του Λεωνίδα Βατικιώτη

Η σχετική αναφορά – παρατήρηση ή καλύτερα μομφή προς την ελληνική κυβέρνηση όπως περιλαμβάνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδόθηκε το Φεβρουάριο (Enhanced Surveillance Report, institutional Paper 099, ISSN 2443-8014) αποτελούσε μνημείο παρέμβασης στα εσωτερικά μιας χώρας. Ήταν δε αποτέλεσμα ιδεολογικής εμμονής και προσκόλλησης στα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Έγραφε συγκεκριμένα με αφορμή την αύξηση του βασικού μισθού κατά 10,9% την 1ηΦεβρουαρίου που είχε ως αποτέλεσμα ο βασικός μισθός να αυξηθεί από τα 586,08 ευρώ στα 650 (και το ημερομίσθιο από 26,18 σε 29,04 ευρώ) κι ήταν μάλιστα η πρώτη αύξηση μετά την μείωση κατά 22% που επιβλήθηκε το 2012 από την κυβέρνηση τεχνοκρατών την οποία στήριξαν ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και το ακροδεξιό ΛΑΟΣ: «Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση που αποφασίστηκε από την κυβέρνηση είναι υψηλότερη από αυτή που προτάθηκε από την επιτροπή των ειδικών (μια αύξηση μεταξύ 5% και 10%)» (σελ. 57). Αποφαίνονται στη συνέχεια τα …αστέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που το 2010 εκτιμούσαν ότι η Ελλάδα θα έβγαινε στις αγορές το 2012 αλλά στο τέλος με τις συνταγές τους προκάλεσαν ύφεση της τάξης του 26%: «Καθώς δεν είναι δυνατό να κάνουμε καθαρές προβλέψεις για το αποτέλεσμα που θα έχει μια τέτοια αύξηση του ελάχιστου μισθού στην οικονομία και την αγορά εργασίας, μια διψήφια αύξηση αντιπροσωπεύει ένα αξιοσημείωτο σοκ σε μια υποτονική και εύθραυστη αγορά εργασίας ενώ εγείρει σημαντικούς προβληματισμούς για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη μεγέθυνση και την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας». (σελ. 58). Στη συνέχεια μάλιστα προβλέπουν ακόμη και αύξηση της ανεργίας λόγω της αύξησης των κατώτατων μισθών: «Το μέγεθος της αύξησης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι των εργατών αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα αυξάνει τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών στην απασχόληση»…

Δε χρειάζεται να θυμηθούμε τις επιπτώσεις που είχαν στη μεγέθυνση, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση της Ελλάδας τα Μνημόνια και οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις για να αντιληφθούμε πόσο άσχετες με την πραγματικότητα είναι οι διαπιστώσεις των Ευρωπαίων τεχνοκρατών. Αρκεί να στραφούμε στις συζητήσεις που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο και τις προτροπές που διατυπώνονται ιδίως προς κυβερνήσεις με μία και μοναδική επωδό: Αυξήστε τους βασικούς μισθούς! Έχει γραφτεί μάλιστα κατ’ επανάληψη ότι ένα από τα βασικά θέματα που θα προωθήσει η γερμανική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση το δεύτερο εξάμηνο του 2020  θα είναι η πανευρωπαϊκή συμφωνία για ένα κοινό πλαίσιο κατώτατου μισθού. Η ομοσπονδιακή υπουργός Δικαιοσύνης και υποψήφια των σοσιαλδημοκρατών στις ευρωεκλογές Καταρίνα Μπάρλεϋ προχώρησε μάλιστα παραπέρα από τον κοινό τόπο που έχει διαμορφωθεί για τον καθορισμό του κατώτατου στο 60% του διάμεσου του εθνικού μισθού υποστηρίζοντας ότι «ο ευρωπαϊκός κατώτατος μισθός θα πρέπει να γίνει κεντρικό θέμα στις εκλογές καθώς ο καθένας θα πρέπει να ζει από τη δουλειά του».

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το σκεπτικό πίσω από την αναβάθμιση του θέματος του κατώτατου μισθού στην πολιτική ατζέντα: Σε μια εποχή που όλα τα επίπεδα μισθών (υψηλοί, μέσοι και χαμηλοί) πέφτουν, αλλού λίγο, αλλού πολύ, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να τεθεί με αυστηρότητα ένα κάτω όριο για να αποτραπεί η έκρηξη των εισοδηματικών και κοινωνικών αντιθέσεων, να διαφυλαχθεί η ενεργός ζήτηση και περισσότερο ίσως η κοινωνική σταθερότητα. Η πτωτική πορεία των μισθών αποτυπώθηκε στην τακτική έκδοση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, Global Wage Report 2016/2017, όπου αναφέρεται ότι το μερίδιο των μισθών έχει μειωθεί σε 91 από τις 133 χώρες, περιλαμβανομένων των περισσότερων ανεπτυγμένων και πολλών αναπτυσσόμενων χωρών. Η ίδια ακριβώς τάση συρρίκνωσης των μισθών καταγράφεται από τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ, χωρίς φυσικά αυτοί οι δύο οργανισμοί να θλίβονται κι ιδιαίτερα για την απαξίωση των μισθών.

Σε πλήρη συγχρονισμό με το αυξημένο ακαδημαϊκό και πολιτικό ενδιαφέρον για την διαφύλαξη ακόμη και την αύξηση του κατώτατου μισθού βρίσκεται η ετήσια έκδοση του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομική και Κοινωνικής Έρευνας WSI (που υπάγεται στο ινστιτούτο Hans-Bockler, εδώ το πλήρες κείμενο). Το σημαντικότερο συμπέρασμά του στην πιο πρόσφατη έκδοσή του είναι ότι στις αρχές του 2019 παρατηρήθηκε μια αύξηση της τάξης του 4,9%, σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, στους κατώτατους μισθούς της ΕΕ.

Οι γερμανοί ερευνητές διακρίνουν τρεις ομάδες χωρών στην ΕΕ με βάση το επίπεδο του βασικού μισθού, όπως αποτιμάται σε ευρώ. Στην πρώτη ομάδα το ωρομίσθιο υπερβαίνει τα 9 ευρώ (με εξαίρεση όπως …πάντα την Αγγλία): Λουξεμβούργο (11,97 ευρώ), Γαλλία (10,03), Ολλανδία (9,91), Ιρλανδία (9,8), Βέλγιο (9,66), Γερμανία (9,19) και Αγγλία (8,85). Στη δεύτερη ομάδα χωρών (που είναι και η πιο ολιγάριθμη) τα ωρομίσθια κυμαίνονται από 4 ως 8 ευρώ. Εδώ συμπεριλαμβάνονται: Ισπανία (5,45 ευρώ), Σλοβενία (5,1) και Μάλτα (4,4). Η τρίτη ομάδα χωρών, η πολυπληθέστερη, συμπεριλαμβάνει τα κράτη με ωρομίσθιο από 2 έως 4 ευρώ: Λετονία (2,54 ευρώ), Ρουμανία (2,68), Ουγγαρία (2,69), Κροατία (2,92), Σλοβακία (2,99), Πολωνία (3,05), Τσεχία (3,11), Εσθονία (3,21), Λιθουανία (3,39), Ελλάδα  (3,39 ευρώ επίσης) και Πορτογαλία (3,61 ευρώ). Μετά μάλιστα την αύξηση της 1ης Φεβρουαρίου που προκάλεσε την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το ωρομίσθιο στην Ελλάδα από 3,39 ευρώ διαμορφώθηκε σε 3,76 ευρώ. Και πάλι δηλαδή παραμένει στην τελευταία κατηγορία των ευρωπαϊκών χωρών…