Μια και η συζήτηση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάψει για τα καλά, αυτή η στήλη -η πάντα ανήσυχη και υποψιασμένη σ’ αυτά τα θέματα- δεν μπορεί να απουσιάσει.
 
Προκαταβολικά θα πω ότι δεν συμμερίζομαι μονομερείς τοποθετήσεις που σπεύδουν να θέσουν το ζήτημα με όρους «αριστερής» ή «δεξιάς» γραμμής. Πρόκειται για προσέγγιση κομμένη και ραμμένη στη λογική των εσωκομματικών τάσεων και συνιστωσών, αλλά πολύ φοβάμαι ότι αφήνει εντελώς αδιάφορη την κοινωνία και τους αριστερούς.
 
Θα αναφέρω δύο συγκεκριμένα παραδείγματα για να γίνω σαφέστερος:
 
Αυτή η στήλη υποστήριξε εγκαίρως, και νομίζω ότι δεν υπάρχουν πλέον πολλές αμφισβητήσεις περί αυτού, ότι στις περιφερειακές και στις δημοτικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση στην αναζήτηση προσώπων και πολύ μικρή στη διατύπωση περιφερειακών και δημοτικών προγραμμάτων (“Ο πολύπλαγκτος Οδυσσέας”, 3/2/2014). Πρόκειται, θα συμφωνήσουμε όλοι, για κλασικό «δεξιό» λάθος, μια απολίτικη αντίληψη για την τοπική αυτοδιοίκηση και μια λογική που βλέπει τις εκλογές ως αντιπαράθεση μηχανισμών εξουσίας και όχι ως βαθύτατα πολιτική και κοινωνική σύγκρουση που η Αριστερά διεξάγει βάσει αρχών και θέσεων.
 
Από την άλλη, επίσης εγκαίρως υποδείξαμε το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, υποτίμησε δραματικά τη σημασία της υποψηφιότητας Τσίπρα για την προεδρία της Κομισιόν (Τι σου λείπει σύντροφε;”, 15/4/2014), σχεδόν δεν ανέδειξε καθόλου αυτή την ιστορική πρόκληση και ευκαιρία, λες και ντρεπόταν, λες και ήθελε να την κρύψει και να την αφήσει να περάσει στο ντούκου. Η ιταλική Αριστερά φαίνεται να το έπιασε πολύ πιο καλά το θέμα. Τολμώ να πω ότι αν δεν είχε γίνει το ντιμπέιτ, που ανέδειξε πλήρως τη σημασία και την αξία της υποψηφιότητας Τσίπρα χάρη και στην εξαιρετική εμφάνιση του ίδιου, το θέμα θα είχε περάσει εντελώς απαρατήρητο. Πρόκειται για κλασικό «αριστερό» λάθος, μια επιλογή που υποτιμούσε την ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, τις συμμαχίες του, τις προοπτικές που ανοίγονται ενόψει μιας αριστερής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, τη δυνατότητά του να παρουσιάσει ένα μεστό προφίλ ευρωπαϊκού κόμματος εξουσίας.
 
Να λοιπόν που τα στερεότυπα καταρρέουν, να που είναι δυνατόν ένα κόμμα ή η ηγεσία του (όπως θέλει να το δει κανείς) να κάνει ταυτοχρόνως «δεξιά» και «αριστερά» λάθη. Να γιατί αυτού του είδους η προσέγγιση αποπροσανατολίζει τη συζήτηση, πολώνει τον διάλογο και μπορεί να μπλοκάρει ένα κόμμα στα αδιέξοδα της εσωκομματικής εσωστρέφειας.
 
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για μια άλλη σχηματική προσέγγιση, που παρουσιάζει τα όποια προβλήματα ως αντίθεση μεταξύ της «καλής βάσης» και της «κακής ηγεσίας».
 
Ας δούμε κι εδώ ένα παράδειγμα: Μπορεί να ισχυριστεί κανείς με αρκετή ασφάλεια ότι η υποψηφιότητα της Σαμπιχά Σουλεϊμάν αποτέλεσε λάθος της ηγεσίας του κόμματος. Πώς μπορείς όμως να ισχυριστείς το ίδιο στην περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας, όταν η τοπική οργάνωση επέμενε μέχρι τέλους στην υποψηφιότητα Καρυπίδη;
 
Κατ’ αρχήν η συζήτηση δεν είναι δυνατόν να μην αρχίζει και να μην τελειώνει από τη διαπίστωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε μεγάλη νίκη στις ευρωεκλογές, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, ότι κέρδισε την πρωτοβουλία των κινήσεων και ότι παγιώνει τα πολύ υψηλά εκλογικά ποσοστά των βουλευτικών εκλογών του 2012. Αντιθέτως, το κυβερνητικό μπλοκ έχασε περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες και βρίσκεται σε πορεία κατάρρευσης.
 
Διαβάζω απόψεις που αναφέρονται υποτιμητικά στη διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, χαρακτηρίζοντάς την «σκάρτες 4 μονάδες». Μοιάζει τουλάχιστον αφελές, εκείνο το κόμμα του 4%, το οποίο ως οντότητα δεν μεγάλωσε έκτοτε και πολύ, να μεμψιμοιρεί επειδή κέρδισε στις ευρωεκλογές με 4 εκατοστιαίες μονάδες… μόλις! Ή να μεμψιμοιρούν άλλοι, απέξω, για λογαριασμό του.
 
Εξίσου όμως σαφής πρέπει να είναι η διαπίστωση ότι το αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν ήταν ικανοποιητικό. Ακόμα κι δεχτούμε ότι η σύγκριση θα ’πρεπε να γίνεται με τις αντίστοιχες εκλογές του 2010, οπότε η άνοδος είναι σημαντική, δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίζουμε ότι στα 4 χρόνια που μεσολάβησαν το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει άρδην και ο πήχυς έχει μπει πολύ πιο ψηλά.
 
Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να επιβάλει την ατζέντα του στις ευρωεκλογές και γι’ αυτό τις κέρδισε, στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν το κατόρθωσε γι’ αυτό και τις έχασε.
 
Η ουσία είναι πως το σύνθημα «τρεις κάλπες μία ψήφος» ήταν εντελώς λανθασμένο. Παραγνώριζε τις ιδιαιτερότητες των αυτοδιοικητικών εκλογών και των τοπικών κοινωνιών. Υποτιμούσε τον καταλυτικό χαρακτήρα και τη δυναμική της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έβαζε σε δεύτερη μοίρα την ανάγκη ύπαρξης ανοιχτών σχημάτων που να ακτινοβολούν και να συσπειρώνουν τα κινήματα και τις φυσικές ηγεσίες στον κάθε τόπο. Έβαζε σε τρίτη μοίρα την ανάγκη επεξεργασίας τοπικών προγραμμάτων λαϊκής εξουσίας. Υποβάθμιζε τη δουλειά, τη συνέπεια και τη συνέχεια που απαιτούνταν ολόκληρη την τετραετία και μετέβαλλε τις εκλογές σε υπόθεση εκλογικών μηχανισμών.
 
Μερικοί, για να ερμηνεύσουν την αποτυχία στις αυτοδιοικητικές εκλογές, μένουν στο γεγονός ότι μπήκαν σε προτεραιότητα τα πρόσωπα και όχι τα τοπικά προγράμματα. Η διαπίστωση είναι σωστή, αλλά αποσιωπά το πρόβλημα της λανθασμένης πολιτικής γραμμής, που είχε προηγηθεί. Η υπερπολιτικοποίηση των αυτοδιοικητικών εκλογών αποπροσανατόλισε τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ σε τοπικό επίπεδο και οδήγησε σε υποτίμηση των συμμαχιών με τις ζωντανές δυνάμεις των τοπικών κοινωνιών, σε στενές κομματικές υποψηφιότητες, ακόμα και σε ακύρωση ζωντανών και πετυχημένων αυτοδιοικητικών σχημάτων εν ονόματι μιας υποτιθέμενης πολιτικής καθαρότητας. Περιπτώσεις όπως του Ναυπλίου, της Κορίνθου, του Κιάτου, των Βριλησσίων είναι χαρακτηριστικές, αν και υποθέτω πως θα υπάρχουν και πολλές άλλες ανάλογες, που απλώς δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου.
 
Και βέβαια, δεν γίνεται να μη μιλήσει κανείς για την πλήρη αποτυχία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και στον Δήμο Θεσσαλονίκης, όπου τα αποτελέσματα μιας στενής πολιτικής αντίληψης είναι κραυγαλέα.
 
Πολλή κουβέντα, και σωστά, έχει ανοίξει για την πορεία της Αριστεράς από δω και πέρα. Μεγάλη σημασία είχε, έχει και θα έχει η υποχρέωση του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα. Πρόγραμμα κυβερνητικό, και όχι ιδεολογικό/οραματικό. Πρόγραμμα κοστολογημένο και όχι βολονταριστικό. Γενικά η Αριστερά δεν αρέσκεται στο να βλέπει την πολιτική ως παίγνιο διαχείρισης περιορισμένων πόρων. Τείνει μονίμως να παρακάμπτει τέτοια προβλήματα, απλώς αγνοώντας τα. Αλλά ένα αριστερό κυβερνητικό πρόγραμμα σε συνθήκες κρίσης, σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο θα κριθεί. Ως πρόβλημα διαχείρισης περιορισμένων πόρων, που σε αναγκάζει να επιλέξεις τα μέτωπά σου, να βάλεις προτεραιότητες, να αναλάβεις το πολιτικό ρίσκο να πεις με σαφήνεια στην κοινωνία ότι είμαι πρώτα με τον άνεργο, τον ανασφάλιστο, τον απλήρωτο εργαζόμενο και τον χαμηλοσυνταξιούχο και μετά με οποιονδήποτε άλλον. Ότι αν χρειαστεί να γίνουν θυσίες προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να γίνουν χωρίς αμφιταλαντεύσεις και συμβιβασμούς. Αυτή είναι πραγματικά αριστερή πολιτική, παρότι είμαι βέβαιος ότι στην πράξη θα ξεσήκωνε αντιδράσεις και αρνήσεις από μαξιμαλιστική σκοπιά, με την πιο ακραιφνή αριστερή επιχειρηματολογία και εν ονόματι των κοινωνικών κεκτημένων.
 
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο είδος του κόμματος που θα μπορούσε να τα υπηρετήσει όλ’ αυτά. Για να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει αναγκαστικά να μεγαλώσει, να διευρυνθεί ποσοτικά και ποιοτικά, ακόμα κι αν -τι να κάνουμε;- κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τις εσωκομματικές ισορροπίες. Αμέσως βέβαια μπαίνει πάλι το ερώτημα προς ποια κατεύθυνση: προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά, προς τις όμορες εξ αριστερών πολιτικές δυνάμεις ή προς τις δυνάμεις που απελευθερώνονται από τους σχηματισμούς της «κεντροαριστεράς», δηλαδή κυρίως από το παλιό ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο πάλι ερώτημα που συναντήσαμε στην αρχή του άρθρου, από άλλη σκοπιά και με άλλη ορολογία…
 
Η πρώτη απάντηση είναι πως η διεύρυνση θα ’πρεπε να σχεδιαστεί και προς τις δύο κατευθύνσεις, αρκεί να προχωρήσει βάσει αρχών και προγραμματικών θέσεων (όχι εκείνων που υπάρχουν, αλλά αυτών που περιγράψαμε ότι επιβάλλεται επιτακτικά να υπάρξουν).
 
Αλλά και πάλι, η απάντηση είναι μισή. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διευρυνθεί και ν’ αλλάξει κοινωνικά, με συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο, ν’ ανοίξει την αγκαλιά του στον κόσμο των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων, των ανασφάλιστων. Όχι μονάχα με κατεύθυνση τους οργανωμένους αγωνιστικούς σχηματισμούς που δίνουν τη μάχη της επαναπρόσληψης, κυρίως στον δημόσιο τομέα (εργαζόμενοι στην ΕΡΤ, καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, διοικητικό προσωπικό των ΑΕΙ, εκπαιδευτικοί). Αλλά στρεφόμενος κυρίως σε όλον αυτό τον βουβό κόσμο των ανέργων που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα, αυτή τη σιωπηλή στρατιά που οι γραμμές της πυκνώνουν μέρα τη μέρα εξαιτίας της ύφεσης και των μνημονιακών πολιτικών. Σ’ αυτόν τον κόσμο που δίνει τη μάχη της επιβίωσης ή αργοσβύνει και διαλύεται σιγά σιγά και ανεπαίσθητα, χωρίς να τον εκπροσωπεί κανένας και χωρίς να βρίσκει πουθενά αποκούμπι. Αυτό τον κόσμο που ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει κερδίσει σε μεγάλο βαθμό την ψήφο του αλλά όχι και την καρδιά του, όχι τον χρόνο και την πίστη του. Κι αν ο ελεύθερος χρόνος τους είναι εκ των πραγμάτων πάρα πολύς και η πίστη τους -αντιθέτως- πολύ λίγη, είναι η Αριστερά που έχει την ευθύνη να τους κερδίσει, να τους βοηθήσει να αυτοοργανωθούν και να στήσουν οι ίδιοι δομές αλληλεγγύης, όχι να στήνει η Αριστερά δομές αλληλεγγύης και να προσπαθεί άνωθεν και έξωθεν να τους παράσχει υποστήριξη.
 
Αυτό είναι το πρώτο στοίχημα της Αριστεράς σήμερα, χωρίς να παραγνωρίζω άλλα διλήμματα όπως η πολιτική συμμαχιών, η κοινοβουλευτική τακτική, οι σχεδιασμοί για τη διεκδίκηση της εξουσίας, τα ερωτήματα που αφορούν τη στόχευση αυτοδυναμίας στις εκλογές, θέματα στα οποία θα επανέλθω σύντομα.
 
Ν’ ανοίξει τις γραμμές του και ν’ αλλάξει τη σύνθεσή του, το κέντρο βάρους του, τη γεωγραφική και ηλικιακή του σύνθεση. Και επειδή όσοι έχουν μια ιδέα ως προς την κατάσταση που επικρατεί στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ξέρουν ότι με τις σημερινές δομές τους κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να συμβεί, αυτό σημαίνει ότι πρέπει και οι δομές ν’ αλλάξουν, να τις συμπαρασύρει το ρεύμα της κοινωνικοποίησης του κόμματος. Οι οργανώσεις να γίνουν πιο λαϊκές, πιο ανοιχτές, πιο εξωστρεφείς και πιο αποτελεσματικές, να χαράξουν πολιτικές και να τις εφαρμόσουν, να κάνουν λάθη και να τα διορθώσουν στην πράξη – η βιωματική σχέση τους με την κοινωνία να αποκτήσει εύρος, βάθος και σαφέστερο κοινωνικό πρόσημο.
 
Κάπου εκεί μπαίνει και το θέμα της ηγεσίας. Όχι ως πεφωτισμένη πρωτοπορία, μα ούτε και ως κακός δαίμων που δήθεν καταστέλλει τις ριζοσπαστικές διαθέσεις της βάσης. Αλλά ως κομμάτι του κόμματος που αλληλεπιδρά δυναμικά μ’ αυτό, και δι’ αυτού με την κοινωνία, που βαθαίνει τη δημοκρατία στις γραμμές του αυξάνοντας όμως συγχρόνως τον «επαγγελματισμό», με την καλή έννοια, και την αποτελεσματικότητά του.
 
Για να το πω με την τρέχουσα πολιτική ορολογία, «να εισπράξει κι εκείνη το μήνυμα». Όχι δια της μεθόδου της ανάθεσης, αλλά δια της μεθόδου μιας ανεπανάληπτης σύνθεσης που μπορείς να την πεις ειρηνική επανάσταση – αλλά λέγεται αλλιώς και ηγεμονία.