίφους να λύσουν, με κοινό ζητούμενο όμως να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε όταν υπήρχε, έστω και με λάθη για τα οποία δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ, η διάθεση και η όρεξη να γίνει κάτι.
Δεν σκοπεύω να δεσμευτώ στο άρμα κάποιου κόμματος, έχω ιδιοσυγκρασιακές αντιστάσεις σε μια τέτοια προοπτική. Έχω όμως πολύ έντονη την ανάγκη να δω μπροστά μου και κυρίως δίπλα μου ανθρώπους που δεν είναι κουρασμένοι και απελπισμένοι, ή που δεν περιφέρουν μια ψεύτική αισιοδοξία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που και εκείνοι και εγώ βλέπουμε. Αυτό ήταν το σημείο στο οποίο διαψεύστηκα ευχάριστα. Υπάρχει ένα ακόμη σημείο στο οποίο επίσης την πάτησα, αυτή τη φορά όχι για καλό.
Πρόκειται για την εκτίμησή μου για την έκταση της νίκης της ΝΔ και τη σημασία και τον ρόλο που θα έπαιζε το μακεδονικό στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Πίστευα ότι η διαφορά θα είναι μικρή και το απέδιδα κατά κύριο λόγο στην επικοινωνιακή συμφορά που συνιστά ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του. Δεν νομίζω όμως ότι είχα δίκιο και σε αυτό, αφού η διαφορά δεν μπορεί να εξηγηθεί από το ότι θαμπώθηκε ο ελληνικός λαός από τις προγραμματικές διακηρύξεις Μητσοτάκη σε σχέση με την οικονομία. Και αυτό διότι, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ταυτίζεται με τον Τσίπρα, είναι πολύ χειρότερος από τον Τσίπρα. Όπως μου έλεγε ο φίλτατος μπλόγκερ αρκούδος, αν είχε χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ για τα μνημόνια, θα κέρδιζε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, λοιπόν έχασε για τον Ρουβίκωνα και τον Μεγαλέξανδρο.
Ξεκινούσα από την αφετηρία ότι τα συλλαλητήρια για το μακεδονικό ήταν ανύπαρκτα, αναιμικά, και το τελευταίο συλλαλητήριο έξω από το κοινοβούλιο την ημέρα που ψηφιζόταν η συμφωνία των Πρεσπών ήταν καταγέλαστο. Όμως αποδεικνύεται ότι υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που ναι μεν δεν είχε όρεξη να κατεβαίνει στους δρόμους και να διαδηλώνει, ωστόσο ήταν δυσαρεστημένος με τη συμφωνία και στις κάλπες βρήκε την ευκαιρία να εκδηλώσει αυτή του τη δυσαρέσκεια στηρίζοντας τη ΝΔ.
Η επίδραση του μακεδονικού είναι κάτι που θα πρέπει να αναλυθεί. Υποτίμησα, πιστεύω σήμερα, τα οφέλη που θα είχε η Νέα Δημοκρατία. (Έχει ενδιαφέρον πάντως ότι σε όλη τη Μακεδονία το ΜεΡΑ25 έχει κάτι λιγότερο από τα πανελλαδικά ποσοστά του [2,97, 2,3 και 2,35%, αντίστοιχα σε δυτική, κεντρική και ανατολική Μακεδονία] παρότι υπερασπίστηκε τη συμφωνία των Πρεσπών.)
Η σοβαρή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ από μια τόσο ελεεινή Νέα Δημοκρατία, με έναν αρχηγό που κάνει τα πάντα για να τη δυσκολέψει, εικάζω ότι οφείλεται και στο μακεδονικό και στη λυσσαλέα προπαγάνδα των καναλιών εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης πιστεύω ότι η δική μου αδυναμία να προβλέψω την έκταση της νίκης (πίστευα ότι η διαφορά θα είναι πολύ μικρότερη) οφείλεται στην απόστασή μου από το σύμπαν της τηλεόρασης.
Οι χθεσινές εκλογές δεν ήταν πηγή απελπισίας, για μένα. Δεν έχω καθόλου την εικόνα μιας «αριστερής παρένθεσης», για να λυπηθώ που επανέρχεται τόσο δυναμικά η ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μια κυβέρνηση παραδομένη στην πολιτική που παράγουν και σχεδιάζουν οι δανειστές μας. Ξέρω ότι ο Μητσοτάκης θα είναι χειρότερος, αλλά αν πίστευα σε αυτά τα επιχειρήματα θα ήμουν ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ και υπερασπιστής της Χίλαρυ Κλίντον. Δεν είμαι τίποτα από τα δύο.
Κι έτσι, σε αυτό το ζοφερό πανευρωπαϊκό τοπίο, όπου παρακολουθούμε τη μαύρη αντίδραση να επελαύνει χαμογελαστή κατά πάνω μας, η αναζωογόνηση της εγρήγορσης που έφτιαξε την ιστορική εξαίρεση του 2015, έστω ως χαραμάδα στο σκοτάδι, είναι ένα ευχάριστο γεγονός. Και αυτές οι λέξεις είναι μάλλον οι πιο αισιόδοξες που έχω γράψει εδώ και καιρό.