Θέλω να συγχαρώ το υπουργείο που αποφάσισε επιτέλους να θέσει τις βάσεις για μια αναγέννησή του εκδοτικού χώρου υπό την ομπρέλα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, ενός οργανισμού για τον οποίο, πέρα από τον βαρύγδουπο τίτλο, δεν γνωρίζω πολλά πράγματα – αλλά μάλλον θα φταίω εγώ. Υποθέτω ότι ασφαλώς έχει προσφέρει πάρα πολλά στον πολιτισμό μας.
 
Έγραψα ότι ο χώρος του βιβλίου είναι εθνικά κρίσιμος και προφανώς σ’ αυτή την εκτίμηση συμπίπτουμε με τον κ. Πάνο Παναγιωτόπουλο, ο οποίος ανέθεσε την προεδρία του εν λόγω οργανισμού σε έναν ακραιφνή εθνικόφρονα -αν και άσχετο με το αντικείμενο- τον καθηγητή Χριστόδουλο Γιαλλουρίδη, γνωστό μεταξύ άλλων από τη δράση του στο δίκτυο 21, κοιτίδα του σημερινού περιβάλλοντος του πρωθυπουργού.
 
Τόση δε ήταν η αποφασιστικότητα του υπουργείου, που έσπευσε με νομοθετική ρύθμιση να ανοίξει το δρόμο για την τοποθέτηση του Γιαλλουρίδη αίροντας το ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας του καθηγητή και της άμισθης θέσης του προέδρου σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς εποπτευόμενους απ’ αυτό.  
 
Είναι σπουδαία η χειρονομία της κυβέρνησης να σκύψει πάνω από το βιβλίο και να επιχειρήσει να αναγεννήσει τον κλάδο. Σε τέτοιους καιρούς και σε τέτοια καθεστώτα όπως αυτό που ζούμε τα βιβλία συχνά τα καίνε στις πλατείες, τα καταδιώκουν, τα ενοχοποιούν, τα αποστρέφονται. Ενώ η δική μας εθνική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, συνεπικουρούμενη -καθόλου συμπτωματικά- και από το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, απλώνει τις φτερούγες της προστατευτικά πάνω από τον χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων.
 
(Επί τη ευκαιρία, γέλασα πολύ διαβάζοντας τις δηλώσεις του κ. Γιαλλουρίδη στη χθεσινή συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Ανάμεσα σε άλλα ανέφερε ότι «η προσπάθεια της αναγέννησης θα ξεκινήσει με την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων του ΕΙΠ στις χώρες όπου έχει παραρτήματα. Η εξόφληση των χρεών, στην οποία θα μας συνδράμει το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, είναι υπόθεση εθνικής αξιοπρέπειας». Απ’ ό,τι φαίνεται, χρωστάμε παντού. Το πρωτογενές πλεόνασμα που λέγαμε.)
 
Η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου ήταν εκείνη που διέλυσε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, γυρίζοντας την πλάτη στην κατεξοχήν βιομηχανία του πνεύματος. Ετούτοι, αντιθέτως, σπεύδουν να διορθώσουν το λάθος και να της δώσουν την αναγκαία ώθηση. Βέβαια, ο υπουργός, μέσα στην αδημονία του να προαγάγει το βιβλίο υποστήριξε ότι στο πλαίσιο του ΕΙΠ διατηρούνται όλες οι αρμοδιότητες του ΕΚΕΒΙ. Όλες; Δεν θα το ’λεγα. Μάλλον όσες έχουν απομείνει – δηλαδή σχεδόν καμία. Μέσα στον ενθουσιασμό του, ο υπουργός παρέλειψε να σημειώσει μερικές λεπτομέρειες όπως η κατάργηση του αλήστου μνήμης Βιβλιονέτ, αυτού του μοναδικού βιβλιογραφικού εργαλείου που είχε αναβαθμίσει την αγορά του βιβλίου, την επιστημονική και την ατομική έρευνα και τη βιβλιοθηκονομία.
 
Όχι ότι υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να υπεραμυνθεί κανείς του ΕΚΕΒΙ. Η ύπαρξη μιας εθνικής πολιτικής για το βιβλίο απείχε και απέχει όσο η μεταμόρφωση των σχολείων και των πανεπιστημίων -κυρίως των σχολείων-, ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν να ερευνούν και να μυούνται στην απόλαυση του βιβλίου και της λογοτεχνίας, όσο ένας οργασμό δράσεων που θα έφερναν το βιβλίο στην καρδιά της καθημερινότητάς μας, της ψυχαγωγίας και του πολιτισμού μας, όσο η δημιουργία πολλών δημόσιων και δημοτικών δανειστικών βιβλιοθηκών παντού.
 
Και μια που μιλάμε για δημόσιες βιβλιοθήκες, θυμήθηκα τι απάντησε ο μεγάλος αστυνομικός συγγραφέας Ντάσιελ Χάμετ τις μαύρες μέρες του μακαρθισμού σε δημόσια εξέτασή του από τον κυβερνήτη της πολιτείας, όταν εκείνος τον ρώτησε αν ήταν στη θέση του κατά πόσον θα επέτρεπε βιβλία σαν τα δικά του να υπάρχουν στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Αν ήμουν κυβερνήτης θα καταργούσα τις δημόσιες βιβλιοθήκες, ήταν η πληρωμένη απάντησή του (με δικά μου λόγια, όπως τη θυμάμαι), θέλοντας να δείξει πόσο απειλητική είναι για την κάθε εξουσία η διάδοση των βιβλίων.