Γράφοντας το άρθρο για τη χούντα, στον «δρόμο της Αριστεράς», ήξερα ότι εκφράζω μια αντιδημοφιλή θέση και συνεπώς ότι θα προκαλέσω ενδεχομένως κάποια δυσαρέσκεια. Υποστήριξα ότι η χρήση της λέξης «χούντα» για να περιγράψει τη σημερινή κατάσταση είναι εσφαλμένη και καταχρηστική. Ο Φώτης Τερζάκης απάντησε στο άρθρο που δημοσίευσα με μια σειρά από αιτιάσεις. Ως προς το αν έχουμε χούντα ή όχι, εξακολουθώ να μην πείθομαι. Τα κλασικά αντικοινοβουλευτικά επιχειρήματα που παραθέτει με βρίσκουν εν πολλοίς σύμφωνο, αλλά θεωρώ πως αποδεικνύουν μόνο ότι δεν έχουμε δημοκρατία, δεν αποδεικνύουν ότι έχουμε χούντα, που θα ήταν το ζητούμενο, ούτε ότι έχει κανένα νόημα να την αποκαλούμε χούντα χωρίς να είναι.
Η συζήτηση λοιπόν στρέφεται αναγκαστικά σε αυτό που εκτιμώ ότι προκάλεσε την ενόχλησή του, δηλαδή: τι εξυπηρετεί να μετριάσεις την κριτική προς την κυβέρνηση λέγοντας ότι κάτι από αυτά που της καταλογίζονται είναι υπερβολικό, αν δεν είσαι απολογητής και υπερασπιστής της; Αυτό φαντάζομαι ότι προσπαθεί να απαντήσει με τον εξωφρενικό ισχυρισμό (επαναλαμβανόμενο «υπαινιγμό», στο κείμενό του) ότι έχω επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στην κυβέρνηση, ότι δηλαδή λίγο μου αρέσει και λίγο δεν μου αρέσει, αλλά δεν έχω αποφασίσει! Και μάλιστα ότι αυτή η στάση «δεν είναι αθώα». Τότε τι είναι; Δόλϊα; Έχω κρυφά κίνητρα υπεράσπισης της κυβέρνησης;
Αυτή την αιτίαση θα την προσπερνούσα, αν δεν συνοδευόταν από την κατηγορία ότι «στρεψόδικα και παραπλανητικά» εμφανίζω τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο να παίρνει το μέρος μου. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, αυτό ήταν το πιο οδυνηρό σημείο αυτού του διαλόγου. Δεν με πειράζει να θεωρεί ο Τερζάκης ότι σφάλλω πολιτικά και δεν έχω την αγωνία να τον πείσω για τα κίνητρά μου. Νομίζω ότι δεν έχει δίκιο, αλλά αυτό είναι στα όρια μιας πολιτικής διαφωνίας. Όμως η ιδέα ότι θα χρησιμοποιούσα οποιονδήποτε, και πολύ περισσότερο έναν άνθρωπο σαν τον Λυκιαρδόπουλο, διαστρεβλώνοντας συνειδητά τις θέσεις του προκειμένου να πείσω μερικούς αναγνώστες να μη μεταχειρίζονται τη λέξη «χούντα», δεν είναι μόνο αδιανόητη για μένα, είναι εντελώς αχρείαστα προσβλητική. Έγραψα: «Η επιμονή στη σύγκριση μεταφέρει τη συζήτηση στο πεδίο του “έχει και χειρότερα”, με τον αέρα μιας υπονοούμενης απειλής, όπως παρατήρησε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος». Η φράση που αποδίδεται στον Λυκιαρδόπουλο είναι αυτή για την υπονοούμενη απειλή. Διαφοροποιούμαι στην αμέσως επόμενη πρότασή: «Αλλά αυτή τη σύγκριση την επιβάλλει (ατυχώς) ο λόγος περί χούντας, πετυχαίνοντας το αντίθετο από αυτό που επιδιώκει». Το ότι δεν ανέφερα πως κατά τα λοιπά ο Λυκιαρδόπουλος διαφωνεί μαζί μου, έγινε διότι δεν είχα κατά νου πως εγγράφουμε πιστούς στο στρατόπεδό μας, αλλά ότι συζητούμε. Το «έχει και χειρότερα» είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, που προκύπτει από το ότι δεν βρίσκουμε τα πτώματα αντιφρονούντων με το κεφάλι τρυπημένο από τρυπάνι, πεταμένα στην άκρη του δρόμου. Αν το επισημάνει αυτό ένας άνθρωπος της εξουσίας θα εννοεί «να λέτε πάλι καλά». Αν το επισημαίνω εγώ, το κάνω για να πω «ας μην τους κάνουμε τη χάρη να υποβαθμίζουμε όσα ήδη συμβαίνουν, μεταφέροντας τη συζήτηση σε καθεστώτα πολύ χειρότερα».
Η διαφορά μας έγκειται μάλλον στο ότι εγώ δεν θεωρώ ότι όσο πιο βαριά τα λόγια, τόσο μεγαλύτερο είναι το πλήγμα που θα καταφέρουμε στην εξουσία. Έτσι κι αλλιώς, δίπλα στην πολιτική αδράνεια της εποχής κυκλοφορούν σε αφθονία κουβέντες για το Γουδί, τη δίκη για «εσχάτη προδοσία» κτό. Εξάλλου πού σταματάει αυτό; Γιατί να μην πούμε ακόμη περισσότερα; Γιατί να μην πούμε ότι τα πράγματα είναι χειρότερα από την επταετία; Ή εκατό φορές χειρότερα; Πιστεύω ότι από αναλυτική άποψη χάνουμε, γιατί τα φαινόμενα απλώς δεν είναι ίδια, και από ρητορική άποψη είναι πια άσφαιρα πυρά. Δεν έχουμε ανάγκη αυτή τη «δομική αναλογία» για να εκφραστούμε. Μάλιστα, ένας λόγος παραπάνω είναι ότι η διολίσθηση σε συνθήκες πραγματικού ολοκληρωτισμού δεν είναι απίθανη. Αν σκεφτεί κανείς πώς θα διαχειρίζονταν άνθρωποι σαν τον Δένδια, τον Λαζαρίδη και τον Φαήλο Κρανιδιώτη έναν καινούργιο Δεκέμβρη του ’08, ή πόσο πλησιάσαμε σε τέτοια ενδεχόμενα τις τελευταίες μέρες της απεργίας πείνας του Ρωμανού, καταλαβαίνει ότι δεν έχουμε κανέναν λόγο να χρησιμοποιούμε αυτή τη γλώσσα μεταφορικά. Ας την κρατήσουμε για όταν χρειαστεί, ελπίζοντας να μη χρειαστεί. Ένα παράδειγμα. Η λέξη «φασίστας» σήμαινε για πολλά χρόνια απλώς «αυταρχικός». Τώρα που έχουμε θαυμαστές του Χίτλερ στη βουλή, χρειάζεται να αποτιναχθεί το μεταφορικό έρμα από τη λέξη, για να ξανακούσουμε με προσοχή ότι δεν πρόκειται για ανθρώπους «αυταρχικούς», αλλά για νεοναζί.
Αναρωτιέται ο Τερζάκης τι νόημα έχει η προσπάθειά μου, να κάθομαι να διορθώνω μια ρητορική αστοχία σε έκταση ολόκληρου άρθρου, την ώρα που συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Μα κάποτε νιώθει την ανάγκη κανείς να πει ότι κάτι από αυτά που λέμε δεν είναι σωστό, ή δεν είναι ακριβώς σωστό. Αυτό δεν είναι βέβαια πιο κρίσιμο από το να στηλιτευτεί όλη η βία και αδικία του κόσμου, αλλά εκτιμώ ότι είναι ενίοτε ωφέλιμο. Φαντάζομαι ότι το ίδιο πιστεύει κι εκείνος, αφιερώνοντας με τη σειρά του ολόκληρο άρθρο για να διορθώσει κάποιον που θέλει να διορθώσει μια απλή ρητορική αστοχία. Έχω την επιθυμία αυτό που λέω να μην απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους ήδη συμφωνούν. Αν αυτό απαιτεί να μετριάσω μια διατύπωση που δεν μπορώ να υπερασπιστώ, θα το κάνω. Και αν αυτό με φέρει προς στιγμήν στη θέση να απαντώ σε κριτικές ανθρώπων που εκτιμώ σαν να ήμουν υπερασπιστής της κυβέρνησης (εδώ δεν εννοώ μόνο τον Τερζάκη, που δημοσίευσε τις απόψεις του, αλλά και άλλους φίλους και συνομιλητές μου), αυτό μπορεί να σημαίνει ότι διαλέγω κακή συγκυρία, αλλά μπορεί να σημαίνει και ότι δεν συζητούμε καλά. Δεν γράφω κείμενα πολιτικής ενθάρρυνσης, οπότε θέλω να έχω και να μπορώ να υπερασπιστώ την ελευθερία μου να αποκλίνω από τους κοινούς τόπους της τρέχουσας ρητορικής, έστω και διακινδυνεύοντας την καχυποψία του αναγνώστη. Το άγχος να υπερακοντίσω την ένταση του ήδη τεταμένου δημόσιου διαλόγου μού είναι αδιάφορο, πόσο μάλλον όταν αυτό αντιβαίνει στην ανάγνωσή μου της πραγματικότητας. Εξάλλου, δεν νομίζω ότι ανήκω στους ευπρεπείς δημοσιολόγους των ήπιων διατυπώσεων.
Τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για τα γραπτά του Τερζάκη, αν και μάλλον δεν κομίζω γλαύκα λέγοντας ότι έχει μια ιδιοσυγκρασιακή ροπή προς τις δημόσιες αντιδικίες. Αν απαντώ, λοιπόν, το κάνω για να συζητήσουμε ως άνθρωποι που έχουν κατά βάση κοινές αγωνίες (σε πείσμα των «υπαινιγμών»), σε ένα περιβάλλον πολύ εχθρικό και άξενο προς αυτές τις αγωνίες, και να υπερασπιστώ την ελευθερία μου να εκφράζομαι όπως νομίζω, χωρίς να δίνω εξετάσεις για την πολιτική μου στράτευση. Προφανώς δεν έπεισα τον Τερζάκη, θα εξακολουθήσει να μιλά για χούντα, όπως τόσοι άλλοι. Δεν το θεωρώ επαρκή λόγο για να βριζόμαστε δημοσίως. Γιατί δεν ξέρω πώς αλλιώς να εκλάβω τον «πολιτικό επαμφοτερισμό» που μου αποδίδει.
Κάθε κριτική που στρέφεται προς τη δική μας πλευρά μπορεί πάντοτε να χρησιμοποιηθεί από αντιπάλους. Η ιδέα ότι θα πρέπει γι’ αυτό να αποφεύγεται η κριτική αυτού του τύπου είναι φανερό πού οδηγεί: στην αποσιώπησή της. Το ερώτημα είναι αν μπορεί κανείς να διατυπώσει μια κουβέντα αυτοκριτικής χωρίς να θεωρηθεί τσιράκι του κράτους. Αν αυτό που εννοείται είναι ότι δεν πρέπει να δίνεται υπερβολική έκταση, συμφωνώ, γι’ αυτό και δεν σκοπεύω να επανέλθω. Μπορώ μόνο να ευχηθώ να υπερισχύσουν οι κοινές μας αγωνίες και όχι της άλλης πλευράς και στο μεταξύ να κουβεντιάζουμε ως άνθρωποι που οι διαφορές στον λόγο μας «είναι λιγότερο κρίσιμες από τις μεταξύ μας ομοιότητες».
Σε χρειαζόμαστε
Το ThePressProject είναι το μοναδικό μέσο ανεξάρτητης, ερευνητικής και αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας που στηρίζεται αποκλειστικά στις μικρο-δωρεές των επισκεπτών του. Πιστεύουμε ότι η πληροφορία πρέπει να είναι διαθέσιμη σε όλους και για αυτό δεν κλειδώνουμε κανένα κομμάτι της ύλης αλλά για να παραχθεί το πρωτογενές υλικό που θα βρείτε εδώ χρειαζόμαστε την υποστήριξή σου. Αν δεν πληρώσουμε εμείς για την ενημέρωσή μας, θα την πληρώσει κάποιος άλλος (και αν δεν είσαι ο Μαρινάκης μάλλον δεν έχεις τα ίδια συμφέροντα). Μάθε πώς
- Κάνε κλικ για να σχολιάσεις
Πολιτική Σχολιασμού