«Για μια ακόμα φορά η Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών σώζουν την Ελλάδα στο πάρα πέντε από τη χρεοκοπία», αναφέρει στο σημερινό φύλλο της η «De Tijd» σε ανάλυση υπό τον τίτλο «Η ευρωζώνη συμφωνεί για ένα σχέδιο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους». Αν και η λύση που προκρίθηκε έχει έναν μάλλον «εμβαλωματικό» χαρακτήρα, θα είναι η πρώτη φορά που όλοι θα αναγκαστούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να σωθεί η Ελλάδα, παρατηρεί η εφημερίδα επισημαίνοντας ότι προβλέπονται αυτόματοι μηχανισμοί για την περίπτωση εκτροχιασμού του χρέους. Παράλληλα επισημαίνεται ότι η εκταμίευση των δόσεων θα γίνεται μόνον εάν και εφόσον έχουν εκπληρωθεί αυστηρές προϋποθέσεις.
Όπως εξάλλου σημειώνεται, η Αθήνα κατάφερε να εξασφαλίσει επιμήκυνση δύο ετών για την υλοποίηση του προγράμματος και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στα επίπεδα του 4,5% του ΑΕΠ. Όσον αφορά το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, η εφημερίδα αναφέρει ότι δεν κατέστη δυνατό να εξασφαλιστεί το «πράσινο φως» από τη Γερμανία, με αποτέλεσμα να προκριθεί τελικά ένα μίγμα μέτρων προκειμένου το δημόσιο χρέος να πέσει στα επίπεδα του 124% του ΑΕΠ το 2020 και του 110% το 2022.
Σύμφωνα πάντως με την εφημερίδα, αν και το ελληνικό πρόβλημα «παραμένει ουσιαστικά άλυτο», η κατάσταση «θα σταθεροποιηθεί για κάποιο διάστημα», ενώ και το ΔΝΤ εξακολουθεί να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Ακόμη, συμπληρώνει η εφημερίδα, από τη στιγμή που τα χρήματα θα καταβάλλονται τμηματικά, η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να διατηρεί έναν ισχυρό μοχλό πίεσης προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα κατά τρόπο τέτοιο ώστε να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα παραμένουν το μεγάλο ερωτηματικό, ενώ δεν αποκλείονται εκ νέου προσαρμογές στο πρόγραμμα διάσωσης τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα το ελληνικό πρόβλημα να μην έχει ακόμα βρει την οριστική του λύση.
Για μια «περίπλοκη συμφωνία που κατέστη δυνατή κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή προκειμένου να μην προκληθεί πανικός στις αγορές», κάνει λόγο εκτενής ανάλυση, η οποία δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της «De Standaard» υπό τον τίτλο «Η Ευρώπη βοηθάει την Ελλάδα να περάσει τον χειμώνα». Κατά την εφημερίδα, η συμφωνία αυτή «ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό τις παρούσες συνθήκες», καθώς οι διαφωνίες ΕΕ-ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους «παραμένουν αγεφύρωτες».
Η εφημερίδα υπογραμμίζει ότι το ποσό των 44 δισ. ευρώ που θα λάβει συνολικά η Ελλάδα αποτελεί το άθροισμα όλων των δόσεων που δεν είχαν εκταμιευτεί το προηγούμενο διάστημα επειδή η χώρα δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Όπως σημειώνεται, η καταβολή των χρημάτων τελεί υπό την αίρεση της εκπλήρωσης συγκεκριμένων, αυστηρών, όρων από την πλευρά της Ελλάδας, ενώ αναγκαία είναι η έγκριση των κοινοβουλίων των κρατών-μελών. Παραμένει ακόμα ανοιχτό κατά πόσον η Γερμανία θα ζητήσει και νέες εγγυήσεις για την καταβολή των επόμενων δόσεων, προσθέτει η εφημερίδα.
Επισημαίνεται ακόμη ότι, προς το παρόν, δεν προβλέπεται αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, παρά τις έντονες πιέσεις που ασκεί το ΔΝΤ, διότι κάτι τέτοιο δεν θεωρείται πολιτικά εφικτό, ιδίως στη Γερμανία όπου τα περιθώρια ελιγμών της Γερμανίδας καγκελαρίου είναι πολύ περιορισμένα εν όψει των εκλογών του προσεχούς Σεπτεμβρίου. Η εφημερίδα εκτιμά ότι η Γερμανίδα καγκελάριος θα θελήσει -εν ευθέτω χρόνω- να «περάσει» από τη γερμανική Βουλή σε ένα και το αυτό νομοσχέδιο τόσο την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους όσο και τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας προς την Ισπανία.
Σημειώνεται πάντως ότι η αντίδραση των αγορών υπήρξε θετική κυρίως επειδή επιτεύχθηκε συμφωνία και αποφεύχθηκε ο κίνδυνος επέκτασης της κρίσης στην Ισπανία.
Ανακεφαλαιώνοντας, η εφημερίδα θεωρεί ότι η σωτηρία της Ελλάδας δεν είναι «καθόλου σίγουρη». «Μπορεί μεν η Ελλάδα να κέρδισε χρόνο βραχυπρόθεσμα, ωστόσο σε βάθος χρόνου η χορήγηση νέων δανείων θα καταστεί αναπόφευκτη διότι οι δημοσιονομικοί στόχοι που έχουν τεθεί δεν είναι ρεαλιστικοί», υποστηρίζει η εφημερίδα. Και τούτο διότι για να φέρει το χρέος στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και στο 110% το 2022, η Ελλάδα θα πρέπει από το 2006 κι ύστερα να σημειώνει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 4,5%, παρατηρεί η εφημερίδα. Από οικονομικής απόψεως η εν λόγω συμφωνία «δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καλή», εκτιμά η εφημερίδα, «καθώς οι δύσκολες αποφάσεις μετατέθηκαν για το απώτερο μέλλον, ενώ και η αξιοπιστία της τρόικας, που παραμένει βαθιά διχασμένη, δέχτηκε ένα καίριο πλήγμα». Ως εκ τούτου, χρειάζονται καινούργιες προσπάθειες σε πολιτικό επίπεδο, ει δυνατόν το συντομότερο, προκειμένου να επιλυθεί το ελληνικό πρόβλημα, καταλήγει η εφημερίδα.
Εξάλλου στην έντυπη έκδοση της γαλλόφωνης οικονομικής εφημερίδας «L' Echo» δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Εκατομμύρια Βέλγοι για να σώσουν την Ελλάδα».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, η απόφαση ευρωζώνης-ΔΝΤ για παροχή παράτασης στην Ελλάδα και ελάφρυνσης του χρέους της κατά 40 δισ. ευρώ δείχνει πως η Ελλάδα «σώθηκε για μια ακόμα φορά, όχι όμως για πολύ».
Όσον αφορά το Βέλγιο, σημειώνει η εφημερίδα, αυτή η συμφωνία μεταφράζεται σε απώλεια κερδών ύψους 90 εκατ. ευρώ για το πρώτο έτος: από τη μια πλευρά, τα διμερή δάνεια που έχει δώσει στο πλαίσιο του πρώτου πακέτου διάσωσης θα αποφέρουν στο Βέλγιο 20 εκατ. ευρώ λιγότερα ετησίως. Επιπλέον, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας θα αρνηθεί τα κέρδη της από τα ελληνικά ομόλογα. Η μείωση του μερίσματος θα αγγίξει τα 70 εκατ. ευρώ για το πρώτο έτος και στη συνέχεια θα μειώνεται έως ότου φτάσει τα 2 εκατ. ευρώ το 2020.
«Χρειαζόταν μια απόφαση, υπήρξε μια απόφαση», σχολιάζει στη συνέχεια ο κ. Ροχάρτ, οικονομικός αναλυτής της εφημερίδας, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι η νέα συμφωνία δεν πείθει κανέναν. Οι αγορές δεν έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πολλοί οικονομολόγοι αμφισβητούν τη βιωσιμότητά της. Για να γίνει η Ελλάδα βιώσιμη, πρέπει να επιστρέψει σε σταθερή ανάπτυξη. Και κανείς δεν είναι σε θέση να πει από πού θα προέλθει αυτή η «θεόσταλτη ανάκαμψη». Γιατί λοιπόν να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να ανταποκριθεί στα χρέη της, διερωτάται ο κ. Ροχάρτ.
Στην έντυπη έκδοση της ίδιας εφημερίδας δημοσιεύεται ακόμη κύριο άρθρο-ανάλυση με τίτλο «Ελληνικό χρέος: πολλή φασαρία για το τίποτα» όπου σχολιάζεται αρνητικά η αναποφασιστικότητα των Ευρωπαίων στην αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος. «Δυο εβδομάδες αγωνίας, τρεις συναντήσεις του Eurogroup, περισσότερες από τριάντα ώρες συνομιλιών. Και όλα αυτά για τέσσερις μικρές ποσοστιαίες μονάδες», σχολιάζει η εφημερίδα σημειώνοντας πως το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση αφιέρωσαν τόσο πολύ χρόνο μόνο και μόνο για να συμφωνήσουν ότι η Ελλάδα θα μειώσει το χρέος της στο 124% του ΑΕΠ της αντί του 120%.
«Εντυπωσιακό. Ο καθορισμός μιας τόσο ακριβούς λεπτομέρειας, δεδομένης και της αβεβαιότητας που επικρατεί στην ευρωζώνη, αξίζει συγχαρητηρίων», σχολιάζει ειρωνικά.
Όσον αφορά τη συμφωνία του Eurogroup, ο αναλυτής της εφημερίδας «κάνει τους υπολογισμούς» του καταλήγοντας ότι το συνολικό όφελος της Ελλάδας είναι μηδαμινό σε σχέση με τα 15 δισ. ευρώ που η Ελλάδα πληρώνει ετησίως σε τόκους. «Μπροστά σε αυτό τον τοίχο, οι ειδικοί μας “σκαρφίστηκαν” την ιδέα επαναγοράς του ελληνικού χρέους από την ίδια την Ελλάδα σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή». Οι ιδιώτες πιστωτές θα πρέπει να είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν για δεύτερη φορά σε μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων, επισημαίνει ο αρθρογράφος, και προσθέτει ότι αυτό γίνεται «χωρίς να υπολογίζουμε ότι μια τέτοια περιπέτεια σπρώχνει την Ελλάδα σε νέο δανεισμό».
«Τελικά, πρέπει να λύσουμε άλλον ένα γόρδιο δεσμό», τονίζει. Ο λόγος που δεν υπήρξε λύση ήταν γιατί οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε αδιέξοδο. Το ΔΝΤ προσπάθησε να πιέσει προς την κατεύθυνση μιας νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που διακρατεί ο επίσημος τομέας, ενώ οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης προς το παρόν αντιστάθηκαν. Η Γερμανία έχει εκλογές τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. «Και όλοι ελπίζουμε ότι η Ελλάδα θα μπορέσει ως τότε να κρατηθεί όρθια», καταλήγει η εφημερίδα.