H «Λαϊκή Συνέλευση ενάντια στην καύση σκουπιδιών» είναι η συλλογικότητα που είχε οργανώσει το μαζικό συλλαλητήριο στις 13 Ιουνίου στην πόλη του Βόλου, που είχε χτυπηθεί εντελώς αναίτια από την αστυνομία, με σωρεία αυθαιρεσιών και περιστατικών αστυνομικής βίας. Ντοκουμέντα και μαρτυρίες εκείνης της ημέρας είχε αποκαλύψει το TPP.

Η ανακοίνωση, που όπως υποστηρίζουν οι συντάκτες του κείμενου, απαντάει στην παραπληροφόρηση, μεταφέρει τι συνέβη στις 14 Ιουνίου, όταν ο Βασίλης Μάγγος ξυλοκοπήθηκε άγρια από αστυνομικούς:

«Στις 14 Ιουνίου ξυλοκοπήθηκε έξω από τα δικαστήρια του Βόλου από τις δυνάμεις καταστολής, όταν παραβρέθηκε για να συμπαρασταθεί στους συλληφθέντες της πορείας 13/6 ενάντια στην καύση σκουπιδιών από την ΑΓΕΤ/Lafarge. Μετέπειτα βασανίστηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Βόλου έξω από την οποία τον άφησαν – στην αντίθετη άκρη της πόλης από το νοσοκομείο – με επτά σπασμένα πλευρά, θλάση στο συκώτι και την χοληδόχο κύστη, χωρίς καν να καλέσουν ασθενοφόρο. Τότε τυχαία σύντροφοι που πήγαν στο επισκεπτήριο του συλληφθέντα της πορείας, τον βρήκαν ημιθανή στο δρόμο.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τεράστια σωματική κατάπτωση, ανάλογο ψυχολογικό βάρος, καθώς και οικονομικό κόστος, αφού δε μπορούσε να συνεχίσει να εργάζεται. Tο κλίμα κρατικής καταστολής μέσω της αστυνομικής τρομοκρατίας και της δικαστικής πίεσης προς τον κινηματικό κόσμο του Βόλου που αγωνίζεται ενάντια στο θάνατο της τοπικής κοινωνίας (καύση σκουπιδιών ΑΓΕΤ-Lafarge, ιδιωτικοποίηση νερών Σταγιατών, αυταρχική δημοτική αρχή Μπέου) είχε και έχει στο στόχαστρο του αγωνιστές, όπως ο Βασίλης. Πιο συγκεκριμένα, ήταν ολοφάνερο το μετατραυματικό στρες που υπέστη μετά τη δολοφονική επίθεση σε βάρος του από πολυάριθμους εκπαιδευμένους άντρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και από τα βασανιστήρια που υπέστη στην Αστυνομική Διεύθυνση.»

Η «Λαϊκή Συνέλευση ενάντια στην Καύση Σκουπιδιών» παράλληλα, εταφέρει κι ένα κλίμα πιέσεων με σκοπό την καταστολή των αντιδράσεων γύρω από τα ζήτηματα που μαστίζουν την πόλη του Βόλου:

«Παράλληλα, από την διαδήλωση έως τον θάνατο του Μπίλι έχει ανοιχτεί μια αέναη δικογραφία για να καλύψει την αστυνομική αυθαιρεσία που αφορά πάνω από 20 άτομα με τακτικές μαφίας, ποινικοποιώντας φιλικές, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις. Εκβιάζουν και απειλούν σε εργασιακούς χώρους, σπίτια διαδηλωτών, συγγενείς συντρόφων. Στήνουν παρακρατικούς μηχανισμούς με τσιράκια, βαλτούς και μπράβους, οι οποίοι προσπαθούν να προβοκάρουν τον αγώνα μας εξυφαίνοντας έτσι το παραμύθι των δύο άκρων (πέσιμο δέκα ατόμων σε συναυλία οικονομικής ενίσχυσης των συλληφθέντων Πέμπτη 1/7 με απειλές και τραμπουκισμούς). Με τέτοιες πρακτικές η κυβερνητική εξουσία εφαρμόζει το δόγμα «νόμος και τάξη», ώστε να πνίξει τις κοινωνικές αντιδράσεις.»

Αναφέροντας στη συνέχεια την προσπάθεια της οικογένειας να μεταφερθεί η σωρός του στη Λάρισα, για ιατροδικαστική εξέταση, η «Λαϊκή Συνέλευση» καταλήγει λέγοντας:

«Μπορεί να μη γνωρίζουμε ακόμα τα ιατρικά αίτια του θανάτου του, ούτε κατά πόσο φυσικοί αυτουργοί είναι οι μπάτσοι της 14ης Ιούνη, αλλά αναγνωρίζουμε σίγουρα ως ηθικό αυτουργό το κράτος και τις δομές εξουσίας του, είτε επίσημες, είτε ανεπίσημες. Η ψυχολογική βία που υπέστη και με ό,τι αυτή συνεπάγεται δε μπορεί
να αποδειχθεί με μια ιατροδικαστική απόφαση. Η ενοχή της αστυνομίας είναι δεδομένη!»

Υπενθυμίζεται ότι αναφορά σε έμμεσες συνέπειες από τον ξυλοδαρμό έκανε και ο πατέρας του 27χρονου, μιλώντας στο tvxs.gr:

«Δεν λέμε ότι το παιδί μας πέθανε από τα τραύματα. Δεν λέμε πως αυτά ήταν η άμεση αιτία θανάτου του. Ξέρουμε όμως ότι αυτός ο ξυλοδαρμός, που είχαν πέσει δέκα πάνω του και του έσπασαν τα πλευρά, επηρέασε πολύ την ψυχολογία του. Αυτό δεν θα το δείξει καμία ιατροδικαστική έρευνα. Ο γιος μας λοιπόν δεν ήταν ένας Γρηγορόπουλος, δεν διεκδικούμε κάτι τέτοιο. Αλλά αγωνιζόταν ενάντια σε ένα αστυνομικό κράτος καταστολής. Δεν θέλουμε ένα κίνημα για το παιδί μας. Ένα κίνημα για την αστυνομική βία χρειαζόμαστε».

Σημειώνεται επίσης ότι η νεκροψία – νεκροτομή θα πραγματοποιηθεί σήμερα, στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, .