Παρακολούθησα χθες βράδυ με μεγάλη προσήλωση δύο πολιτικές συνεντεύξεις. Η μία του Αλέξη Τσίπρα στον Σκάι και η άλλη του Σταύρου Θεοδωράκη στο Mega.
 
Εσείς τώρα μπορεί να περιμένετε συγκρίσεις μεταξύ των δύο πολιτικών, αλλά εμένα άλλο είναι το δικό μου μαράζι.
 
Θέλω, λοιπόν, να συγχαρώ τους δύο δημοσιογράφους που πήραν τη συνέντευξη από τον Αλέξη Τσίπρα. Το λέω με μεγάλη ειλικρίνεια και χωρίς το παραμικρό ίχνος ειρωνείας, πολύ δε περισσότερο συναδελφικής κακεντρέχειας.
 
Ίσως κάποιοι να αμφιβάλλουν για την επαγγελματική επάρκεια της Σίας Κοσιώνη και του Παύλου Τσίμα. Δεν συγκαταλέγομαι ανάμεσά τους, πιστεύω ότι και οι δύο είναι πολύ ικανοί και έμπειροι δημοσιογράφοι.
 
Υπήρξαν λοιπόν και οι δύο άψογοι. Ευγενείς αλλά και αυστηροί. Ήπιοι αλλά και επίμονοι. Πάσχισαν με συστηματικό τρόπο να στριμώξουν τον Αλέξη Τσίπρα στα σκοινιά με διεισδυτικές ερωτήσεις σε όποια πεδία θεώρησαν ως αδύναμα σημεία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ: Για το περίφημο plan Β σε περίπτωση που οι διαπραγματευτικές κρούσεις της μελλοντικής κυβέρνησης της Αριστεράς δεν ευοδωθούν, για τη σύγκριση των διαπραγματευτικών ικανοτήτων του κ. Τσίπρα με τον κ. Σαμαρά, για τους συνδικαλιστές και τους πολιτικούς που προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ έχουν προσχωρήσει ή θα προσχωρήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ, για την πολιτική των συμμαχιών, για το ενδεχόμενο συνεργασίας με τους «Ανεξάρτητους Έλληνες», το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι ή το ΚΚΕ σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας, για τον εξωραϊσμό των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η χώρα, για την επίσκεψη στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στο City του Λονδίνου, για την πιθανότητα η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει θρυαλίδα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμα και για το ενδεχόμενο να αποσύρουν τις καταθέσεις τους οι Έλληνες φοβούμενοι της πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ τον ρώτησε ο Παύλος Τσίμας, ακροβατώντας στα όρια της δεοντολογίας σε σχέση με την ασφάλεια του εθνικού νομίσματος.
 
Ό,τι πρέπει, δηλαδή, να ρωτάνε και όπως πρέπει να συμπεριφέρονται οι δημοσιογράφοι όταν παίρνουν συνέντευξη, σε κρίσιμη συγκυρία, από έναν πολιτικό αρχηγό.
 
Αν γίνεται αυτή η συζήτηση, αν χρειάζεται να εξαίρουμε τα αυτονόητα, είναι βέβαια γιατί αυτού του είδους η επαγγελματική συμπεριφορά σπανίως επιδεικνύεται από τους δημοσιογράφους των καναλιών και των μεγάλων εφημερίδων για πολιτικούς άλλων χώρων, ιδίως εκείνων που ασκούν εξουσία.
 
Παράξενο βέβαια αυτό. Γιατί ενώ του Τσίπρα δεν έχεις και πολλά να του προσάψεις, σκάνδαλα, οδυνηρές για το λαό αποφάσεις, ευθύνες για την εκτόξευση των spreads, για την έκρηξη της ανεργίας, για τα λουκέτα, για την κατεδάφιση της παιδείας, της υγείας και του κοινωνικού κράτους, για τη διατήρηση του πελατειακού κράτους, για μίζες και για ιδιωτικοποιήσεις, στους πολιτικούς που ασκούν εξουσία τα τελευταία εκατό χρόνια η πλειονότητα των δημοσιογράφων συμπεριφέρονται με μεγάλη αιδημοσύνη και αβρότητα, και όλ’ αυτά τα θέματα τα αφήνουν να περάσουν ασχολίαστα, μετατρέποντας συνήθως τις συνεντεύξεις σε υγιεινούς περίπατους και σε άσκηση δημοσίων σχέσεων.
 
Και όμως, έτσι, όπως χθες το βράδυ, πρέπει να λειτουργούν οι δημοσιογράφοι, ανεξαρτήτως του ποιον έχουν απέναντί τους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τα γαλόνια του ή τα ένσημά του, τον θώκο του, τις διεθνείς σχέσεις του ή την επιρροή του στο τραπεζικό σύστημα. Έτσι πρέπει να συμπεριφέρονται στον αυριανό πρωθυπουργό, όπως άλλωστε και στον εν ενεργεία, τον πρώην ή τον εν αναμονή. Και πιο σκληρά ακόμα, θα έλεγα, με χτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη και με προβοκατόρικες ερωτήσεις, ώστε να τον βγάλουν από τη συνηθισμένη του ατζέντα, ώστε να καταδείξουν τις αντιφάσεις της πολιτικής του ως τις ακραίες συνέπειές της, ώστε να τον μπερδέψουν και να τον παραδώσουν στους τηλεθεατές -αν το μπορούν- όπως είναι πραγματικά, και όχι όπως τον έχουν κατασκευάσει το κύρος της όποιας εξουσίας του και το ταλέντο των ίματζ μέικερς.
 
Για τη συνέντευξη του Σταύρου Θεοδωράκη στον Γιάννη Πρετεντέρη δεν χρειάζεται να πω πολλά, ήταν ισοδύναμη με τις ανάλογες συνεντεύξεις του Αντώνη Σαμαρά ή του Γιάννη Στουρνάρα, στην ίδια εκπομπή, αν εξαιρέσεις μια εσάνς οικειότητας, η οποία δικαιολογείται από τον μακροχρόνιο επαγγελματικό συγχρωτισμό των δύο ανδρών στα ίδια τηλεοπτικά στούντιο και δημοσιογραφικά γραφεία. Και οι δημοσιογράφοι άνθρωποι είναι.
 
Ήταν μια ωραία ψυχαγωγική εκπομπή, όπως αυτές που μερικές φορές πραγματοποιούν οι έγκυροι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι καλώντας εκτάκτως για συνέντευξη κάποιο αστέρι του καλλιτεχνικού κόσμου ή μια τηλεπερσόνα. Μια συνέντευξη πάντως που αδικεί κατά κάποιον τρόπο το πολιτικό προφίλ του Σταύρου Θεοδωράκη, ο οποίος χρειάζεται να καταδείξει κάποια στιγμή τις ικανότητές του υπό συνθήκες δημοσιογραφικής πίεσης, εφόσον επιδιώκει να κατοχυρώσει το ριζοσπαστικό πολιτικό προφίλ ενός ανθρώπου που παράτησε μια πετυχημένη καριέρα για να επιβάλει στο πεπαλαιωμένο πολιτικό σύστημα την κοινή λογική και έναν νέο πολιτικό άνεμο.
 
Ιδού λοιπόν η ευκαιρία για τους δύο δημοσιογράφους του Σκάι, να συνεχίσουν στο ίδιο μοτίβο την καλή πρακτική τους ζητώντας συνέντευξη από τον Σταύρο Θεοδωράκη, κι έπειτα από τους άλλους αρχηγούς κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού.
 
Αν υποθέσουμε, δηλαδή, ότι θα καταδεχτεί ο πρωθυπουργός να κάνει διάλογο με τον οποιονδήποτε δημοσιογράφο, πράγμα που, από όσο μπορώ να θυμηθώ, έχει να κάνει περισσότερο από ένα χρόνο, σ' εκείνη την εκπομπή του Γιάννη Πρετεντέρη όπου είχε δώσει τη ρητή του υπόσχεση για το δωρεάν Wi Fi σε όλους τους Έλληνες, «επειδή το είχε ψάξει το θέμα».
 
Θα έχουν άλλωστε έτοιμη την πρώτη ερώτηση…