Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο νέος Δημοκρατικός δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Μπιλ ντε Μπλάζιο, επανέφερε τον Ουίλιαμ Μπράτον στην ηγεσία της Αστυνομίας της πόλης. Ο Μπράτον είχε υπηρετήσει το ίδιο αξίωμα επί δημαρχίας Τζουλιάνι (1994-1996), κατορθώνοντας να εκτοξεύσει τη δημοτικότητά του με την εφαρμογή ενός δόγματος μηδενικής ανοχής, που στηρίχτηκε στη εγκληματολογική θεωρία που ονομάστηκε Broken Windows . Τότε είχε πιστωθεί μια σημαντική μείωση της εγκληματικότητας, σήμερα έναν ξεσηκωμό.

Ένα χρόνο μετά την έναρξη της νέας θητείας του, χιλιάδες πολίτες της Νέας Υόρκης κατακλύζουν τους δρόμους, διαδηλώνοντας για την άγρια δολοφονία του Έρικ Γκάρνερ, 43χρονου άοπλου Αφροαμερικάνου – από τις αστυνομικές αρχές – έπειτα από «υποψίες» πως πουλούσε λαθραία τσιγάρα.

 «Αν προσέχεις τα μικρά πράγματα, τότε μπορείς να αποφύγεις τα μεγαλύτερα», δήλωνε το Μάρτιο ο Μπράτον, παρουσιάζοντας τη φιλοσοφία του για την αστυνόμευση, βασικό εργαλείο της οποίας παραμένουν οι προληπτικοί έλεγχοι και η αυστηρή επιβολή του νόμου εις βάρος των μικροπαραβατών. «Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων υπήρξε η αρχή μου για την αστυνόμευση για 40 χρόνια», σημείωνε.

 

«Η στοιχειώδης ευημερία ορισμένων ατόμων οφείλει να θυσιαστεί για το καλό της κοινωνίας»

Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων παρουσιάστηκε το 1982 και τέθηκε σε εφαρμογή για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, μετά την εκλογή του Ρεπουμπλικάνου Τζουλιάνι στη δημαρχία. Ιδρυτές της υπήρξαν οι εγκληματολόγοι Τζέιμς Ουίλσον και Τζορτζ Κέλινγκ, οι οποίοι παρουσίασαν τη φιλοσοφία τους στη σύντομη μελέτη με τίτλο «Η αστυνομία και η ασφάλεια της γειτονιάς: Σπασμένα τζάμια ».

Η βασική ιδέα του δόγματος είναι απλή, και ίσως αυτή είναι και μία από τις πτυχές της επιτυχίας του:  η εμπέδωση του «αισθήματος ασφάλειας» στους πολίτες μέσω της απόλυτης ευταξίας.

«Όταν ένα εργοστάσιο ή ένα γραφείο έχει έστω και ένα σπασμένο τζάμι, οι περαστικοί θεωρούν ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται και ότι κανείς δεν έχει λόγο σ' αυτήν την ιστορία. Σε λίγο καιρό βρίσκονται σπασμένα και τα υπόλοιπα τζάμια, και τότε οι περαστικοί σκέφτονται πως όχι μόνο στο συγκεκριμένο κτίριο, αλλά και σε ολόκληρο το δρόμο, δεν έχει κανείς τον έλεγχο. Στη συνέχεια, όλο και περισσότεροι πολίτες παύουν να περνούν από εκεί και μόνο νεαροί, εγκληματίες και ηλίθιοι κυκλοφορούν στον αφύλακτο δρόμο. Οι μικρές παραβάσεις οδηγούν έτσι σε μεγαλύτερες, ακόμη και στο έγκλημα».

Η θεωρία υλοποιείται από τον Ουίλιαμ Μπράτον μέσω μιας πολιτικής «μηδενικής ανοχής» με στόχο κατά βάση τους μικροπαραβάτες ή όσους εμφανίζουν «προβληματική συμπεριφορά». Πρόκειται για τους «αυριανούς εγκληματίες»: άστεγοι, επαίτες, μικροπωλητές, πόρνες, χρήστες ουσιών, λαθρεπιβάτες του μετρό, νεαροί που βάφουν τους τοίχους, ουρούν πίσω από θάμνους και πίνουν αλκοόλ σε δημόσια θέα..

Η θεώρηση τέτοιων δραστηριοτήτων ως εγκληματικών και επομένως αξιόποινων – ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που δεν στοιχειοθετείται σαφής παράβαση – δεν μπορεί παρά να συνοδεύονται από μία ξεκάθαρη ιδεολογική στροφή.

Οι Ουίλσον και Κέλινγκ το αποσαφηνίζουν, άλλωστε, στη μελέτη τους:

 «Το αίτημα για αποποινικοποίηση της προβληματικής συμπεριφοράς ατόμων που δεν έχουν βλάψει κανέναν είναι, κατά τη γνώμη μας, σοβαρό λάθος. Η σύλληψη ενός μεμονωμένου μέθυσου ή ενός αλήτη που δεν έχει σε βάρος του καμία κατηγορία μοιάζει άδικη. Από μία άποψη μπορεί και να είναι άδικη. Αλλά αν δεν αναλάβουμε δράση εναντίον κάμποσων μεθυσμένων ή εκατό αλητών, τότε κινδυνεύουμε να οδηγήσουμε στην καταστροφή μια ολόκληρη κοινότητα

Έχει ενδιαφέρον, εδώ, να αναφερθούμε στο έργο που επηρέασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τους ιδρυτές του συγκεκριμένου δόγματος μηδενικής ανοχής. Πρόκειται για το έργο του πολιτικού επιστήμονα Έντουαρντ Μπάνφιλντ. Μεταφέρουμε εδώ ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές παρατηρήσεις του στο βιβλίο του “The Unheavenly City” (1970):

«Οι ταξικές διαφορές δεν βασίζονται τόσο στις οικονομικές σχέσεις, όσο στη θεώρηση της ζωής και στη δυνατότητα για μακροπρόθεσμη σκέψη. Τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων προσβλέπουν στο μέλλον και επομένως είναι ικανά να θυσιάσουν τις βραχυπρόθεσμες απολαύσεις για μια μακροπρόθεσμη ανταμοιβή». Τα μέλη των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων, από την άλλη – που σε μεγάλο βαθμό στις ΗΠΑ αντιστοιχούν στα μέλη μειονοτήτων – «ζουν για τη στιγμή, κυνηγώντας την άμεση ικανοποίηση».

 «Λέτε πως δεν αντιστοιχεί στις αρχές μιας ελεύθερης κοινωνίας να περιορίζουμε την ελευθερία των ατόμων που δεν έχουν διαπράξει εγκλήματα . Την ίδια ώρα, ωστόσο δεν αντιστοιχεί σε μια ελεύθερη κοινωνία και η ίδια η παρουσία τέτοιων ατόμων, των οποίων η ελευθερία αν δεν είναι περιορισμένη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε άλλους.» Ο Μπάνφλιντ έχει νωρίτερα μιλήσει για «άτομα που η ροπή τους στο έγκλημα είναι τόσο μεγάλη που καμιά δέσμη κινήτρων, που προσφέρονται στο σύνολο του πληθυσμού δεν αρκούν για να επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους.»

«Από το να χάνουμε το χρόνο μας και το δημόσιο χρήμα εφαρμόζοντας φιλελεύθερες πολιτικές που επικαλούνται την ισότητα, είναι σκοπιμότερο να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα και να αποδεχτούμε πως οι φυσικές διακρίσεις υφίστανται.»  Σύμφωνα με τον Μπάνφιλντ, όσο υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση αγοριών και νέων ανδρών των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων στους δρόμους, θα πρέπει να περιμένουμε βιαιοπραγίες.

«Η άποψη πως η κουλτούρα των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων είναι παθολογική, δείχνει απόλυτα δικαιολογημένη».


Οι «παράπλευρες απώλειες»

Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων έχει βρει πολλούς οπαδούς, εντός και εκτός ΗΠΑ. Το βασικό επιχείρημα είναι πως η εγκληματικότητα της Νέας Υόρκης τα χρόνια εκείνα (δεκαετία του ’90) περιορίστηκε σημαντικά, ενώ παράλληλα η εικόνα της πόλης άλλαξε, καθώς υπήρξε μέριμνα για την καθαριότητα (από τα σκουπίδια έως τα γκράφιτι στο μετρό), τον φωτισμό και τη συντήρηση των δημόσιων κτηρίων.  Αυτό, βέβαια, που δεν επισημαίνεται τόσο συχνά είναι πως μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχθεί πως η μείωση των βίαιων εγκλημάτων οφειλόταν στην υιοθέτηση της συγκεκριμένης πολιτικής. Άλλωστε, αντίστοιχες τάσεις σημειώθηκαν την ίδια περίοδο και σε πολλές άλλες περιοχές των ΗΠΑ.

Κάτι που επίσης αποφεύγουν να αναφέρουν οι υπέρμαχοι των σπασμένων παραθύρων είναι πως τα θύματα των αστυνομικών, τα πρώτα τρία χρόνια της δημαρχίας Τζουλιάνι, ξεπέρασαν τα 100. Σχεδόν τρεις νεοϋορκέζοι το μήνα σκοτώνονταν από αστυνομικό όργανο, ενώ ο αριθμός των καταγγελιών πολιτών για αστυνομική αυθαιρεσία, το ίδιο διάστημα, διπλασιάστηκε. Η Διεθνής Αμνηστία διερεύνησε τότε 35 δολοφονίες πολιτών από αστυνομικούς.
Ούτε ένα από τα θύματά τους δεν υπήρξε λευκός.

 Το συμπέρασμα της σχετικής έκθεσης: «Η βαναυσότητα της αστυνομίας δεν περιορίζεται στις μειονότητες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των βιαιοτήτων της έχει, καθώς φαίνεται, ρατσιστικά κίνητρα».

Σημ: Όλες οι φωτογραφίες είναι του Bruce Davidson (New York City, 1980, Subway)