του Θάνου Καμήλαλη

Αν υπάρχει κάτι που μοιάζει σαφές μέσα στο άγνωστο της Πανδημίας, είναι ότι πρακτικά, ο κορονοϊός είναι θανατηφόρος πρώτα για τα συστήματα Υγείας και δευτερευόντως για τους ανθρώπους. Έχει υψηλή μεταδοτικότητα και, σε ιδανικές συνθήκες, πολύ χαμηλή θνησιμότητα. Η συνάρτηση αυτή διάφορων παραγόντων, σε συνδυασμό φυσικά με το ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο φάρμακο, ούτε εμβόλιο, φέρνει μία κατάσταση ρευστή. Στην Ιταλία για παράδειγμα, τη συνηθισμένη περίπτωση των ημερών, μεταδοτικότητα + γερασμένος πληθυσμός + αδύναμο σύστημα Υγείας + καθυστερημένη λήψη μέτρων, έχουν οδηγήσει στην κατάσταση που παρακολουθούμε με τρόμο. Εξάλλου, το ζήτημα του περιορισμού της καμπύλης (flattening the curve) είναι ακριβώς αυτή η συνάρτηση. Δεν είναι στόχος να μη νοσήσουμε, ακόμα τουλάχιστον, στόχος είναι να μην νοσήσουμε πάρα πολλοί μαζί, οδηγώντας κάποιους στις ΜΕΘ, που δεν θα υπάρχουν.

Αυτό φέρνει και μία σωστή διάχυση της ευθύνης σε όλη την κοινωνία. Η ευθύνη ξεκινάει από το κράτος (πολιτική) συνεχίζει στην κοινωνία (συλλογική) και καταλήγει στο κάθε άτομο (ατομική). Η ατομική ευθύνη συμπυκνώνεται στο «Μένουμε Σπίτι», στην ανάγκη δηλαδή, ο καθένας και η καθεμία από εμάς, να περιορίσει τις κοινωνικές επαφές, ώστε να μη συνεισφέρει στη μετάδοση και στη διασπορά του ιού. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγήσουμε περαιτέρω το «Μένουμε Σπίτι», τα καλέσματα και η ενημέρωση γύρω από αυτό είναι άπειρα.

Προφανώς δεν αρέσει σε κανέναν, αλλά το «Μένουμε Σπίτι» πρέπει να εφαρμοστεί και να τηρηθεί. Προφανώς επίσης, αυτό δεν συμβαίνει από όλους. Είδαμε τις εικόνες από γεμάτους κοινόχρηστους χώρους πριν μερικές μέρες και καταλάβαμε ότι δυστυχώς, κόσμος από τα αστικά κέντρα ταξιδεύει σε χωριά και νησιά, με κίνδυνο να μεταδώσει τον ιό σε κοινωνίες με πολύ περιορισμένη πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη. Την Παρασκευή, ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν από τις εικόνες με τις «ουρές στα διόδια», μία «είδηση» που σε μεγάλο βαθμό μοιάζει να ήταν παραπλανητική. Ναι κόσμος έφυγε, αλλά τα στοιχεία φαίνεται να δείχνουν ότι δεν ήταν κάποια «μαζική έξοδος των Αθηναίων», αλλά μία συνηθισμένη μέρα εν μέσω καραντίνας στις εθνικές οδούς. Πρόβλημα μεν, καθώς μονίμως παίζουμε με τις πιθανότητες, αλλά όχι στον βαθμό που προβλήθηκε δε.

Η κατάσταση χρειάζεται μέτρο. Να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του και να μην ξεχνάμε όλες τις ευθύνες. Η συνεχής επίκληση της «ατομικής ευθύνης» από τους κυβερνώντες είναι σωστή και λάθος ταυτόχρονα. Σωστή γιατί αναφέρεται σε ένα υπαρκτό ζήτημα, λάθος γιατί απειλεί να παραγνωρίσει τις ευθύνες τις Πολιτείας και της κατάστασης στη ρημαγμένη από την οικονομική κρίση δημόσια Υγεία. Υπάρχει, για να το πω απλά, ο κίνδυνος να διολισθήσουμε σε ένα νέο «μαζί τα φάγαμε», όπως είχε πει για την οικονομική κρίση ο Πάγκαλος, σε ένα «μαζί τους σκοτώσαμε». Αυτή σίγουρα ειναι μια βολική κατάσταση για όσους έχουν εξουσία αυτήν τη στιγμή, όσους ξεχαρβάλωσαν το κοινωνικό κράτος την τελευταία δεκαετία. Αν η κατάσταση εξελιχθεί θετικά στην Ελλάδα, πιστώνονται την ευθύνη. Αν όχι, φταίει ο κόσμος που δεν τήρησε τα μέτρα. Συγγνώμη αλλά δεν πάει ακριβώς έτσι.

Η πλειοψηφία της κοινωνίας φαίνεται να έχει αντιδράσει με μεγάλη υπευθυνότητα απέναντι στην Πανδημία. Η κυβέρνηση πήρε σωστά μέτρα νωρίς, έχοντας ως μπούσουλα φυσικά την υπόθεση της διπλανής Ιταλίας. Κερκόπορτες υπήρξαν, με βασική το ζήτημα των Εκκλησιών και τον αδικαιολογητο δισταγμό 10 ημερών να κλείσουν. Επίσης, σε συγκεκριμένες αποφάσεις η κυβέρνηση τρέχει πίσω από τα γεγονότα, όπως στο γεγονός ότι έκλεισε παραλίες και χιονοδρομικά κέντρα μία μέρα μετά τις καφετέριες και τα μπαρ, ή στην απαγόρευση μετάβασης σε νησιά σε μη μόνιμους κατοίκους, μετά από μέρες ταξιδιών. Το πού θα οδηγήσουν όλα αυτά δεν το ξέρουμε ακόμα. Ούτε είναι σίγουρο ότι θα μείνουμε σε μερικές δεκάδες νεκρών, ούτε απλά περιμένουμε τα στρατιωτικά οχήματα που θα μεταφέρουν τους νεκρούς.

Αλλά λίγη ηρεμία με το μαστίγιο και τον κοινωνικό αυτοματισμό. Σε μεγάλο βαθμό, αναλάβαμε και αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας, με κόστος. Για άλλους επαγγελματικό, για άλλους κοινωνικό, για άλλους ψυχολογικό, για άλλους όλα μαζί. Αγχωνόμαστε για τα αγαπημένα μας πρόσωπα, μας λείπουν δικοί μας άνθρωποι και φοβόμαστε για το μέλλον. Ανθρώπινο είναι. Ανάμεσα στην κουβέντα για την πανδημία, ας μην ξεχνάμε και το βάρος που έχουν και θα έχουν σε εκατομμύρια πολιτών αυτές οι συνθήκες, ο εγκλεισμός, ο τρόμος και η ανασφάλεια για την επόμενη μέρα. Ας μιλήσουμε και γι αυτά, για την ψυχική Υγεία, για κριτική στις κυβερνητικές αποφάσεις σχετικά με την οικονομία, την αισχροκέρδεια, το τι πρέπει να γίνει για μία καλύτερη μέρα, έναν καλύτερο κόσμο. Δίπλα στις χαρούμενες εικόνες με ανθρώπους που τραγουδούν στα μπαλκόνια τους, υπάρχουν ήδη και θα υπάρχουν άνθρωποι που θα υποφέρουν, που θα πνίγονται στις σκέψεις τους τα βράδια, που δεν θα έχουν δουλειά την επόμενη μέρα. Κρούσματα δεν είναι αυτοί;

Να μιλήσουμε για όλα, είναι μέρος της συλλογικής μας ευθύνης. Τα θύματα του κορονοϊού δεν θα μετρηθούν μόνο στα κρεβάτια των ΜΕΘ, αλλά και πίσω από κλειστές πόρτες. Μία συζήτηση που θα περιστρέφεται μόνο γύρω από την ατομική μας ευθύνη είναι προβληματική. Μία συζήτηση για τη συλλογική μας ευθύνη, την υποστήριξη των γύρω μας και τα αιτήματα για την επόμενη μέρα είναι ζωτική. Έχουμε δει πώς διαχειρίζονται οι ελίτ τις κρίσεις. Δεν τις βλέπουν φυσικά ως λάθη που απαιτούν συγγνώμες, τις βλέπουν μόνο ως ευκαιρίες. Τις φορτώνουν, ως τυχαία γεγονότα, στα συνήθη θύματα και προχωράνε ανενόχλητες ή και πιο ενισχυμένες.

Οι κουβέντες παράλληλα για τις διαχρονικές πολιτικές ευθύνες δεν είναι ανεπίκαιρες, είναι ζήτημα Δημοκρατίας. Στο κάτω κάτω, έχουμε άπλετο χρόνο αυτές τις μέρες να ασχοληθούμε με όλα. Για τις ελλείψεις στις ΜΕΘ, τα δεκάδες χιλιάδες κενά στην Υγεία, τις ιδεοληψίες και φρούδες υποσχέσεις του νεοφιλελευθερισμού, την οικονομική ανασφάλεια εκατομμυρίων ανθρώπων στη χώρα, που έχουν συνδέσει τη ζωή τους με το επόμενο μηνιάτικο, τη λιτότητα στην οποία έχει καταδικαστεί η Ελλάδα μέχρι το 2060 και δημιουργεί «αυτόν τον φούρνο που αυτά τα ψωμιά βγάζει», την ανάγκη ορισμένες υπηρεσίες και αγαθά να μην υπάγονται σε λογικές αγοράς, τις τάξεις που παρασιτούν έναντι των υπολοίπων.

Τις μέρες λοιπόν που η ζωή μας ανατρέπεται βίαια, είναι ανάγκη να διεκδικήσουμε τις ζωές τις δικές μας και των γύρω μας. Τόσο με την πρόληψη και τα μέτρα ασφαλείας, προστασίας της Υγείας, όσο και το καθήκον μας να μην είμαστε αυτοί που στο τέλος θα πληρώσουν τον λογαριασμό. Να είμαστε αυτοί που το τέλος της περιπέτειας της κρίσης, μετά την κρίση, μετά την προηγούμενη κρίση, θα λέμε ότι πάθαμε, κλάψαμε, φοβηθήκαμε, μάθαμε, απαιτήσαμε, κερδίσαμε, χαμογελάμε.