Σημαντικό είναι και το εύρημα που αφορά τις τιμές βασικών αγαθών με το 58% να εκτιμά ότι ακόμα και αν αλλάξει ο τρόπος διάθεσης βασικών ειδών διατροφής -όπως πιέζει η τρόικα με βάση τις προτάσεις του ΟΟΣΑ- αυτό δεν θα οδηγήσει σε ουσιαστική μεταβολή της τιμής τους.
 
Το Οικονομικό Βαρόμετρο του ΕΒΕΑ, η ποσοτική έρευνα που πραγματοποιείται κατ’ εντολή του Επιμελητηρίου από την εταιρεία ALCO, και τα ευρήματά της επεξεργάζεται το Κέντρο Μελετών και Έρευνας του ΕΒΕΑ, διεξήχθη μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων σε δείγμα 1.000 ατόμων ηλικίας 18 και άνω από όλη την Ελλάδα, το χρονικό διάστημα μεταξύ 28 Φεβρουαρίου- 2 Μαρτίου 2014.
 

Δεν περιμένουν μειώσεις τιμών

 
Το πρώτο από τα τρία ερωτήματα που κατά περίπτωση θέτει το ΕΒΕΑ σε κάθε Οικονομικό Βαρόμετρο, αναφέρεται στην εκτίμηση των πολιτών για τη μείωση των τιμών των προϊόντων -γάλα, ψωμί, φάρμακα- αν αλλάξει ο τρόπος διάθεσής τους.
 
Σχεδόν έξι στους δέκα (58%) θεωρούν ότι οι τιμές των προϊόντων δε θα μειωθούν μετά και την αλλαγή στον τρόπο διάθεσης τους, ενώ το 16% των συμμετεχόντων είναι αβέβαιοι για το αποτέλεσμα. 
 
Μόλις το 26% θεωρεί ότι οι τιμές των προϊόντων για τα οποία θα αλλάξει ο τρόπος διάθεσής τους, θα μειωθούν.
 

Το 59% δυσκολεύονται με την εφορία

 
Στο ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα ανταπόκρισης στις φορολογικές τους υποχρεώσεις για το 2014, έξι στους δέκα (59%) πολίτες εκτιμούν ότι δε θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν.
 
Αντιθέτως, τρεις στους δέκα (31%) απάντησαν ότι θεωρούν πως θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν, ενώ ένας στους δέκα (10%) δεν είναι σε θέση να παρέχει κάποια εκτίμηση στο συγκεκριμένο ερώτημα.
 
Το τρίτο και τελευταίο από τα ερωτήματα αναφέρεται στην πρόθεση αγοράς ακινήτων και ακριβών αυτοκινήτων το προσεχές διάστημα. 
 
Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων, και συγκεκριμένα το 92,5%, απάντησε ότι δεν έχει πρόθεση αγοράς ακινήτου και ακριβού ΙΧ τους επόμενους μήνες. 
 
Μάλιστα, μόλις 2% δηλώνει πρόθεση αγοράς ακινήτου με το ποσοστό να πέφτει μόλις στο 0,5% όταν πρόκειται για την αγορά ακριβού αυτοκινήτου.
 

Απαισιόδοι για την οικονομία σε ποσοστό 65%

 
Σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις των συμμετεχόντων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, τα ποσοστά φανερώνουν μικρή βελτίωση. 
 
Συγκεκριμένα, το 18% των συμμετεχόντων, δηλώνουν αισιόδοξοι για τη μελλοντική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Σε σύγκριση με το προηγούμενο ποσοστό του 14% στην ίδια ερώτηση, το νέο ποσοστό αποτελεί σημάδι βελτίωσης, εντούτοις, το ποσοστό απαισιοδοξίας παραμένει αρκετά υψηλό, στο 65%, καταδεικνύοντας ότι η πλειοψηφία των πολιτών εξακολουθεί να διατηρεί αρνητική στάση σχετικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις.
 
Σε ότι αφορά την πορεία των προσωπικών τους οικονομικών, το 15% των συμμετεχόντων δήλωσαν αισιόδοξοι για τη μελλοντική τους εξέλιξη. Πρόκειται για ποσοστό ελαφρώς βελτιωμένο σε σύγκριση με τα αποτελέσματα του προηγούμενου Βαρόμετρου, όπου το ποσοστό αισιοδοξίας των συμμετεχόντων βρισκόταν στο 12%. 
 
Ωστόσο, και στο δείκτη αυτό το ποσοστό απαισιοδοξίας εξακολουθεί να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, προσμετρώντας περισσότερους από 7 στους 10 (72%) συμμετέχοντες.
 

Επιφυλακτική η κοινωνία

 
Δίνοντας την έρευνα στη δημοσιότητα ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κ. Μίχαλος, σχολίασε: 
 
«Η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται ιδιαίτερα επιφυλακτική στην προοπτική της μείωσης των τιμών βασικών προϊόντων, όπως το γάλα, το ψωμί και τα φάρμακα, καταρρίπτοντας έτσι τις αιτιάσεις της έκθεσης του ΟΟΣΑ για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στον τρόπο διάθεσής τους, όπως προέκυψε από την τελευταία έρευνα του ΕΒΕΑ.» 
 
» Η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες πολίτες αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έξι στους δέκα δηλώνουν ότι δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις για το 2014, αλλά ούτε έχουν και τη δυνατότητα να προβούν σε αγορές υψηλής αξίας, όπως ακίνητα και αυτοκίνητα». 
 
«Η εικόνα που προκύπτει από την έρευνα του ΕΒΕΑ ενισχύει τις θέσεις και τις απόψεις που εκφράζει η επιμελητηριακή κοινότητα για εθνική φορολογική πολιτική και την προώθηση αναπτυξιακών μέτρων που θα ενισχύουν συγκεκριμένους τομείς της εθνικής μας οικονομίας» κατέληξε ο Κ. Μίχαλος.