του Στάθη Κουβελάκη
Η λέξη μπορεί να φαίνεται περίεργη ή βαριά. Πώς αλλιώς όμως να χαρακτηρίσουμε την πλήρη αντιστροφή του νοήματος ενός συγκλονιστικού γεγονότος όπως το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ώρες μόνο μετά το πέρας του και μάλιστα από τους ίδιους τους πρωτεργάτες του; Πώς να εξηγήσουμε ότι οι κκ. Μεϊμαράκης και Θεοδωράκης, δηλαδή οι επικεφαλείς του στρατοπέδου των (κατά κράτος) ηττημένων, να έχουν γίνει οι εγκεκριμένοι εκφραστές της γραμμής που ακολουθεί η ελληνική πλευρά και να περιφέρονται δεξιά και αριστερά θέτοντας τους όρους τους; Πως είναι δυνατό ένα σαρωτικό «όχι» στη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας να «ερμηνεύεται» ως πράσινο φως για ένα νέο μνημόνιο; Και για να το πούμε με όρους κοινής λογικής, αν ήταν να υπογραφεί κάτι ακόμη χειρότερο και δεσμευτικότερο από τις προτάσεις Γιουνκέρ προς τι το δημοψήφισμα ή μάλλον προς τι η μάχη του «όχι» και, φυσικά, προς τι η σαρωτική της επικράτηση;
Η αίσθηση του παράλογου δεν απορρέει όμως από αυτήν την ακαριαία αντιστροφή της δυναμικής της κατάστασης αλλά κυρίως από το γεγονός ότι όλα αυτά γίνονται «σαν να μην έχει συμβεί τίποτε», σαν να ήταν το δημοψήφισμα κάτι σαν συλλογική παραίσθηση, που διαλύεται απότομα και μας αφήνει απερίσπαστους να συνεχίσουμε μ’αυτό που κάναμε πριν. Επειδή δεν γίναμε όμως όλοι Λωτοφάγοι, ας μας επιτραπεί να αναφερθούμε εν συντομία σε όσα συνέβησαν στον απίστευτα πυκνό χρόνο των τελευταίων ημερών.
Την περασμένη Κυριακή λοιπόν, ο ελληνικός λαός συγκλονίζει την Ευρώπη και τον κόσμο. Ανταποκρίνεται μαζικά στο κάλεσμα της κυβέρνησης και, σε πρωτοφανείς συνθήκες για τα μεταπολεμικά δεδομένα οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας, ψηφίζει σαρωτικά “όχι” στις εκβιαστικές και ταπεινωτικές προτάσεις των δανειστών. Τόσο η έκταση του «όχι» όσο και η ποιοτική του σύνθεση, με την συντριπτική του υπεροχή στα εργατικά-λαϊκά στρώματα και τη νεολαία, μαρτυρούν την βαθύτητα των διεργασιών που έγιναν, ή μάλλον που αποκρυσταλλώθηκαν σε ελάχιστο διάστημα στην ελληνική κοινωνία. Οι μαζικές κινητοποιήσεις της Παρασκευής, το κλίμα που επικρατούσε «από τα κάτω» τις τελευταίες μέρες, χωρίς να ξεχνάμε το ενθουσιώδες κύμα διεθνούς αλληλεγγύης, πιστοποιούν τις τεράστιες δυνατότητες που ανοίγει στην λαϊκή παρέμβαση μια συγκρουσιακή πολιτική επιλογή.
Από την επόμενη όμως αυτής της «μέρας που συγκλόνισε τον κόσμο», και ενώ δεν έχουν καλά-καλά καταλαγιάσει οι ιαχές των νικητών στις πλατείες της χώρας, αρχίζει το θέατρο του παραλόγου. Υπό την αιγίδα του ενεργότατα στρατευμένου στην υπόθεση του «ναι» ΠτΔ, η κυβέρνηση καλεί τους επικεφαλείς των ηττημένων και συνομολογεί ένα πλαίσιο που βάζει ως ανυπέρβλητο όριο της ελληνικής θέσης το ευρώ και δηλώνει ρητά ότι δεν έχει εντολή ρήξης. Στην παραζάλη ακόμη της κυριακάτικης χαράς, η κοινή γνώμη παρακολουθεί τον εκπρόσωπο του 62% να υποτάσσεται στο σκεπτικό του 38% την επαύριο μιας εκκωφαντικής νίκης της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας,.
Την Τρίτη, η κυβέρνηση μεταβαίνει στις Βρυξέλλες για το έκτακτο Eurogroup χωρίς “πρόταση” και, όπως ήταν απόλυτα λογικό, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέο, ολιγοήμερο και ακόμη αυστηρότερο, τελεσίγραφο. Την επομένη, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εγκαινιάζει τη θητεία τους ως ΥΠΟΙΚ (για λόγους συντομίας παρακάμπτουμε το επεισόδιο “παραίτηση Βαρουφάκη”, σημειώνοντας απλά ότι αποτελούσε απαίτηση των δανειστών) στέλνοντας επιστολή στον ESM – τον οργανισμό που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους – με την οποία ζητάει νέο δάνειο 50 δις, που θα συνοδεύεται φυσικά από τρίτο μνημόνιο. Προβλέπεται μάλιστα η Βουλή να αρχίσει να ψηφίζει τα σχετικά μέτρα, δηλαδή τους εφαρμοστικούς νόμους, από τη Δευτέρα.
Η επιστολή Τσακαλώτου συνεχίζει αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι “η Ελλάδα δεσμεύεται να τηρήσει τις χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις απέναντι σε όλους τους πιστωτές της πλήρως και εγκαίρως». Είναι προφανές ότι παρά τις διαβεβαιώσεις που ακούστηκαν μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος για «επανέναρξη διαπραγματεύσεων από μηδενική βάση», οι (κατ’ όνομα και μόνον) «διαπραγματεύσεις» συνεχίζονται ακριβώς εκεί όπου τις είχαμε αφήσει, με έναν πήχη να έχει ήδη κατέβει για τις ελληνικές θέσεις σε ένα πολιτικά μη-διαχειρίσιμο σημείο, όπως σωστά εκτιμήθηκε τότε.
Την ίδια μέρα, και εν αναμονή των νέων ελληνικών “προτάσεων”, που οφείλουν να είναι “αξιόπιστες, λεπτομερείς” κλπ, δηλαδή μνημονιακής κοπής, ο πρωθυπουργός απευθύνεται στο Ευρωκοινοβούλιο και δηλώνει ότι «εάν είχα στόχο να βγάλω την Ελλάδα από το ευρώ, δεν θα πήγαινα αμέσως μετά το κλείσιμο της κάλπης να κάνω τις δηλώσεις που έκανα και να ερμηνεύσω το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όχι ως εντολή ρήξης με την Ευρώπη, αλλά ως εντολή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής προσπάθειας για να φθάσουμε σε μια καλύτερη συμφωνία». Πρόκειται για μια σχεδόν ανοιχτή παραδοχή ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος «ερμηνεύτηκε» με μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα, αυτήν της πάση θυσία διαπραγμάτευσης και αποφυγής της ρήξης.
Στην ίδια ομιλία, ο πρωθυπουργός εκθέτει με αρκετά σαφή τρόπο την φιλοσοφία που εδώ και αρκετές εβδομάδες κινεί την όλη στάση της ελληνικής πλευράς και στην οποία η «παρένθεση» του δημοψηφίσματος δεν επέφερε την παραμικρή μεταβολή: «Σε αυτές τις προτάσεις, προφανώς και έχουμε αναλάβει την ισχυρή μας δέσμευση να πιάσουμε τους δημοσιονομικούς στόχους που απαιτούνται με βάση τους κανόνες, γιατί αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε ότι η Ευρωζώνη έχει κανόνες. Όμως, διατηρούμε το δικαίωμα της επιλογής, να επιλέξουμε εμείς ως κυρίαρχη κυβέρνηση, πού θα εντοπίσουμε, πού θα προσθέσουμε τα φορολογικά βάρη, προκειμένου να πιάσουμε τους απαιτούμενους δημοσιονομικούς στόχους». Το πλαίσιο είναι λοιπόν δεδομένο, είναι τα περιοριστικά μέτρα που εξασφαλίζουν δημοσιονομικά πλεονάσματα και στοχεύουν στην αποπληρωμή του χρέους, και είναι ολοφάνερα μνημονιακό. Η «διαφωνία» εντοπίζεται στην «κατανομή των βαρών», δηλαδή σε μια (υποτίθεται) «κοινωνικά δικαιότερη» εκδοχή λιτότητας, που θα παρουσιαστεί ως «αναδιανομή» τη στιγμή που θα διαιωνίζει την ύφεση (κάθε αναφορά στη δέσμευση για μη-υφεσιακά μέτρα έχει απαλειφθεί) και την φτωχοποίηση των πολλών.
Εν τω μεταξύ, και ενώ λέγονται αυτές οι «κατευναστικές» κουβέντες που κατεδαφίζουν ότι έχει απομείνει από τις προγραμματικές δεσμεύσεις του Σύριζα, εντείνεται η «κατάσταση πολιορκίας» που υφίσταται η χώρα, με την η ΕΚΤ να κρατάει κλειστή τη στρόφιγγα της ρευστότητας και να “κουρεύει” ακόμη περισσότερο την αξία των ομολόγων των τραπεζών, οδηγώντας τες με μαθηματική ακρίβεια στην κατάρρευση. Και όμως! Παρά την σοβαρότητα της κατάστασης, και παρ’όλο που με τον έλεγχο των κεφαλαίων ένα μέρος του δρόμου έχει ήδη διανυθεί, ουδείς, εκτός από τον Κώστα Λαπαβίτσα και κάποια στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας, δεν κάνει λόγο για τα αυτονόητα και στοιχειώδη μέτρα αυτοπροστασίας που επιβάλλουν παρόμοιες περιστάσεις, αρχίζοντας από τον δημόσιο έλεγχο και την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Η εξήγηση είναι βέβαια πολύ απλή: κάτι τέτοιο θα έβαζε την Ελλάδα με το ενάμιση πόδι εκτός ευρώ, που είναι ακριβώς το απόλυτο φετίχ στο οποίο αγκιστρώνεται η κυβέρνηση, τη στιγμή ακριβώς που ένας διόλου ριζοσπάστης οικονομολόγος όπως ο Πολ Κρούγκμαν διαπιστώνει ότι «το μεγαλύτερο μέρος του κόστους του έχει ήδη πληρωθεί» και ότι είναι καιρός «να εισπράξει η Ελλάδα τα πλεονεκτήματα»
Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι απλούστατο: με τις κινήσεις αυτής της εβδομάδας, η κυβέρνηση δεν πέτυχε παρά την “ολική επαναφορά” στον προηγούμενο εγλωβισμό, και τούτο από μια πολύ δυσχερέστερη θέση, υπό την πίεση ενός ακόμη οξύτερου οικονομικού στραγγαλισμού. Οσο για το πολιτικό πλεονέκτημα, δηλαδή για το τεράστιο κεφάλαιο που αποκόμισε με το δημοψήφισμα, έσπευσε να το ακυρώσει σε χρόνο ρεκόρ, ακολουθώντας σε όλα τα σημεία τη γραμμή όσων αντιτάχθηκαν σ' αυτό, και που έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται δικαιωμένοι ενώ έχουν καταποντισθεί στις κάλπες.
Και όμως δημοψήφισμα υπήρξε, δεν είναι ένα μεθύσι που πέρασε, ούτε παραίσθηση. Παραίσθηση είναι αντίθετα η προσπάθεια να υποβαθμιστεί σε μια εκτονωτική παρένθεση στον κατήφορο που οδηγεί σε ένα τρίτο Μνημόνιο.
Ας το πούμε με την δέουσα σαφήνεια: οποιαδήποτε απόπειρα ακύρωσης της λαϊκής θέλησης για ανατροπή της λιτότητας και των Μνημονίων αποτελεί Υβρι με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης. Οποιος την αποτολμήσει και οδηγήσει την χώρα και την Αριστερά στην παράδοση και την ατίμωση θα πρέπει να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει και την αντίστοιχη Νέμεσι. Αν τέτοια είναι η κατάληξη του παραλογισμού των ημερών που ζούμε, ας ξέρουμε τουλάχιστον πως αυτή η τραγωδία δεν θα έχει ούτε από μηχανής Θεό, ούτε Ευμενίδες για να κατευνάσουν τις Ερινύες.