του Διονύση Σκλήρη

Προσφάτως, ο νεοφιλελεύθερος κυρίαρχος λόγος επισείει ένα νέο εκβιαστικό δίλημμα αν εγκρίνουμε την (υπαρκτή ή όχι) καταστρατήγηση της δημοκρατίας στη Βενεζουέλα, αν επιθυμούμε ή όχι να συνεχίζει να λιμοκτονεί ο λαός της κ.ο.κ. Στο σημείωμα αυτό, θα αποφύγουμε παρόμοια διλήμματα και θα προσπαθήσουμε να δείξουμε σταδιακά τον επιτελεστικό ρόλο που έχει η πίεση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, όπως εκφράζεται από ισχυρές υπερδυνάμεις και τους θεσμούς που έχουν καταφέρει να σχηματίσουν, επί μιας αδύναμης πειραματιζόμενης «επαναστατικής» χώρας, χωρίς να διστάσουμε να αναφέρουμε ποικίλα λάθη του τσαβικού πειράματος. Η προσπάθειά μας αυτή γίνεται εν θερμώ, ενώ η εξέλιξη είναι άδηλη, διότι θεωρούμε ότι η ιστορία της Βενεζουέλας έχει παρ’ όλα αυτά να μας δώσει κάποια συμπεράσματα ή και «διδάγματα», δυστυχώς αβέβαια και μέσα από πείνα και αίμα συγκεκριμένων ανθρώπων. Ένα σύντομο σημείωμα δεν μπορεί, βεβαίως, να αποδώσει δικαιοσύνη στις πολύπλοκες και πολύπλευρες διαστάσεις του θέματος, οπότε η εξέτασή μας θα συνεχιστεί και σε μελλοντικά σημειώματα παράλληλα με την εξέλιξη του δράματος.

Θα μπορούσαμε να δούμε ως εξής την εξέλιξη του τσαβισμού:

Α) 1999-2002

Σε μια πρώτη περίοδο από την εκλογή του το 1999 έως το πραξικόπημα του 2002, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Ούγκο Τσάβες είναι ένας μετριοπαθής σοσιαλδημοκράτης, ο οποίος προσπαθούσε να συνδυάσει την ιδεολογία του «Τρίτου Δρόμου» της δεκαετίας του 1990 με την τοπική κληρονομιά του μπολιβαριανού εθνικισμού . Είχε τη σοσιαλδημοκρατική προτεραιότητα να δημιουργήσει ένα κράτος πρόνοιας, αλλά και να προκαλέσει μια μεγαλύτερη ποικιλία στην οικονομική ζωή της Βενεζουέλας, η οποία θα έπρεπε να στηρίζεται όχι μόνο στο πετρέλαιο, αλλά και στη γεωργία και τον κατασκευαστικό τομέα.

Β) 2002-2006

Το πραξικόπημα του 2002 εναντίον του Τσάβες, το οποίο υποστηρίχθηκε από τις Η.Π.Α. άλλαξε δραστικά την κατάσταση. Απέναντι σε μια αμερικανοκίνητη αντιπολίτευση που θα είχε στη διάθεσή της πολλούς διαφορετικούς τρόπους για να τον υπονομεύσει, ο Τσάβες αποφάσισε να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες σε μια ορισμένη λαοκεντρική ιδεολογία, που ονομάζουμε πλέον «τσαβισμό» και η οποία σχηματίστηκε στα έτη 2002-2006. Βοηθήθηκε δραστικά από τη διεθνή συγκυρία, όπου κυριαρχούσαν οι εξής παράμετροι: 1. Η κάθετη αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά την περίοδο διακυβέρνησης του George Bush του Νεωτέρου. 2. Η εμπλοκή του τελευταίου στις κοστοβόρες και αιμοβόρες περιπέτειες του Αφγανιστάν και του Ιράκ, που σήμαιναν μια σχετική υποτίμηση της Λατινικής Αμερικής. 3. Η ανάδυση νέων αριστερών κυβερνήσεων στη Νότια Αμερική, σε Αργεντινή, Βραζιλία, Βολιβία, Ισημερινό και Βολιβία. Από το 2002, ο Τσάβες δεν είναι πια ένας απλός σοσιαλδημοκράτης, έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και μιλάει πλέον για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Έχει ως πρόταγμά του τη συμμετοχική δημοκρατία, και φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε προβεβλημένο Νοτιοαμερικανό ηγέτη, οικειοποιούμενος εν πολλοίς και την κληρονομιά του Φιντέλ Κάστρο, κάτι που δεν ίσχυε ακριβώς πριν το 2002. Στηρίζεται πλέον όλο και περισσότερο στο πετρέλαιο, όχι, όμως, τόσο για να επενδύσει στη βαριά βιομηχανία και σε έργα υποδομής, αλλά για να στηρίξει μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον συνεταιριστικό τομέα, δεσμεύοντας στον «τσαβισμό» τους υποστηρικτές του. Ως προς αυτό διέφερε από τον Carlos Andrés Pérez (Πρόεδρος 1974-1979, 1989-1993), ο οποίος είχε μεν εθνικοποιήσει πετρελαϊκές εταιρείες, αλλά με σκοπό την ανεξαρτητοποίηση της χώρας με ενίσχυση της κατασκευαστικής της δυναμικής (εννοούμε εδώ την πρώτη θητεία του Carlos Andrés Pérez, και όχι τη δεύτερη που κατέληξε στην παράδοση της χώρας του στη μέγγενη του Δ.Ν.Τ.). Ο Τσάβες, αν και θα επιθυμούσε την αυτάρκεια της χώρας του, ήταν αναγκασμένος να στηρίξει την επισφαλή από πραξικοπήματα εξουσία του στη λαϊκή βούληση και το έκανε με την προώθηση μιας σειράς πρωτοβουλιών, όπως συνεταιρισμοί και κοινοτικά συμβούλια στο τοπικό επίπεδο βάσης, που καθίσταντο δυνατά χάρη στην άνθηση μιας μονότροπης οικονομίας βασισμένης στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου.

Από το 2003, έχουμε τις Βολιβαριανές αποστολές, ένα σύνολο τριάντα κοινωνικών προγραμμάτων, που επικέντρωναν στην καταπολέμηση της φτώχειας, την κοινωνική δικαιοσύνη, την παιδεία, τον αλφαβητισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη στέγαση των φτωχοτέρων, τη βιοποικιλότητα, την αντιμετώπιση οικολογικών κινδύνων, αλλά και τη στράτευση ως μέσο στήριξης των κατακτήσεων του λαού. Ορισμένα επιτεύγματα που μπορούν να πιστωθούν στον Τσάβες είναι ότι από το 2004 και μετά το πραγματικό εισόδημα ανά κάτοικο μεγάλωνε κατά 2% κάθε χρόνο, αντιστρέφοντας μια μακροχρόνια φθίνουσα πορεία, η φτώχεια μειώθηκε κατά 49% και η ακραία φτώχεια κατά 63% . Ο αριθμός ηλικιωμένων Βενεζουελανών που ελάμβανε σύνταξη τριπλασιάστηκε και η χώρα γνώρισε μια μοναδική στην Ιστορία της πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση.

Γ) 2006- 2009

Με την πανηγυρική επανεκλογή του Τσάβες το 2006 αρχίζει μια περίοδος εθνικοποιήσεων κύριων τομέων της παραγωγής, όπως του ηλεκτρισμού και των τηλεπικοινωνιών. Ο Τσάβες ακολούθησε έναν αυστηρό συγκεντρωτισμό, προκειμένου να έχει τον έλεγχο, κάτι που δυσαρέστησε όσους αριστερούς υποστηρικτές του έλπιζαν σε αυτοδιαχείριση ή σε μία μεγαλύτερη δύναμη των συνδικάτων. Σε κάθε περίπτωση, οι εθνικοποιήσεις συνέβησαν σε ένα αντίξοο περιβάλλον, όπου το ancien régime αποτελείτο από μία ευάριθμη πλην πανίσχυρη ελίτ μεγαλοϊδιοκτητών, συνδεομένων εν πολλοίς με την εκμετάλλευση του πετρελαϊκού πλούτου, καθώς και από ξένους επενδυτές. Οι εθνικοποιήσεις αυτές βασίστηκαν σε έναν από τα πάνω συγκεντρωτισμό, ο οποίος συνυπήρχε με την αυξημένη ισχύ του κράτους της Βενεζουέλας λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, αλλά φαίνεται ότι δεν υπήρξε χρόνος παρά μόνο για ad hoc λύσεις, και όχι για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Λ.χ. δεν έγιναν ανάλογα έργα υποδομών για τις συγκοινωνίες ή για την εκπαίδευση εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού που θα στελέχωνε τις εθνικοποιημένες βιομηχανίες, με αποτέλεσμα αυτές να μην μπορούν πάντα να λειτουργούν εύρυθμα. Η αυτοπεποίθηση, πάντως, του καθεστώτος αντικατοπτρίστηκε και στη δυνατότητά του να δανείζεται για να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες των προγραμμάτων του, όπως οι βολιβαριανές αποστολές. Σημειωτέον, σε κάθε περίπτωση, ότι ο Τσάβες χρειαζόταν τη στήριξη αφοσιωμένων στρατιωτικών και στελεχών, όπως και του λαού, λόγω των διαρκών εξωτερικών επιβουλών, καθώς και το ότι η διαφθορά ήταν ενδημική στη Βενεζουέλα πολύ πριν αναλάβει ο Τσάβες την εξουσία και δεν ήταν κάτι που έφερε δήθεν η ιδεολογία του τσαβισμού.

Δ) 2010-2013

Από το 2010 περίπου, ενώ είναι ακόμη Πρόεδρος ο Τσάβες, οι διεθνείς αλλαγές έχουν αντίκτυπο στη Βενεζουέλα σε σχέση πάντως και με τις εγχώριες επιλογές. Μια από τις επιλογές αυτές είναι η τεχνητά υψηλή ισοτιμία του νομίσματος bolivar με το δολάριο και η μη υποτίμησή του.  Η υψηλή αυτή ισοτιμία καθιστούσε ευχερείς τις εισαγωγές, το οποίο μπορεί να ήταν σημαντικό γιατί κάποιες συγκεκριμένες βασικές εισαγωγές ήταν ενδεχομένως αναγκαίες. Υπάρχει, ασφαλώς, μια θεμελιώδης ασυμμετρία ότι ενώ η Βενεζουέλα είναι μεγάλος εξαγωγέας βαρέος πετρελαίου, εξαρτάται από το εξωτερικό για να εισάγει λοιπά σημαντικά προϊόντα. Τα δολάρια που κερδίζει από τις εξαγωγές πετρελαίου είναι πολύτιμα για να συντηρηθεί ο λογαριασμός των εισαγωγών. Αυτό ήταν μάλλον αναγκαίο στην προτεραιότητα της συγκράτησης της ακραίας φτώχειας και της πρόσβασης πλατειών μαζών του πληθυσμού σε ορισμένα βασικά εισαγόμενα αγαθά. Η μη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ήταν, λοιπόν, σαν ένα είδος επιδότησης που εξασφάλιζε αναγκαία αγαθά. Η πολιτική αυτή όμως, έκανε, αντιστρόφως, πολύ δύσκολες τις εξαγωγές προϊόντων πλην του πετρελαίου, με αποτέλεσμα μια περαιτέρω αύξηση της μονοτροπίας του πετρελαίου στη βενεζουελανική οικονομία. Συνέβη τότε ένας φαύλος κύκλος, καθώς η αγορά εξωτερικού συναλλάγματος και εισαγομένων προϊόντων ήταν ό,τι πιο κερδοφόρο μπορούσε να κάνει ένας επιχειρηματίας, εις βάρος της εγχώριας παραγωγής, που με εξαίρεση τις πετρελαϊκές εταιρείες, καθίσταντο μη βιώσιμες και μη ανταγωνιστικές ως προς τα εισαγόμενα προϊόντα. Καθώς διατίθενταν από κρατικές τράπεζες δολάρια σε μια συνθήκη ραγδαία αυξανόμενου πληθωρισμού, επιχειρηματίες και ιδιώτες είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν την τύχη τους να αγοράσουν δολάρια φτηνά από την κρατική τράπεζα και μετά να τα πουλήσουν ακριβότερα, κερδοσκοπώντας. Μακροπρόθεσμα, όμως, ο φαύλος αυτός κύκλος σημαίνει ότι εντέλει και η ίδια η Κεντρική Τράπεζα δεν θα έχει πια άλλο ξένο συνάλλαγμα και τέλος ότι οι ίδιες οι εισαγωγές δεν θα είναι ευχερείς, καθώς η Βενεζουέλα δεν θα μπορεί να τις πληρώσει . Πέραν των καθαρώς οικονομικών, ένας λόγος που η κυβέρνηση της Βενεζουέλας, όχι μόνο επί Τσάβες, αλλά και μετά το 2013, κυρίως, επί Μαδούρο, οπότε εκτραχύνθηκε το πρόβλημα, δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει αυτήν την πολιτική, ήταν ότι αυτό θα αποτελούσε επιπλέον και παραδοχή πολιτικής ήττας στον θεωρούμενο ως πόλεμο του διεθνούς νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού εναντίον της Βενεζουέλας.

Ε) 2013-2019

Ο Ούγκο Τσάβες έπρεπε να δώσει έναν διμέτωπο αγώνα κατά της υπονόμευσής του από το εξωτερικό και κατά της εσωτερικής του υπονόμευσης από την αρρώστια του καρκίνου, έναν αγώνα που ο ίδιος ενίοτε έβλεπε ως ενιαίο. Όταν κατέληξε το 2013, δεν έγιναν ευρύτερες ζυμώσεις για την ανάδειξη του διαδόχου του, αλλά επελέγη ο Νικολάς Μαδούρο, ο οποίος προερχόταν από ένα συνδικαλιστικό υπόβαθρο, κυρίως με το σκεπτικό ότι αυτός θα μπορούσε να απευθυνθεί περισσότερο στις μεγάλες μάζες των Βενεζουελανών. Ο Μαδούρο δεν άλλαξε τη γενική πολιτική, αλλά η διαφορά ήταν ότι τώρα αυτή εφαρμοζόταν σε ένα περιβάλλον πτώσης των τιμών του πετρελαίου, ταυτόχρονα με την εμμονή στην υψηλή ισοτιμία bolivar και δολαρίου. Επιπλέον, από ένα σημείο και πέρα η προτεραιότητα της κυβέρνησης να αποτρέψει μια παλινόρθωση του ancien régime σήμανε ότι σε συνδυασμό με τις οικονομικές αυτές εξελίξεις έχασε τον έλεγχο της διαφθοράς των ίδιων της των στελεχών, λ.χ. στρατιωτικών που πρωτοστατούσαν στην παραοικονομία. Και εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι ιδίως επί Μαδούρο δεν έγινε προσπάθεια να αλλάξει η πολιτική ισοτιμίας του bolivar με το δολάριο, ακριβώς για να είναι ευχαριστημένοι οι στρατιωτικοί, που αποτελούσαν έναν κύριο πυλώνα στήριξης ενός επισφαλούς καθεστώτος, και κάποιοι από τους οποίους κέρδιζαν από αυτήν την κατάσταση. Πρέπει, όμως, να επισημάνουμε ότι η συνεχής επιθετικότητα των Η.Π.Α. ιδίως προς τον Μαδούρο από το 2014 ενέτεινε την αίσθηση επισφάλειας του τελευταίου και την ανάγκη του να έχει μαζί του τον στρατό. Ο Μαδούρο εν πολλοίς σύρθηκε σε μία συντηρητική οικονομική πολιτική, μακροπρόθεσμα καταστροφική, ακριβώς για να έχει μαζί του τον στρατό και τον λαό, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσει την οξεία επιθετικότητα των Η.Π.Α. που απεργάζονταν την ανατροπή του. Ένας φαύλος κύκλος οικονομικής πολιτικής, ωστόσο, επέσυρε μια ακόμη μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια. Ταυτοχρόνως, συμβαίνει η παγκόσμια πτώση των τιμών του πετρελαίου, η οποία δεν ήταν και μια αμιγώς οικονομική εξέλιξη, αλλά είχε σχέση με μια επαναδιάταξη της γεωπολιτικής κατά την περίοδο της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα. Επρόκειτο για μια θεαματικότατη πτώση από τα 100 στα 30 δολάρια το βαρέλι. Οι εσωτερικές εξελίξεις στη Βενεζουέλα είχαν οδηγήσει στο να ισοδυναμούν τα έσοδα από πετρέλαιο στο 95% των εσόδων από εξαγωγές, στο 60% των δημοσιονομικών εσόδων και στο 12% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Οπότε η καταστροφή ήταν ταχύτατη.

Στη Βενεζουέλα άνθισε η παραοικονομία, καθώς μάλιστα υπήρχαν επιδοτήσεις για ορισμένα προϊόντα, που μπορούσαν, όμως, να τα μεταπωλούν στη Μαύρη Αγορά, ενώ η εύρεση άλλων καθίστατο δυσχερής λόγω της πτώσης των εισαγωγών, που αποτελούσαν άλλοτε τον κανόνα. Η κρίση άγγιξε τα πάντα, ακόμη και την ίδια τη βιομηχανία πετρελαίου, καθώς η ξηρασία και τα προβλήματα στην υδροηλεκτρική παραγωγή σήμαιναν ότι δυσκόλευε ακόμη και η εξαγωγή του πετρελαίου, αλλά και η αναγκαία ανάμειξή του με άλλα είδη που εισάγονταν από το εξωτερικό. Ο τσαβισμός στο μεταξύ δεν κατόρθωνε να αντιμετωπίζει νέους τρόπους υπονόμευσής του. Οργανισμοί όπως η USAid και το National Endowment for Democracy έκαναν δυναμικές παρεμβάσεις. Ακτιβιστές φοιτητές ανελάμβαναν αγώνα εναντίον της κυβέρνησης με όπλο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία μπορούσαν να διοχετεύουν ψευδές υλικό, χωρίς η κεντρική κυβέρνηση να μπορεί να προβαίνει σε λεπτομερείς τεκμηριωμένες διαψεύσεις ανάλογες της εναντίον της προπαγάνδας. Η προπαγάνδα αυτή είναι στις προτεραιότητες της ετερόκλητης αντιπολίτευσης. Λ.χ. ο Leopoldo López, ηγέτης του κόμματος της αντιπολίτευσης Voluntad Popular και ανήκων στην οικονομική ελίτ, συνεργάζεται στενά με τον εξάδελφό του Thor Halvorssen, ο οποίος με το ίδρυμα Oslo Freedom Foundation πρωτοστατεί στην εμπέδωση του αφηγήματος ότι ειδικά στη Βενεζουέλα υπάρχει καταπάτηση δικαιωμάτων. Το 2013-2014 υπήρξαν έντονες διαδηλώσεις με νεκρούς, τους οποίους, όμως, προκάλεσε και η αντιπολίτευση με τη διαβόητη μέθοδό της να στήνει σύρματα στους δρόμους, αποκεφαλίζοντας φιλοκυβερνητικούς μοτοσικλετιστές. Στο μεταξύ τα δυτικά μήντια δεν εξετάζουν την προέλευση των νεκρών και θεωρούν ως μοναδικό υπεύθυνο την κυβέρνηση. Το γεγονός, πάντως, ότι αυτό που βασικά έχει να προσφέρει η αντιπολίτευση είναι δάνεια από το Δ.Ν.Τ. με αντίτιμο μια σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική ιδιωτικοποίησεων του εθνικού πλούτου, που την έχει γνωρίσει πολλές φορές η Νότια Αμερική στο παρελθόν, κάνει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να υποστηρίζει τον Μαδούρο έναντι της αντιπολίτευσης. Η υποστήριξη του λαού προς τον τσαβισμό οφείλεται εξάλλου ότι αποτέλεσε ένα επαναστατικό κίνημα που οδήγησε σε μια μοναδική συνειδητοποίηση και πολιτικοποίηση ευρείες μάζες, οι οποίες μέχρι τότε περίμεναν παθητικά είτε το επόμενο πραξικόπημα από τις Η.Π.Α., είτε να τους δοθούν άνωθεν κάποια δικαιώματα, αν οι πραξικοπηματίες κατέρρεαν. Ο τσαβισμός, αντιθέτως, μεταμόρφωσε κάτωθεν τις κοινωνικές σχέσεις και ενέταξε νέα στρώματα στο κοινωνικό σώμα.

Καθίσταται, επομένως, ώριμο το να δώσουν οι Η.Π.Α. τη χαριστική βολή στη Βενεζουέλα με τη μορφή κυρώσεων. Το 2014 επί Barack Obama εντείνονται δραστικά οι κυρώσεις, ενώ το 2015 η Βενεζουέλα θα πάρει επισήμως τη μορφή «επικίνδυνου παρία», καθώς χαρακτηρίζεται ως «απειλή για την ασφάλεια των Η.Π.Α.». Παραλλήλως, καταρρέουν με διάφορους τρόπους οι αριστερές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, άλλοτε ως αποτέλεσμα δικαστικών πραξικοπημάτων και άλλοτε διά εξωτερικών πιέσεων. Αλλά ακόμη περισσότερο είναι ο Trump που δίνει τη χαριστική βολή με κυρώσεις το 2017 που σημαίνουν ότι η χώρα αποκλείεται από τον δανεισμό και τις συναλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α.. Οι κυρώσεις αυτές ήταν πλέον σε ισχύ να πλήξουν την ίδια την πετρελαιοπαραγωγική δυνατότητα της Βενεζουέλας. Η Βενεζουέλα πρακτικά έχασε τη δυνατότητα πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές. Με πλέον πρόσφατο επεισόδιο το τραπεζικό πραξικόπημα της Τράπεζας της Αγγλίας να απορρίψει το δικαίωμα της Βενεζουέλας να έχει πρόσβαση στα ίδια της τα αποθέματα αξίας 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε χρυσό. Οι απώλειες λόγω των κυρώσεων δεν είναι αμελητέες. Μεταξύ 2013 και 2017 η Βενεζουέλα έχασε περί τα 250-350 δισεκατομμύρια δολάρια σε παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών ως αποτέλεσμα των κυρώσεων αυτών, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Λατινοαμερικανικής Γεωπολιτικής Στρατηγικής και της Μονάδας Οικονομικού Διαλόγου (UDE), ισοδύναμη με απώλεια 12.200-13.400 δολαρίων το χρόνο άνα άτομο. Συνέδραμαν, ασφαλώς, οι γνωστοί διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, όπως οι Standard & Poors και Moody’s, που καθόρισαν το επιτόκιο κινδύνου σε τιμή άνω των 2000 μονάδων, φθάνοντας μέχρι και 5000 έως 6000 μονάδες, χειρότερα, δηλαδή, από εμπόλεμες χώρες, όπως η Συρία. Οι αμερικανικές κυρώσεις απαγορεύουν τις συναλλαγές σε νομίσματα που εκδίδει η κυβέρνηση της Βενεζουέλας, στοχοποιούν συγκεκριμένα άτομα αλλά και σταματούν αμερικανικές εταιρείες ή ιδιώτες από το να αγοράζουν και να πουλούν χρέος της Βενεζουέλας ή της πετρελαϊκής εταιρείας PDVSA . Πρόκειται για έναν αποκλεισμό που έχει προσφυώς χαρακτηριστεί ως το αντίστοιχο μιας μεσαιωνικής πολιορκίας μιας πόλεως . Στους δυσμενείς παράγοντες για τη Βενεζουέλα, δέον να προσθέσουμε και τη γεωπολιτική τάση της κυβέρνησης του Donald Trump να αποδεσμευτεί από τη Μέση Ανατολή, λ.χ. από τη Συρία, και να επικεντρώσει στην Αμερική, στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου νέου δόγματος Monroe, στους αντίποδες της λογικής του Bush νεωτέρου στα χρυσά χρόνια του τσαβισμού.

Στη συγκυρία αυτή εμφανίζεται ο Juan Guaidó, βολικά ανήκων φυλετικώς στους mestizo, ήτοι στους μιγάδες ιθαγενούς, ευρωπαϊκής και αφρικανικής καταγωγής, που αποτελούν την πλειονότητα στη Βενεζουέλα και ιδίως στα φτωχά στρώμματα, που στηρίζουν τον τσαβισμό. Εκπαιδευμένος στο Βελιγράδι, όπου είχε την ευκαιρία να μάθει τις μεθόδους με τις οποίες ανετράπη το καθεστώς Μιλόσεβιτς από έξωθεν χρηματοδοτούμενες «αντιεξουσιαστικές» οργανώσεις, όπως η Otpor, που έδωσε την «τεχνογνωσία» της και σε βελούδινα ή αιματηρά πραξικόπηματα στην Ανατολική Ευρώπη, μετέβη στη συνέχεια στην Ουάσινγκτον όπου είχε ως μέντορα τον Luis Enrique Berrizbeitia, διευθυντή του Δ.Ν.Τ. ενεργοποιούμενο στο προτσαβικό ancien régime της Βενεζουέλας. Ο Guaidó θα ανήκει από το 2010 στο κόμμα Voluntad Popular του Leopoldo López και θα συμμετάσχει από το 2014 στις ομάδες guarimbas. Πρόκειται για ομάδες που στο πλαίσιο της δυναμικής αντιπαράθεσης προς την κυβέρνηση κάνανε μπλόκα, κατέστρεφαν υποδομές με πλέον διαβόητη πρακτική τη χρήση ατσάλινων συρμάτων που αποκεφάλιζαν φιλοκυβερνητικούς μοτοσικλετιστές (guaya). Όντας πιο νέος και λιγότερο διαιρετικός από τον López, θα πάρει από τους Αμερικανούς το χρίσμα να ηγηθεί του αγώνα έως εσχάτων για την ανατροπή του καθεστώτος Μαδούρο.

Η Βενεζουέλα ζει, λοιπόν, μια κρίσιμη καμπή, έχοντας απέναντί της την υπερδύναμη των Η.Π.Α., που έχει δείξει πολλές φορές στο παρελθόν  ότι θέλει την καταστροφή και τον εμφύλιο σε μια χώρα ως αυτοσκοπό, προκειμένου να μπορέσει στη συνέχεια να τη «σώσει», φέρνοντας όχι τη «δημοκρατία», αλλά τη δημοκρατία ως «brand name» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που πλιατσικολογεί τους αδυνάμους, με κύριο σκοπό, όχι μόνο την πλιατσικολόγηση καθ’ εαυτήν, αλλά κυρίως την εμπέδωση διεθνών σχέσεων ισχύος με πρώτη προτεραιότητα την διαιώνιση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού σε συνδυασμό με τον έλεγχο του πετρελαίου ως μιας υλικής βάσης του χαρακτήρα του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού. Στο πλαίσιο αυτό η Αριστερά εγκαλείται για νιοστή φορά να απαντήσει αν «είναι με τον Μαδούρο», αν θεωρεί ότι υπάρχει στη Βενεζουέλα πραγματική δημοκρατία ή όχι κ.ο.κ. Πρόκειται για ερωτήματα που η Αριστερά οφείλει ευθύς εξαρχής να απαξιώσει ως ένοχα. Στο παρόν σημείωμα προσπαθήσαμε να δείξουμε τον σημαντικό επιτελεστικό ρόλο που έχει η αμερικανική ισχύς, οικονομική, στρατιωτική και θεσμική, στη σκλήρυνση ενός καθεστώτος, τη σταδιακή ανάγκη του να στηριχθεί σε μια λαϊκιστική εκδοχή της δημοκρατίας με έρεισμα και τον στρατό, τις τρικλοποδιές στο οικονομικό πεδίο που καθιστούν τον σοσιαλισμό δύσκολα βιώσιμο σε ένα αντίξοο διεθνές περιβάλλον. Προσπαθήσαμε, επίσης, να δείξουμε και ενδεχόμενα λάθη του τσαβισμού, ήδη από την εποχή του Ούγκο Τσάβες, αλλά εκτραχυμένα επί Μαδούρο, όχι για να απαντήσουμε σε ψευδείς ερωτήσεις με τις οποίες μας εγκαλεί ο κυρίαρχος νεοφιλελεύθερος λόγος, αλλά για να αντλήσουμε τα δικά μας διδάγματα για το μέλλον. Σε ένα δεύτερο μελλοντικό σημείωμα θα προσπαθήσουμε να επικεντρώσουμε περισσότερο σε παρόμοια διδάγματα.