του Κωνσταντίνου Πουλή
(Το κείμενο αυτό είχε δημοσιευτεί στο TPP τον Δεκέμβριο του 2011)
Η σκέψη προϋποθέτει την ασυμφωνία με τον κόσμο, τα υψηλά έργα δεν είναι για τους ευχαριστημένους, είναι γι’ αυτούς που δεν ανήκουν στην εποχή και τον τόπο τους, για τις ποιητικές φύσεις που κοιτούν την καθημερινότητα σαν ακατάληπτη παρέλαση θηρίων. Με άλλα λόγια, η γκρίνια είναι η θεμελιώδης συνθήκη του πνευματικού ανθρώπου. Η μοίρα του σκεπτόμενου είναι να συγκατοικεί με τη σωκρατική αλογόμυγα, να μην έχει τόπο να σταθεί. Να βλέπει τη ματαιότητα πίσω από κάθε ευγενική χειρονομία, τη φθορά και τη διαφθορά πίσω από κάθε προσφορά στο σύνολο, να βλέπει την επερχόμενη τυραννία πίσω από κάθε πετυχημένη επανάσταση, ένα σκουληκοφαγωμένο κρανίο πίσω από κάθε νεανικό πρόσωπο, διαζύγια σε ποσοστό που ξεπερνά το 50% πίσω από κάθε αυτοκίνητο που κορνάρει στολισμένο με άσπρες κορδέλες. Η μισανθρωπία δεν είναι ψυχική διάθεση, είναι ένδειξη καθαρής ματιάς, αδόλευτης ειλικρίνειας. Προσοχή όμως. Αυτά δεν είναι για τις χλιαρές φύσεις. Η έσχατη συνέπεια της ειλικρίνειας είναι η έρημος, το ξέρουμε από τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου.
Από την ιστορία του πνεύματος διαλέγουμε μόνο τις ηρωικές στιγμές του ενδόξου μας πεσιμισμού. Απέναντι στη χαρά της γέννησης (του Θεανθρώπου αλλά και οποιουδήποτε άλλου) και τη συνακόλουθη ελπίδα ότι το νέο θα είναι καλύτερο από το παλιό, απαντάμε με τη φράση του Ωριγένη: «Μόνο οι ανόητοι γιορτάζουν τα γενέθλιά τους, γιατί η γέννηση είναι κακοτυχία!» και με τα λόγια του Γέητς: «Καλύτερα είναι να μη ζεις, λέει ο αρχαίος ποιητής/Να μη δεις το φως της μέρας, να μη φυσήξει η πνοή της ζωής/Ειδάλλως, μια ωραία καληνύχτα κι ύστερα να φύγεις, να χαθείς». Ο αρχαίος ποιητής είναι βεβαίως ο Σοφοκλής, όταν λέει πως το καλύτερο είναι να μη γεννηθεί κανείς αλλά, αν γεννηθεί, το δεύτερο καλύτερο είναι να επιστρέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα από κει που ’ρθε. Είμαστε ανεπιθύμητοι επισκέπτες σ’ αυτόν τον κόσμο. Και, προσοχή, δεν φταίει που βλέπουμε το ποτήρι μισοάδειο. Τα πράγματα είναι όντως σκατά.
Αυτές είναι οι θεωρητικές προϋποθέσεις μας. Η γκρίνια όμως δεν είναι μια αφηρημένη πνευματική στάση, είναι κοινωνικό κίνημα. Πρώτα πρέπει να καταπολεμηθεί το στίγμα. Να επιδοθούμε δηλαδή σε ακτιβισμό γκρίνιας, να βγούμε από τις κρυψώνες μας, να μιλήσουμε με παρρησία γι’ αυτό που χθες ήταν κουσούρι και αύριο θα είναι τιμή και δόξα. Ακτιβισμός γκρίνιας θα πει να διαλέξουμε τις πιο αισιόδοξες μέρες, σαν τα Χριστούγεννα λόγου χάρη, που η γλυκερή αγαπησιάρικη μαλθακότητα των «συνανθρώπων» μας μας φέρνει αναγούλα, και να οργανώσουμε συγκεκριμένες δράσεις: παρεμβάσεις σε οικογενειακά χριστουγεννιάτικα τραπέζια, όπου σαν τους μοναχούς που διαβάζουν μαρτύρια αγίων την ώρα του φαγητού, δεν θα αφήνουμε λεπτό να περνάει χωρίς να χτυπάμε την αλήθεια στα μούτρα των υποκριτών. Δεν υποχωρούμε στη χυδαιότητα του ευχάριστου θέματος. Ευχάριστα να συζητούν οι διαφημιστές και τα μεσημεριανάδικα, όχι εμείς.
Απέναντι στο βάσανο της υποχρεωτικής χαράς των γιορτών, απαντάμε χωρίς ντροπή, με θάρρος: δεν χαμογελάω στις φωτογραφίες ρε, πάρε τον ηλίθιο απέναντι, του έρχεται πιο εύκολο. Να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στη μουρτζουφλιά. Στον καλοπροαίρετο συγγενή που μας παρακινεί να ξεχαστούμε για λίγο και να διασκεδάσουμε, απαντούμε: Δεν γουστάρω να χορέψω επειδή είναι Χριστούγεννα, θα χορέψω στην κηδεία σου. Απαγγέλουμε Καρυωτάκη από στήθους: Θάνατος οι κάργες, θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι, θάνατος τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, θάνατος! Προπάντων, δεν φοβόμαστε τα ακατάλληλα θέματα: συζητούμε επίμονα για την κρίση, για ώρες, καβγαδίζουμε με όποιον συγγενή μας σκοπεύει να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν αφήνουμε ούτε στιγμή τον συριζαίο ξάδερφο να νομίσει ότι είμαστε σύμμαχοι. Του εξηγούμε ότι δίνουμε όλη μας την ψυχή σε κάτι που αν πετύχει θα καταλήξει σε τυραννία, αλλιώς θα συντριβεί. Ο Τσε και ο Κροπότκιν έμειναν στη μνήμη μας ως ήρωες γιατί είχαν το χάρισμα να εχθρεύονται τον εφησυχασμό, ήταν σύντροφοι γκρινιάρηδες avant la lettre. Στην επίθεση χριστουγεννιάτικων τραγουδιών απαντάμε κατεβάζοντας τον γενικό. Ο πανικός του σκοταδιού σίγουρα θα είναι πιο χαριτωμένος από τα ελαφάκια των γιορτινών τραγουδιών. Διασκεδάζουμε μόνο με άγνωστα ρεμπέτικα, χασικλίδικα που ξεκινούν με τον χαιρετισμό «κακούργα μάνα», επιβεβαιώνοντας την αποστροφή του Σοφοκλή για τη γέννηση, καταλογίζοντας κακούργημα σε αυτήν που μας κουβάλησε στον κόσμο. Το μότο μας είναι το υπέροχο μηδενιστικό απόφθεγμα: ό,τι υπάρχει είναι λάθος.
Καλές γιορτές!