2002. Βαρκελώνη. Ένας Kαταλανός συνάδελφος, γνωστός πολιτικός αναλυτής, είχε ανοίξει εστιατόριο, ένα πολύ ιδιαίτερο μαγαζί, μικρό, απλό, δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό στέκι, όπου όλοι γίνονταν μια παρέα και οι δημοσιογραφικές συζητήσεις ενώνονταν με κρασί και καταλάνικους μεζέδες από τα χεράκια του (και μάλιστα σε καιρό που κάπνιζες μέσα στα μαγαζιά). Όμως δουλεύαν μόνο με κρατήσεις, και ήταν, μου λέγανε οι φίλοι, κλεισμένοι μέρες πριν. Δεν χάνεις τίποτε να δοκιμάσεις, ποτέ. Έτσι κάπως, πήρα τηλέφωνο για να ανακαλύψω ότι είχε άνετα τραπέζι, για όλη μας την παρέα, στις εννιά το βράδυ.

Αφήσαμε το χάνι μας και πήραμε το δρόμο για το μαγαζί γύρω στις 8:30. Οι δρόμοι άδειοι. Ψυχή! Εμείς και λίγοι, ελάχιστοι ξέμπαρκοι τουρίστες ακόμη. Ως και ένα αστυνομικό αυτοκίνητο, με δύο μέσα, παρκαρισμένο κοντά στην αγορά, τη Μποκερία, είχε όλα τα φώτα κλειστά – έλαμπε μόνο το λαμπάκι από το ραδιόφωνο. Φτάσαμε στο εστιατόριο και μας άφησαν να διαλέξουμε όποιο τραπέζι θέλαμε. Ο συνάδελφος ήλθε, μας χάρισε ένα βιαστικό χαμόγελο και έφυγε. Απ την Ελλάδα; Μπράβο, μπράβο, πολύ χαίρομαι, γειά σας! Ούτε καρέκλα δίπλα μας, ούτε κουβεντούλα, όπως έλεγε το ρεπορτάζ, ούτε τίποτε. Το γκαρσόνι ήρθε, πήρε παραγγελία λες και σε λίγο θα έπιανε ο τόπος φωτιά, και έφυγε. Τα φαγητά έρχονταν το ένα μετά το άλλο, βιαστικά. Κανείς δεν άδειαζε τασάκια, δε μάζευε άδεια πιάτα, δεν έπαιζε με τον γλυκύτατο πενταετή μου μπόμπιρα, που τις προηγούμενες μέρες έκλεβε καρδιές όπου εμφανιζόταν. Ανεξήγητο. Ώσπου ακούστηκε η πρώτη μαζική ιαχή, από την κουζίνα, από τους δρόμους, από τα γύρω κτίρια, και εξηγήθηκαν όλα: Η Μπάρσα υποδεχόταν στο γήπεδό της τη Ρεάλ Μαδρίτης. Η Καταλωνία έδινε μια ακόμη μάχη ενάντια στο κατεστημένο του Ισπανικού Βασιλείου. Πήγαν και την είπαν και Ρεάλ, βλέπεις…

Ελ Κλάσικ στα Καταλανικά, Ελ Κλάσικο στα καστιγιάνικα.  Ο πιο πολιτικοποιημένος ποδοσφαιρικός αγώνας στον κόσμο. Ελ ότρο κλάσικο, το άλλο κλασικό, αυτό μεταξύ της Βασκικης Μπιλμπάο και της Ρεάλ, είναι πολύ μικρότερο, είναι η αλήθεια, αλλά το ίδιο πολιτικοποιημένο. Είναι πολιτική η δύναμη που έχει κρατήσει πάντα στην πρώτη κατηγορία τις τρεις ομάδες – και για τη Μπαρσελόνα και την Αθλέτικ, είναι κυρίως λαϊκή.

Το μεγάλο Κλάσικο, μεταξύ Βαρκελώνης και Ρεάλ, δεν υπάρχει άνθρωπος στον ισπανόφωνο κόσμο που να μη το βλέπει. Kαι όχι μόνο. Πάνω από 500 εκατομμύρια τηλεθεατές συγκεντρώνει – κάπου διάβαζα ότι, μόνο οι ολυμπιακοί του Πεκίνου το ξεπέρασαν σε τηλεθέαση. Είτε είναι αλήθεια είτε όχι, δείχνει το μέγεθος του πάθους των οπαδών των δύο ομάδων σε ολόκληρο τον Κόσμο. Γιατί, η Μπάρσα έχει κερδίσει εκατομμύρια οπαδών σε κάθε αντιστεκόμενο λαό ή κίνημα.  Και το χρωστά στην ιστορία της, μια ιστορία αγώνα και αντίστασης ενός ολόκληρου λαού, έναν αιώνα τώρα.

Ζητάω τα φώτα του συναδέλφου Γιάννη Τσαούση, ενός εκ του διαβόητου διδύμου της μακροβιότατης αθλητικής – και όχι μόνον- εκπομπής Fight Club, για να μπορέσω να βρω τις ρίζες αυτής της Ιστορίας. Στο μυαλό μου, όλα είχαν να κάνουν με την περίπτωση ΝτιΣτεφανο, με το Φράνκο. Λάθος μου. «Η πρώτη έκφανση της αντιπαλότητας είναι πολύ πιο παλιά. Εχει ξεκινήσει επί δικτατορίας Ριβέρα, από τη δεκαετία του ’20. Είχαν και οι δύο ομάδες ιστορία είκοσι, εικοσιπέντε ετών ήδη. Η Βαρκελώνη δίνει τον αγώνα στο Λες Κορτς, και ο Ντε Ριβέρα έχει υποχρεώσει να ξεκινούν με τον εθνικό ύμνο της Ισπανίας. Οι Βαρκελωνέζοι γιουχάρουν τον ύμνο από την αρχή ως το τέλος της ανάκρουσης. Όταν τελείωσε ο αγώνας, ο Ντε Ριβέρα έδωσε εντολή και έκλεισαν το γήπεδο για έξι μήνες. Τον ιδρυτή της Μπαρσελόνα, Ζουάν Γκαμπέρ, Ελβετό, λάτρη του ποδοσφαίρου και ιδρυτή και άλλων ομάδων, τον κυνηγάει το καθεστώς Ριβέρα τόσο, που τον εξαναγκάζει να παραιτηθεί». Η εις βάρος του κατηγορία είναι «υπόθαλψη και προώθηση του Καταλανικού Εθνικισμού».

Ο ιδρυτής της Μπάρσα είναι Ελβετός, που αποφάσισε να γίνει Καταλανός, κυνηγήθηκε από την Ισπανική δικτατορία γιατί «υπέθαλψε τον Καταλανικό Εθνικισμό» – όταν τα βάζεις όλα στη σειρά, λένε μόνα τους που είναι το δίκηο.

Ο Πρόεδρος που δεν ξεχνάς

«Το δεύτερο, είναι ο Τζουζεπ Σουνιόλ. Ένας διανοούμενος εκλεγμένος στην τοπική βουλή τη δεκαετία του ’30. Με το που ξεκινά ο ισπανικός εμφύλιος, τον κυνηγούν, τον ψάχνουν, επισκέπτεται Δημοκρατικούς κάπου κοντά στη Μαδρίτη, κάνει μια βόλτα σε ένα λάθος σημείο, τον συλλαμβάνουν οι Φαλαγγίτες [οι Φρανκικοί] και τον εκτελούν με συνοπτικές διαδικασίες. Ήταν εν ενεργεία πρόεδρος της Μπαρτσελόνα και εκτελέστηκε με εντολή του Φράνκο. Δεν το ξεχνάς αυτό». Ήταν η 6η Αυγούστου του 1936. Ο Σουνιόλ υπήρξε αριστερός, στρατευμένος στην Δημοκρατική Αριστερά, Esquerra Republicana de Catalunya, που σήμερα μέλη της βρίσκονται φυλακισμένα για τους ίδιος λόγους που εκείνος εκτελέστηκε από τους φασίστες. Oι Καταλανοί και το κίνημα ανεξαρτησίας ήταν ο πρώτος στόχος του Φράνκο, από κάθε άποψη, άλλωστε.

«Ακόμη πιο σημαντική ιστορία ήταν εκείνη του 1943, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μπαρσελόνα Ρεάλ, στον ημιτελικό της Κόπα Χενεραλίσιμο – το κύπελλο είχε πάρει το όνομα του Φράνκο. Στον πρώτο αγώνα οι Καταλανοί φίλαθλοι γιουχάρουν την Ρεάλ καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Μόνο γιούχα, τίποτε άλλο. Μέχρι τη ρεβάνς, το κλίμα δυναμιτίζεται από την Καστίλλη. Η εφημερίδα Μάρκα βγαίνει με τίτλους τύπου, ‘Θα τους Λειώσουμε’. Στον επαναληπτικό υπάρχει κλίμα τρομοκρατίας. Και μιλάμε για το Τσαμαρτίν, για γήπεδα εκείνης της εποχής, βρίσκονται είκοσι εικοσιπέντε χιλιάδες άνθρωποι σε απόσταση αναπνοής από τους παίκτες της Μπαρτσελόνα, τους πετάνε αντικείμενα, πέτρες, τους απειλούν. Στα αποδυτήρια τους επισκέπτεται ο Διευθυντής Ασφαλείας του καθεστώτος, ο αντ’ αυτού του Φράνκο, και ‘εξηγεί’ στους παίκτες της καταλανικής ομάδας ‘πόσο γεναιόδωρη είναι η Ισπανία που τους κρατά υπό τη σκέπη της’.». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το είπε ακόμη πιο χύμα: είχαν οικογένειες και αγαπούσαν τη ζωή, σωστά; «Ο αγώνας έληξε 11-1. Και χαρακτηριστικό είναι ότι, ο τότε πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, ο Ενρίκε Περάλτ, διορισμένος από το Φράνκο, οπαδός του Χενεραλίσιμο, στην προσπάθεια αποπολιτικοποίησης του ποδοσφαίρου, παραιτήθηκε με το τέλος του αγώνα.». Kι ένας νεαρός φασίστας δημοσιογράφος, ονόματι Χουάν Αντόνιο Σάμαρανγκ, που θέλησε να γράψει την αλήθεια για όσα συνέβησαν, πέρασε δέκα χρόνια εκτός εφημερίδων, χωρίς γραφίδα, παρά την κομματική του ταυτότητα.

Η Ρεάλ, αγαπημένη ομάδα του Χενεραλίσιμο Φράνκο, που τη στήριξε με κάθε τρόπο. Η Βαρκελώνη, η ομάδα του Καταλανικού λαού, η φωνή των αγώνων του, που ακόμη κι όταν χάνει, όσο και αν τον πληγώνει τόσο τον πορώνει. Η Μπαρτσελόνα κι οι οπαδοί της ήταν στο στόχαστρο της δικτατορίας. Το σύνθημα Mes que un club, περισσότερα από ένας σύλλογος, γεννιέται ακριβώς την εποχή της Δικτατορίας. Σημαίνει δημοκρατικές αξίες και καταλανική ταυτότητα – αδιαχώριστα, όπως και σήμερα, στο κίνημα της Ανεξαρτησίας.  Έτσι, οι παίκτες της Μπάρσα δεν είναι απλώς παίκτες. Γίνονται φορείς της μνήμης αγώνων – με κάθε έννοια της λέξης-, σύμβολα, και οι προδοσίες τους αποτελούν προδοσίες εν καιρώ πολέμου και αντιμετωπίζονται αναλόγως. Και υπάρχουν αποδείξεις.

Υπόθεση Αλφρέδο Ντι Στέφανο και Υπόθεση Λούις Φίγο

Ο Ντι Στέφανο έπαιζε, δανεικός από την αρχεντίνικη Ρίο ντε λα Πλάτα, στην κολομβιανή Μιλιονάριος και είχε κερδίσει το ενδιαφέρον και της Μπάρσα και της Ρεάλ. Η Μπάρσα τον απέκτησε και ενημέρωσε σχετικά τη FIFA, η οποία και ενέκρινε την αγορά. Οχι ότι αυτό είχε σημασία για τη χούντα. Ο Ντι Στέφανο έπαιξε δύο φιλικά με τη Μπάρσα, λίγο πριν ο Φράνκο επέμβει νομοθετικά, απαγορεύοντας στις Ισπανικές Ομάδες να αγοράζουν ξένους παίκτες. Και μόλις απελευθερώθηκε ο Ντι Στέφανο από τη Μπάρσα, η κυβέρνηση της Μαρδίτης αποφάσισε ότι ο Ντι Στεφανο θα παίξει εναλλάξ, μια διετία για τη Μπάρσα και μία για τη Ρεάλ. Το επόμενο βήμα ήταν να δώσει η Μπαρτσελόνα το Ντι Στέφανο «πλήρως» στη Ρεάλ, με όλο το παρασκήνιο που μπορεί να φανταστεί κανείς – ο διορισμένος πρόεδρος της Μπάρτσα δε θα χαλούσε το χατήρι του Χενεραλίσιμο… Τα οκτώ πρωταθλήματα κι οι πέντε ευρωπαϊκοί τίτλοι που χάρισε ο ΝτιΣτέφανο στη Ρεάλ ακόμη στοιχειώνουν την ιστορία και των δύο ομάδων.

Ο Φίγο ήταν το αγαπημένο παιδί των Καταλανών. Και, προχώρησε στην έσχατη προδοσία. Το 2000 πήγε στη Ρεάλ. Από τότε, ήταν ο αγαπημένος στόχος των Καταλανών. Η περίφημη γουρουνοκεφαλή που του πέταξαν, μεταξύ άλλων, στην έδρα τους, ενώ ετοιμαζόταν να χτυπήσει κόρνερ για τη Ρεάλ, εξετέθη λίγα χρόνια αργότερα, το 2008 στην έκθεση «Πάθος στις Κερκίδες», του μουσείου της Μπάρσα, συντηρημένη σε φορμόλη.

Αν το Πάθος στις Κερκίδες είναι η δύναμη της Μπάρσα, οι άδειες, σιωπηλές κερκίδες έγιναν η διαμαρτυρία της σε όσα συμβαίνουν σήμερα στην Καταλωνία. Ίσως η πιο περίεργη μέρα στην Ιστορία της πολυαγαπημένης μπλαουγκράνα, ήταν η 1η Οκτωβρίου 2017, η μέρα του Δημοψηφίσματος του Καταλανικού Λαού. Το Καμπ Νοου, χωρητικότητας περίπου 100.000, ήταν άδειο. Ο λαός της Βαρκελώνης ήταν στους δρόμους και δεχόταν τη βάναυση επίθεση των 15.000 αστυνομικών που είχαν φέρει οι αρχές της Μαδρίτης εκτάκτως στην πόλη, για να καταπνίξουν κάθε προσπάθεια διεξαγωγής του δημοψηφίσματος. Η ομάδα του έριχνε το ένα μετά το άλλο στη Λας Πάλμας, αλλά χαρά δεν μπορούσε να υπάρξει – φωνές, όπως εκείνες που συγκλόνιζαν την πόλη το 2002, δεν ακούγονταν πουθενά. Οι μόνες φωνές ήταν ενός λαού που δεχόταν απρόκλητη και βάναυση επίθεση. Και η σιωπή της ομάδας, στο άδειο γήπεδο, που η ίδια είχε αποφασίσει να κλείσει στο κοινό, όταν δεν έγινε δεκτό το αίτημα για αναβολή του αγώνα. Κανείς δεν ήταν στο γήπεδο να τραγουδήσει το τραγούδι της ανεξαρτησίας στο 17ο λεπτό και 14ο δευτερόλεπτο – εις μνήμην της πολιορκίας της Βαρκελώνης το 1714, κατά την παράδοση.

Κανείς δεν άνοιξε τις σημαίες της Ανεξαρτησίας στις εξέδρες. Το καταλανικό κίνημα και η ομάδα του ήταν πάντα ενωμένοι – έτσι και τώρα. Ο λαός της Καταλωνίας έχει την ομάδα του. Οπως και το βασιλικό ή φραγκικό καθεστώς τη δική του ομάδα. Την ώρα που το Καμπ Νου ήταν σιωπηλό, οι οπαδοί της Ρεάλ κουνούσαν όλο χαρά Ισπανικές σημαίες στο παιγνίδι της ομάδας τους. Οχι αθλητικές, όχι τοπικές: Ισπανικές.

Μικρός φόρος τιμής, σαν υστερόγραφο

Είναι πολλές οι ιστορίες από τους πολιτικά φορτισμένους αγώνες μεταξύ των δύο ομάδων που δεν χωρούν σε ένα άρθρο. Και πολλά τα ονόματα που έπαιξαν ρόλο. Με ένα να ξεχωρίζει:  αυτό του Γιόχαν Κρόυφ, ενός ακόμη Καταλανού από Μεταγραφή – όπως και ο ιδρυτής της Μπάρσα. Τη σημερινή Μπάρσα, ποδοσφαιρικά, τη χρωστάμε στον Κρόυφ. Μια πολιτική μεταγραφή, και μια πανάκριβη μεταγραφή, από τον Άγιαξ στη Βαρκελώνη του 1973, που άλλαξε την ιστορία της ομάδας και του Καταλανικού Ποδοσφαίρου, και με εκείνο το θρυλικό 5-0, πήρε το μισό αίμα μας πίσω.

Ο Κρόυφ ήθελε να πάει στην Μπαρτσελόνα. Ήταν απέναντι στη Δικτατορία του Φράνκο, διάλεγε την ομάδα που θα του επέτρεπε να το εκφράσει, είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι «Δεν θα έπαιζε ποτέ για μια φασιστική ομάδα σαν τη Ρεάλ Μαδρίτης». Είχε βαφτίσει το γιό του Ζόρντι, το καταλανικό του Γιώργος, την εποχή που η καταλανική γλώσσα απαγορεύονταν. Και σαν ποδοσφαιριστής και, μετά το ’88, σα μάνατζερ, στήριξε την ομάδα του όπως κανείς και έχτισε τα τσικό και τους εφήβους, προπονώντας τους ο ίδιος πολλές φορές. Υπήρξε ίσως η πιο ωραία υπενθύμιση όσων αυτή η ομάδα σημαίνει για όλους εμάς, τους εκτός συνόρων οπαδούς της, και όσων της χρωστάμε, ως έκφρασης μιάς περήφανης και αριστερής πολιτικής στάσης, εκφρασμένης στο πιο λαϊκό παιγνίδι του κόσμου.