του Θάνου Καμήλαλη

Στη μήνυσή του, ο Αντώνης Σαμαράς στρέφεται επίσης κατά του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και των τριών προστατευόμενων μαρτύρων που εξετάστηκαν από τις ελληνικές αρχές. Το ενδιαφέροντα στοιχεία, τόσο στο κείμενο της μήνυσης, όσο και στη δήλωση του πρώην πρωθυπουργού, είναι πολλά. Τα σημαντικότερα όμως (πέρα π.χ από το γεγονός ότι για πρώτη φορά πρώην πρωθυπουργός μηνύει νυν) είναι τόσο η ουσία όσο και η ρητορική που την περιβάλλει. Μέσα σε ένα σύντομο κείμενο, ο Σαμαράς συνοψίζει όλα τα επιχειρήματα που εκφράζονται στο δημόσιο διάλογο για να υποστηριχθεί (προκαταβολικά) η αθωότητα των πολιτικών εμπλεκόμενων, αλλά και την κενότητα των κατηγοριών προς την κυβέρνηση και τη Δικαιοσύνη.

Θα πρέπει να γίνει σαφές εξαρχής βέβαια, ότι οι κατηγορίες κατά του πρώην πρωθυπουργού είναι αδιανόητες. Στη δικογραφία, οι προστατευόμενοι μάρτυρες κάνουν λόγο για βαλίτσες με μαύρο χρήμα, που έμπαιναν στο Μέγαρο Μαξίμου μέρα μεσημέρι για να δωροδοκήσουν τον πρωθυπουργό της χώρας. Για να τεκμηριωθούν, θα χρειαστούν στη συνέχεια σχετικές αποδείξεις. Είναι αναγκαίο άλλωστε να φτάσει η υπόθεση ως το τέλος, προκειμένου είτε να αποδοθούν ευθύνες, είτε να μην αποδίδεται λάσπη. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αντίδραση Σαμαρά είναι αδικαιολόγητη και επιζήμια.

Το βασικό σημείο είναι φυσικά ότι ο Σαμαράς στρέφεται κατά των τριών εισαγγελέων που διερευνούν την υπόθεση της Novartis. Δεν είναι ο μόνος, ωστόσο η μήνυσή του κάνει ακόμα πιο επιθετική την τακτική της αντιπολίτευσης, ενώ μάλιστα δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι οι τρεις εισαγγελείς, μαζί με τον πρωθυπουργό και τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, έχουν συστήσει «συμμορία». Και φαίνεται τραγικά οξύμωρο το γεγονός ότι ο Σαμαράς μηνύει (και) τους εισαγγελείς, αναφέροντας παράλληλα ότι «αυτοί που θέλουν να τρομοκρατήσουν τη Δικαιοσύνη, θα λογοδοτήσουν».

Η άποψη ότι κυβέρνηση και στελέχη της Δικαιοσύνης συνεργάστηκαν για να δημιουργήσουν την «σκευωρία Novartis» βασίζεται σε σειρά λογικών αλμάτων και μοιάζει εντελώς ανεδαφική. Ο Σαμαράς, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η σκευωρία είναι εμφανής, επειδή κυβερνητικά στελέχη ανέφεραν στο παρελθόν το θέμα στη Βουλή, με σαφείς υπαινιγμούς ότι το σκάνδαλο περιέχει και πολιτικά πρόσωπα. Αυτό, για όσους υποστηρίζουν το επιχείρημα της «σκευωρίας», σημαίνει ότι η κυβέρνηση ήξερε τι περιέχει η δικογραφία και (αυτό είναι ένα τεράστιο λογικό άλμα) συμμετείχε στη διαμόρφωση της.

Όπως όμως οι πολύ σοβαρές κατηγορίες κατά των εμπλεκόμενων στην υπόθεση της Novartis πρέπει να αποδειχθούν, έτσι και οι κατηγορίες περί «σκευωρίας» πρέπει να συνοδεύονται από συγκεκριμένα στοιχεία. Παραμένει άγνωστό το πώς τα υπονοούμενα κυβερνητικών στελεχών για εμπλοκή πολιτικών προσώπων σημαίνουν ότι κυβέρνηση – εισαγγελείς «έστησαν ψευδομάρτυρες» για να «σπιλώσουν τους αντιπάλους τους». Το ότι η υπόθεση Novartis μπορεί να αγγίζει και πολιτικά πρόσωπα δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν σε πολλά ρεπορτάζ των τελευταίου έτους, ενώ είναι επίσης δεδομένο ότι ένα σκάνδαλο τέτοιου μεγέθους στο χώρο της Υγείας  θα χρησιμοποιούνταν από την κυβέρνηση ως όπλο, έναντι όσων βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης την περίοδο του σκανδάλου. Ακόμα και εάν δεν υπήρχαν κατηγορίες για μίζες, η πολιτική ευθύνη θα αρκούσε για σφοδρή αντιπαράθεση. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε ότι η κυβέρνηση είχε κάποια εσωτερική πληροφόρηση για την πορεία των ερευνών, αυτό δεν σημαίνει ότι παρενέβη κιόλας. Διαρροές στοιχείων που περιέχονται σε δικογραφίες συμβαίνουν συχνά στον Τύπο. Είναι εύλογο ότι αν μπορεί ένας δημοσιογράφος να έχει μία τέτοια πληροφόρηση, τότε μπορεί και ένας υπουργός (ή και κάποιος εμπλεκόμενος πολιτικός). Αλλά άλλο η «off the record» ενημέρωση, άλλο η παρέμβαση, για την οποία δεν υπάρχει κανένα στοιχείο.

Όσον αφορά τα σημεία που καταγγέλλει συγκεκριμένα την στάση των εισαγγελέων, τα επιχειρήματα Σαμαρά στερούνται σοβαρότητας. Η πρώτη κατηγορία του έναντι των δικαστικών λειτουργών είναι ότι… δεν έκαναν στους μάρτυρες τις ερωτήσεις που ο ίδιος θεωρεί πρέπουσες, δεν επέμειναν αρκετά και δεν εκπλήσσονται όταν αναφέρεται το όνομα του πρώην πρωθυπουργού (φυσικά τα συναισθήματα δεν καταγράφονται στη δικογραφία). Η δεύτερη όμως είναι ακόμα «καλύτερη». Ο Σαμαράς υποστηρίζει ότι η «σκευωρία» αποδεικνύεται επειδή στην συμπερίληψη της κατάθεσης του δεύτερου μάρτυρα κατηγορίας, του «Μάξιμου Σαράφη» έχει χρησιμοποιηθεί διαφορετική γραμματοσειρά

Το πνεύμα όμως της μήνυσης του πρώην πρωθυπουργού κατά των εισαγγελέων που ανέλαβαν την διερεύνηση μιας τόσο σημαντικής υπόθεσης δεν είναι αστείο, είναι επικίνδυνο. Ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά: Η ελληνική Δικαιοσύνη ξεκινά να διερευνά την υπόθεση της Novartis, στα βήματα της ανάλογης έρευνας των αμερικανικών αρχών, που έχει ως αφετηρία την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ. Οι αρμόδιοι εισαγγελείς δέχονται καταθέσεις μαρτύρων και κρίνουν, δικαιολογημένα καθώς πρόκειται για ένα σκάνδαλο δισεκατομμυρίων, ότι θα πρέπει να τους προσφέρουν καθεστώς προστασίας. Στη συνέχεια και μετά από σειρά καταθέσεων, επειδή η δικογραφία αναφέρει πολιτικά πρόσωπα διαβιβάστηκε στη Βουλή, όπως ακριβώς προβλέπει ο Νόμος περί Ευθύνης Υπουργών, προκειμένου να αποφασίσει η Βουλή για το πώς (και το αν) θα συνεχιστεί η έρευνα. Κάτι που συνέβη, με την απόφαση για συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής, που θα αποφανθεί σχετικά για το αν έχουν παραγραφεί πιθανά αδικήματα, προτού επιστρέψει τον φάκελο πίσω στη Δικαιοσύνη.

Θα πρέπει επομένως να γίνει σαφές ότι οι εισαγγελείς δεν έχουν καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα σχετικά με την έρευνα, δεν έχουν φυσικά προχωρήσει σε διώξεις, ή οποιοδήποτε μέτρο κατά των εμπλεκομένων, ούτε ευθύνονται για τη δημοσιοποίηση και τη δημοσιότητα της υπόθεσης. Εξ όσων γνωρίζουμε (και η αντιπολίτευση δεν έχει προσφέρει κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου) δρουν σύμφωνα με το νόμο και μάλιστα, έναν νόμο που επινόησε ο πρώην συνέταιρος του Αντώνη Σαμαρά, Ευάγγελος Βενιζέλος. Ο γνωστός σε όλους νόμος περί (μη) ευθύνης υπουργών.

Στο κάτω κάτω, τι θα έπρεπε να κάνουν οι εισαγγελείς, σύμφωνα με τον Σαμαρά και όσους τους επιτίθενται για «σκευωρία»; Να προσποιηθούν ότι δεν υπάρχει υπόθεση Novartis, όταν όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα αυξήθηκε παράλογα και προκλήθηκε ζημίας 23 δις. στα δημόσια ταμεία; Να κλείσουν την υπόθεση, βάζοντάς την στο αρχείο; Να αφήσουν εκτός της δικογραφίας τα σημεία των καταθέσεων όπου οι προστατευόμενοι μάρτυρες – πληροφοριοδότες αναφέρονται στον ίδιο και σε πρώην υπουργούς; Να παραβιάσουν το νόμο και να μην στείλουν τη δικογραφία στη Βουλή, μολονότι αναφέρονται ονόματα υπουργών και πρωθυπουργών; Να αγνοήσουν ότι αυτό το τεράστιο «πάρτι» στην Υγεία συνέβη και να μη διερευνήσουν αν τα πολιτικά πρόσωπα που κρατούσαν τα ηνία της χώρας εκείνες της περιόδους γνώριζαν ή χρηματίστηκαν;

Δυστυχώς όμως, τα προβληματικά επιχειρήματα Σαμαρά δεν σταματούν εδώ. Μετά την επίθεση στη Δικαιοσύνη, ακολουθεί μία παραληρηματική έπαρση. Ο πρώην πρωθυπουργός θεωρεί ότι μία έρευνα εναντίον του μπορεί να φέρει «το τέλος της Αστικής Δημοκρατίας στη χώρα», ότι αν η έρευνα προχωρήσει «κανείς δεν θα αγγίξει τη διαφθορά στο μέλλον», ότι με την υπόθεση Novartis προκαλείται «πλήγμα κατά της Ελλάδος» και «διχάζεται ο λαός». Μέσα σε όλα αυτά, δεν θα μπορούσε να λείπει και η αναφορά στον Μαδούρο και η συνωμοσιολογική θεωρία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να επιβάλει «καθεστώς» και να «καταλύσει τη δημοκρατία». Το γνωστό ασόβαρο επιχείρημα της Βενεζουέλας και της Σοβιετίας, που -δυστυχώς- δεν λείπει ποτέ από τη φαντασία της ΝΔ.

Όμως, εκτός της μικροπολιτικής και των μύθων περί 200 δις. από τη διαπραγμάτευση Βαρουφάκη, βασικό ερώτημα παραμένει: Ποιος τελικά επιχειρεί να τρομοκρατήσει, ή τουλάχιστον να παρεμποδίσει τη Δικαιοσύνη στην υπόθεση Novartis;

Διότι το να διεξάγει κάποιος ή κάποια εισαγγελέας μία πολύ σοβαρή έρευνα, με κρεμάμενη μία μήνυση πρώην πρωθυπουργού εναντίον του, σίγουρα δεν βοηθάει τη διερεύνηση ενός, αν όχι πολιτικού, αναμφίβολα οικονομικού σκανδάλου που κανείς δεν αμφισβητεί πως κόστισε στην οικονομία της χώρας δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.