Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εγκρίνει στις 20 Φεβρουαρίου την επόμενη δόση για την Ελλάδα, ανοίγοντας τον δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγορών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποστηρίζει ο Μαρκ Τζίλμπερτ σε άρθρο του στο Bloomberg.
Ο αρθρογράφος σημειώνει ότι με τις εκλογές να πλησιάζουν στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, καθώς και μία πιθανή διαμάχη να διαφαίνεται σχετικά με τον λογαριασμό από το Brexit, το τελευταίο που χρειάζεται η ΕΕ είναι μία ακόμη ελληνική κρίση.
«Η Ελλάδα είναι πάλι στη δημοσιότητα για όλους τους λάθος λόγους. Η διαμάχη μεταξύ του ΔΝΤ και της ΕΕ απειλεί να αποτρέψει μία συμφωνία διάσωσης στις 20 Φεβρουαρίου, όποτε θα συνεδριάσουν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης. Και οι δύο πλευρές πρέπει να παραδεχθούν τις προσπάθειες που έχει κάνει η Ελλάδα για να ενισχύσει τα φορολογικά έσοδα, να πουλήσει δημόσια περιουσία και να επαναφέρει την οικονομία στην ανάπτυξη», τονίζει ο αρθρογράφος. Υπάρχει ο κίνδυνος, προσθέτει, να συρθεί η συζήτηση έως το καλοκαίρι, όταν οι αυξημένες λήξεις ελληνικού χρέους θα προσδώσουν μία νέα αίσθηση επείγοντος στην αποτυχία.
Το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ συνεδρίασε τη Δευτέρα για να συζητήσει για την Ελλάδα, με την ανακοίνωση που εκδόθηκε να δείχνει αυξανόμενες διαφορές για το τι πρέπει να γίνει το επόμενο διάστημα.
«Οι περισσότεροι εκτελεστικοί διευθυντές συμφώνησαν με τα βασικά σημεία της αξιολόγησης των στελεχών του Ταμείου, ενώ κάποιοι διευθυντές είχαν διαφορετικές απόψεις για τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους», ανέφερε η ανακοίνωση. Αν και οι περισσότεροι διευθυντές θεώρησαν αποδεκτό ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ, κάποιοι τάχθηκαν υπέρ ενός πλεονάσματος 3,5%, «ένα επίπεδο που λίγες χώρες έχουν επιτύχει ποτέ και που φαίνεται απίθανο να επιτύχει η Ελλάδα», σημειώνει ο Τζίλμπερτ.
Οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας θέλουν το ΔΝΤ να εγκρίνει την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος πριν προχωρήσουν στην εκταμίευση της επόμενης δόσης. Το ΔΝΤ, ωστόσο, βλέπει την ανάγκη για «εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών», διεύρυνση της βάσης για τη φορολογία φυσικών προσώπων και επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αναφορικά με τις ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Επανέλαβε, επίσης, την έκκλησή του για ελάφρυνση του χρέους, δηλώνοντας ότι «η περαιτέρω ελάφρυνση θα χρειασθεί για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του χρέους», καθώς προβλέπει ότι αυτό θα αυξηθεί στο 275% του ΑΕΠ το 2060 από 181% φέτος. Χωρίς την αναγνώριση από τους πιστωτές της Ελλάδας ότι η δυνατότητα της οικονομίας της «να επιτυγχάνει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό είναι περιορισμένη και ότι χρειάζεται περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η Ελλάδα θα παραμείνει μία περίπτωση χωρίς ελπίδα», καταλήγει το άρθρο.