Πέντε τέτοια εγκλήματα, τα οποία έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα την ελληνική κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια, συνιστούν έναν πιθανό τυπολογικό χάρτη που καθορίζει μικρές ή μεγάλες αποστάσεις και επιτρέπει σε κάποιον να αναδιατυπώσει ορισμένες κρίσιμες απορίες για τον συλλογικό μας εαυτό.

Το πρώτο από αυτά τα εγκλήματα είναι η δολοφονία του Φύσσα. Εδώ οι όροι είναι ξεκάθαροι, το καλό και το κακό είναι προφανή, ως τέτοια τα υποδεχθήκαμε και τα αναπαραστήσαμε σχεδόν συλλογικά. Το δεύτερο αφορά το Φαρμακονήσι. Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται λίγο, αλλά όχι και τόσο πολύ. Τα θύματα ήταν αλλοδαποί πρόσφυγες ενώ οι θύτες Έλληνες και μάλιστα λιμενικοί, συνοριοφύλακες δηλαδή, συνθήκη που έχει προφανές συμβολικό φορτίο. Το γεγονός,όμως, ότι τα θύματα ήταν γυναικόπαιδα ενώ οι δράστες ήταν πρωτεξάδελφοι των ‘μπάτσων’ και εκφραστές μιας γενικότερης δομικής βίας επέτρεπε και εδώ, όπως ακριβώς και στην περίπτωση Φύσσα, μια ορισμένη ταύτιση με τα θύματα. Έμμεσα, θάνατοι με πολιτική συνάφεια επέτρεπαν σε κάποιον να φιλοτεχνήσει μια ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασης και του εαυτού του αποκηρύσσοντας συμβολικά το ‘κακό’, κυριαρχικό μέρος του συλλογικού εαυτού του ταυτιζόμενος με τονξένο ως αθώο άλλο. Ευγενής κίνηση, αναμφίβολα, με σημαντικές πρακτικές διαστάσεις. Εντούτοις,θα αμφισβητούσα δυσκολότερα την ηθική και την πολιτική της τόλμη αν δεν σκεφτόμουν παράλληλα ότι τα θύματα ήταν ηιδεοτυπική ενσάρκωση ενός αθώου και ανήμπορου άλλου που προστρέχει στηφιλανθρωπία μας και όχι η ενσάρκωση μιας απειλής, ενός πραγματικού κινδύνου.Ένας τέτοιος άλλος αξίζει, ασφαλώς, τη βοήθειά μας. Όταν όμως αυτός γίνεται,πέρα από αποδέκτης της βοήθειας, αγωγός μιας αυτοδικαιωμένης εικόνας του εαυτού μας, η οποία επιπλέον απλουστεύειτη σύνθετη φύση των πολιτικών διλημμάτων ενώπιον των οποίων βρισκόμαστε, τότε η βοήθεια κινδυνεύει να φανεί ως ετερόφωτη και να υπονομεύσει τόσοτην ηθική μας τόλμη όσο και την πολιτική μας συνείδηση.

Με άλλα λόγια, στην εξέλιξη αυτή της υπόθεσης δεν βρεθήκαμε ενώπιον ενός απλού σχήματος‘εμείς και οι άλλοι’, όπου το ερώτημα θα ήταν αν βοηθάει κανείς ή απωθεί βίαια έναν ‘παράνομο’ πλην ανήμπορο μετανάστη. Το ζήτημα περιπλέκεται διότι βρεθήκαμε εξαρχής ενώπιον ενός τριγώνου, καθώς οι άλλοι διαμεσολάβησαν μια εσωτερική μας διαμάχη και καθώς η αμφισημία παράνομος/αθώος ανακίνησε για άλλη μια φορά, τώρα όμως ιδεοτυπικά, την γραμμή εχθρότητας στο κέντρο των δύο μειζόνων εικόνων του εαυτού μας τα τελευταία χρόνια. Οι άλλοι δεν ήταν εδώ απλώς ‘οι άλλοι’ και, συχνά στον δημόσιο διάλογο, δεν στάθηκε δυνατό να τους δούμε ως τέτοιους,ακόμα κι όταν θελήσαμε να σταθούμε στο πλευρό τους. Διότι ταυτόχρονα υπηρετούσαν κι επικύρωναν την εχθρότητα ανάμεσα σε δύο εικόνες του εαυτού μας.

Η ανακλαστική λειτουργία της αθωότητας είναι που καθιστά πιο περίπλοκο το ζήτημαστην περίπτωση τουβασανισμού του Καρέλι και τουσυνακόλουθου θανάτου του. Εδώ το θύμα δεν είναι αθώο, απεναντίας, πρόκειται για έναν βαρυποινίτη. Αν συνυπολογίσει κανείς την αλβανική καταγωγή του Καρέλι, ο συνδυασμός εξηγεί γιατί οι αντιδράσεις διαφοροποιήθηκαν εδώ κάπως περισσότερο. Σε ό,τι με αφορά, οφείλω να ομολογήσω ότι η ιδέα δέκα και πλέον ατόμων που ξυλοφορτώνουν και βασανίζουν έως θανάτου έναν εγκληματία, ειδικά αυτόν, λειτουργώντας στο όνομα της τάξης, του δικαίου ή οποιασδήποτε άλλης ανάλογης αξίας, μου προξενεί την μεγαλύτερη δυνατή αγανάκτηση.Ίσως γιατί στη διαχείριση, ή μάλλον στην αντιμετώπιση του κακού,όχι σε εκείνη του καλού,του αρνητικού και όχι του θετικού, αισθάνομαι ότι διακυβεύεται το πιο κρίσιμομέρος της ανθρωπιάς και εντέλει της δικαιοσύνης μιας κοινωνίας. Η διολίσθησητης ίδιας της βαναυσότητας στη σφαίρα της αξιακής δικαίωσης, δηλαδή η αξίωση της πρώτης να είναι μια μορφή της δεύτερης, και ταυτόχρονα η εξόντωση του μιαρού ξένου ως πυρήνας μιας καθαρής συλλογικής ταυτότητας, αυτά τα δύο συναφή φαινόμενα μου φαίνονται σαν την μεγαλύτερη δυνατήηθικο-πολιτική απειλή. Από την άποψη αυτή, μόνο ανακούφιση μπορεί να προκαλέσει το γεγονός ότι βρέθηκανέναςιατροδικαστής και ένας εισαγγελέαςπου άνοιξαν καταρχάς το ζήτημα και το παρέδωσαν στην κοινή θέα.

Το τέταρτο έγκλημα σε αυτή την άτυπη κλίμακα είναι εκείνο του Φουντούλη και του Καπελώνη, των δύο χρυσαυγιτών, το περασμένο φθινόπωρο. Ανεξάρτητα από την εκκρεμή ταυτότητα των δραστών, η αμηχανία μεγάλου μέρους της Αριστεράς να διαχειριστείεσωτερικά την εκτέλεση δύο πολιτικών αντιπάλων, ενταγμένων ασφαλώς σε μια φιλοναζιστική παράταξη με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ήτανεντυπωσιακή. Δεν αναφέρομαι εδώ σε κομματικούς σχηματισμούς, αλλά σε έναν ευρύ ιδεολογικό χώρο. Εκεί εμφανίστηκε η αντίληψη, για παράδειγμα, ότι η ίδια η έννοια του ανθρώπου δεν είναι ανεξάρτητη από το αξιακό περιεχόμενό της και, επομένως, ο ναζιστής δεν είναι ακριβώς άνθρωπος, άρα ούτε και η βία εναντίον του είναι ακριβώς βία εναντίον ενός ανθρώπου – είναι μάλλον ανακλαστική και ουδέτερη βία που επιστρέφει απλώς στον πράττοντα τις συνέπειες των πεποιθήσεών του. Καταδίκασε κανείς, αλλά φρόντισε να διακρίνει ανάμεσα στους φόνους, έτσι ώστε και η πίτα να μείνει ολόκληρη (το δίκαιο) και ο σκύλος χορτάτος (η αξιακή ανισότητα του θύματος). Κάπως έτσι φτάνει κανείς να γράψει, όπωςλχ διαβάζουμε στο κείμενο του αρχισυντάκτη αριστερού περιοδικού με ευρύτερη απήχηση εσχάτως, ότι αυτή είναι εντέλει η πολιτική πεποίθησή μας και ‘δεν την αλλάζω ούτε με δολοφονίες’. Η ίδια Αριστερά αδυνατεί να δει οποιαδήποτε διαφορετική στάση ως κάτι άλλο από μιαν ακόμα προσχώρηση στην ηθικολογική και απολιτική λογική της θεωρίας των δύο άκρων και του ‘ακραίου κέντρου’, όπως η ίδια το ονομάζει πολεμικά. Ο χαρακτηρισμός δεν είναιάστοχος, ωστόσο αυτό δεν ισχύει μόνο για το αντικείμενο αλλά και για το υποκείμενό του εξίσου, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτός που τον εκφέρει διεκδικείεδώμια χαμένη κανονικότητα, αντεστραμμένη της ψευδούς προηγούμενης, εξ ου και στη συναφή αντίληψη για την έννοια του λαού ή της ελληνικής κοινωνίας οι χρυσαυγίτες (και οι ακραίοι του κέντρου επίσης, μήπως κι άλλοι;)έχουν λιγότερο θέση από τους μετανάστες. Τι σημαίνει όμως αυτό, αν όχι την διατύπωση και την διεκδίκηση μιας συλλογικότητας που αφορά και περικλείειτους αθώους αλλά όχι και τους ενόχους, τα θύματα και καθόλου τους θύτες, μιας αξιακά καθαρής συλλογικότητας η οποίαέχει νωρίτερα αναθεματίσει και απεμπολήσει κάθε αρνητικότητα και κάθε κακό που διέλαθε εντός της;Μια τέτοια θέση μοιάζει στα μάτια μου ελάχιστα ακραίαμόνο και μόνο διότι μιμείται δομικά τις πιο παραδοσιακές ηθικολογικές αντιλήψεις περί πολιτικού σώματος – και, επομένως, την υπόρρητη και υποφώσκουσα βιαιότητά τους επίσης.

Σε μια εποχή όπου δεν υφίσταται κανενός είδους κέντρο, το ζήτημα δεν είναι να μην είναι κανείς ακραίος. Το ζήτημα είναι,εκ των πραγμάτων, ο χαρακτήρας του άκρουτο οποίο επικαλείται.Δεν βλέπω τι θα ήταν πιο ζωτικά ακραίοσήμερα από την επίκληση μιας πολιτικής ελευθερίας και μιας συλλογικής δημιουργίας πέρα από τις μεταμορφώσεις εκείνες της κυριαρχίας που ενδημούν τόσο στις οικονομοτεχνικές (άνωθεν), όσο και στις επαναστατικές (κάτωθεν) παραλλαγές της. Η παραίτηση από υφιστάμενα δίπολα, πάνω/κάτω, εντός/εκτός κλπ., η άρνηση να απορροφηθεί κανείς ολοκληρωτικά στο πεδίο της υφιστάμενης ιδεολογικής μάχης και στα μέτωπα που το ορίζουν, δεν υποδηλώνουν υποχρεωτικά την υιοθέτηση μιας ανέξοδης και ιδεολογικά ουδέτερης θέσης. Μπορούν επίσης να αναζητούν, χωρίς τα εχέγγυα των παραδόσεων, μια αναδιάταξητης πολιτικής κοινότητας κι έναν επαναπροσδιορισμότου συνανήκειν σε αυτήν.

Από την άποψη αυτή,μια από τις πιο σημαντικές διαστάσεις των ημερών είναι ίσωςότι καθώς η Αριστερά μοιάζει, για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρονικά, να βρίσκεται σε τροχιά μείζονος πολιτικής νίκης, κινδυνεύει να απωλέσει την ικανότητα να είναι αρκετά αυτοκριτική και αυστηρή με τον εαυτό της (και δεν εννοώ εδώ απλώς τις δεξιόστροφες αποκλίσεις της), μιμούμενηέτσι την ψευδεπίγραφη ασφάλεια και την ιδεολογική βεβαιότητατου, αδύναμου αυτή τη στιγμή, φιλελεύθερου αντιπάλου της. Έτσι, για παράδειγμα, η τραγική αίσθηση της Ιστορίας και του πραγματικού,με την οποία ήταν παραδοσιακά προικισμένη ηαριστερή σκέψη, δίνει συχνά σήμερα τη θέση της σε ευφυή αναλυτικά στιγμιότυπα που επικυρώνουν πρωτίστωςτην αίσθηση τηςδιανοητικής και ηθικής ανωτερότητας του αναλυτή και του λόγου του. Την ίδια στιγμή, όμως, ανακυκλώνουν τις στατικές εικόνες του ιδίου και του άλλου, ανίκανα να διανοίξουν σε σχήματαπολιτικής σκέψης και υποκειμενοποίησης που ιδρύονται μέσα στην δύσκολη κατάφαση ενός πραγματικού άλλου, όχι ενός φαντασιακού άλλου πουτυχαίνει να είναι ολόιδιος με το είδωλό μας. Στην κατάφαση, με άλλα λόγια, ενός εξ ορισμού επικίνδυνου άλλου, που μας θυμίζει επιπλέον το πιο οδυνηρό και δύσκολο μέρος του εαυτού μας. Πιθανώς το τίμημα που πληρώνει κάθε ιστορική νίκη να είναι η άρνηση αυτού ακριβώς του άλλου. Τότε όμως είναι που βλέπουμε την πολιτική από την θέση μιας ειρωνικής απόστασης η οποία καταργεί κάθε δυνατή διάκριση.

Όλα αυτά οδηγούν ανάστροφα στο τελευταίο έγκλημα με κοινωνικο-πολιτική συνάφεια που έχω κατά νου και που χρονικά προηγείται των άλλων σαν ένα γεγονός που εμπεριείχε εξαρχής όλα τα άλλα στη σπερματική τους μορφή. Αναφέρομαι στην δολοφονία του Γρηγορόπουλου το 2008, χρονιά κομβική για την ελληνική κοινωνία σε πολλά επίπεδα. Δεν ήταν μόνο οι αμέσως επόμενες μέρες και τα βιαστικά σχόλια των συνήθων δημοσιολογούντων τα οποία ακολούθησαν που είχαν κάτι εξαιρετικά δυσοίωνο μέσα στην ίδια τη μορφή του αντιθέτου του, δηλαδή μέσα στο φαινομενικά ευοίωνο. Αν αφήσει κανείς κατά μέρος την ανόητη εκείνη στάση που δεν έβλεπε στις ταραχές που ακολούθησαν τίποτα περισσότερο από την ανατροπή μιας δημοκρατικής τάξης, οι αναλύσεις συναισθηματικά και διανοητικά ξεκινούσαν και τελείωναν σε μια δήθεν αυτονόητη ταύτιση: ο Γρηγορόπουλος μπορούσε να είναι ο αδελφός ή ο γιός μου/μας. Έτσι, στον δημόσιο λόγο δεν εμφανίστηκαν καθόλου αναλύσεις οι οποίες θα ξεκινούσαν από μια εντελώς διαφορετική θέση ταύτισης: ότι ο ‘μπάτσος’ και μάλιστα ο δολοφόνος θα μπορούσε να είναι ο αδελφός μου/μας. Δεν εννοώ εδώ διόλου να δώσει κανείς ελαφρυντικό, να κατανοήσει, να αποδεχθεί, ή οτιδήποτε άλλο προτείνει μια αφηρημένη ψυχολογική και ηθικολογικήστάση. Εννοώ πως το αδιανόητο και το ασυγχώρητο βρίσκεται ήδη στα σπλάχνα μας. Όπως συμβαίνει πάντα άλλωστε. Όμως σε ορισμένες στιγμές της Ιστορίας αυτή η αφόρητη συνθήκη καθίσταταιεπιτακτικά ορατή, καλώντας σε μείζονες συμβολικές αναδιαρθρώσεις του συλλογικού βίου.

Στον Οιδίποδα Τύραννο, τη στιγμή όπου ο Οιδίπους εξέρχεται αιμόφυρτος στη σκηνή έχοντας μόλις αυτοτυφλωθεί, ο Σοφοκλής βάζει τον χορό, την πόλη δηλαδή, να λέει ότι δεν αντέχει να τον βλέπει. Δεν είναι μόνο ότι η Θήβα αγαπάει τον βασιλιά της. Είναι ότι τον αγαπάει ως το τέλειο είδωλό της, εκείνον που,μέσα στην άμωμη ισχύ του, της ανταπέδιδε την επιθυμητή εικόνα του εαυτού της. Αυτό που συμβαίνει λοιπόν εδώ είναι ότι η πόλη δεν αντέχει να αντικρίζει τον καθρέφτη της, γιατί ο καθρέφτης δεν μπορεί πια να δείχνει ένα καθαρό και αθώο είδωλο, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. Η πόλη, με άλλα λόγια, δεν αντέχει τη συνείδηση ότι ο εγκληματίας κυρίαρχος ήταν η σύνοψη του εαυτού της και ότι η βίαιη εχθρότητα την διέτρεχε σαντη δική της ψυχική και βαθιά πολιτική αλήθεια.Εκείνητη στιγμή ο καθρέφτης σπάει,το είδωλο καταρρέει. Το μείζον έργο του αρχαίου δράματος εντοπίζει σε αυτή την κατάρρευση τη στιγμή της συμβολικής επανίδρυσης του συλλογικού σώματος. Εμείς, απεναντίας, σήμερα, πιο κυνικοί ή πιο ρεαλιστές, εξαντλούμε στη γνωστή απόφανση του Πάγκαλου, ειπωμένη γι άλλη μια φορά σε μια αυτοδικαιωτική προοπτική, την μοναδική δυνατή εκδοχή της θέσης που υποδεικνύει μια ψευδεπίγραφη αθωότητα και τον μηχανισμό που την αναπαράγει,απορρίπτοντάς την βιαστικά ως απολιτίκ και θεωρώντας ότι διαγράφει αντί να αναδεικνύει καθαρότερα τις ευθύνες διανοίγοντάς τες παράλληλα σε έναν ευρύτερο ιστορικό και κοινωνικό ορίζοντα. Κοιτώντας όμωςτο βίντεο με τον Μπαλτάκο και τον Κασιδιάρη να συνομιλούν σαν κρυφά ιδεολογικά αδέλφια, υπό το βλέμμα των βυζαντινών εικόνων διπλασιασμένο και αντεστραμμένο ειρωνικά στην υπερεξουσία της κρυφής κάμερας και του φαντασιακού κοινού στο βλέμμα του οποίου αυτή παραπέμπει,λίγο πριν η συνομιλία αυτή και η φαινομενικήαδελφότητα γίνει ξανά μαχαίρι που στρέφεται εναντίον αλλήλων και εναντίον όλων,σκέφτομαι πως δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα απολύτως μακριά από τη σκηνή όπου παίζεται το δράμα του Οιδίποδα, αυτής της γυμνής ύπαρξηςπου είναι σήμερα ο καθένας μας, και όπου το κοινό παύει πια να καταναλώνει το θέαμα του εαυτού του σε μικρογραφία.