Υπάρχει μια έκφραση που, καθώς ετοιμαζόμαστε για τον νέο γύρο διαμαρτυριών και κινητοποιήσεων και ενόψει του νέου καλέσματος στην Πλατεία Συντάγματος για τις 3 Σεπτεμβρίου, αρμόζει έξοχα στο δίλημμα που θα ήθελα να περιγράψω. Κρατώ την κομψή διατύπωση: «Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι».

Φυσικά, οποιαδήποτε πρόθεση συνεύρεσης συνδέεται με μια διαδικασία πειθούς, όπου οι ασυμβατότητες αμβλύνονται, ενώ τονίζονται οι συνάφειες και οι συμφωνίες. Είμαστε, ωστόσο, συνήθως εναργείς ως προς τα όρια μιας τέτοιας διαδικασίας. Μια μονόπλευρη απόπειρα σαγήνης, έστω και αν επιτύχει τον ονομαστικό στόχο της, έχει το γνώρισμα να μεταμορφώνει αυτό τον στόχο σε κάτι που αφήνει μια επίγευση εξαπάτησης – εξ ου και η υπέροχη έκφραση που παρέθεσα. Υπάρχει λοιπόν, αναγνωρίζουμε, μια στιγμή όπου το να πει κανείς «Ναι αλλά όχι με αυτούς τους όρους!» είναι όχι μόνο απαραίτητο αλλά και η υγιέστερη προϋπόθεση προκειμένου η προσέγγιση να έχει πιθανότητα να συνεχίσει και η συνεύρεση να επιτευχθεί ισορροπημένα, δικαιότερα.

Το βρίσκουμε, εν τούτοις, συχνά δύσκολο να αντιληφθούμε αυτή την κρίσιμη καμπή, την άρνηση που εκφράζεται με μια κριτική, με μια επίθεση, ως ζωτικό στοιχείο της προσέγγισης, της επιθυμίας. Συγχωρήστε μου το άλμα από το ζευγάρωμα στο πολιτικό πεδίο – κάτι ουδόλως πρωτότυπο, έτσι κι αλλιώς – αλλά μου φαίνεται ότι η ίδια η ένταση της επιθυμίας και η προσήλωση στον στόχο είναι μόνο μέρος της εξήγησης.
Στις περιστάσεις πολιτικής διαμαρτυρίας που παρατηρούμε περισσεύει η αποδοχή και λείπει η επιφύλαξη και η σκληρή κριτική. Βέβαια, για είμαστε ακριβείς, κριτικές έχουν υπάρξει, συνήθως όμως από τους θέσει «εχθρούς» των διαμαρτυριών. Αντιθέτως, κάθε φορά που επιχειρείται μια αφήγηση του τι συμβαίνει από θέση, αν μη τι άλλο, «συμπάθειας», προς τις διαμαρτυρίες, το αποτέλεσμα φαίνεται να μην μπορεί να ενσωματώσει μια ουσιαστική κριτική. Μοιάζει σαν να θεωρούμε τόσο σημαντικό να σχηματιστεί η εικόνα μιας ένωσης όλων των δυνάμεων, ώστε υπονομεύουμε την ποιότητά της, σαν να μην έχει σημασία τι είδους ένωση τελικά προκύπτει.

Η κύρια αφήγηση είναι η εξής: Μολονότι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, οι διαμαρτυρίες, είτε κατά του πελατειακού καπιταλισμού και των απολυταρχιών στις αραβικές χώρες είτε κατά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και του φιλελευθεροδημοκρατικού συγκεντρωτισμού στην Ευρώπη, μοιράζονται τέσσερα στοιχεία: Εμψυχώνονται κυρίως από νέους, αμφισβητούν ότι οι κοινωνίες εκπροσωπούνται από τις πολιτικές εξουσίες, δυσπιστούν απέναντι στη μεταρρυθμιστική δυνατότητα των υφιστάμενων πολιτικών θεσμών και κατά συνέπεια ζητούν ολοκληρωτική κοινωνική αλλαγή.

Όλα τούτα είναι σωστά. Δεν είναι όμως πολύ χρήσιμα. Και πώς θα μπορούσαν να είναι όταν κύριά τους επιδίωξη αποτελεί να σφυρηλατηθεί ένα αρμονικό, συμπνέον μέτωπο εξέγερσης από τη Δαμασκό ως τη Λισσαβώνα;

Γιατί λοιπόν δεν το κάνουμε, γιατί δεν διατυπώνουμε από θέση «συμπάθειας» μια δριμεία κριτική προς ό,τι μας φαίνεται στις διαμαρτυρίες ελλειμματικό ή έστω προς βελτίωση; Σίγουρα η επιθυμία μας να υπάρχει ένα τέτοιο ευρύ μέτωπο μας κάνει εν μέρει να το επινοούμε, έστω και αν αυτό μας ζητεί προκειμένου να συμφωνήσει να υπάρξει ακόμη και παράλογες παραχωρήσεις. Ωστόσο, όπως έγραψα και πριν, δεν πιστεύω ότι αυτός είναι ο μόνος λόγος.

Κανένας δεν θέλει να είναι «συμπαθών». Η άρνηση της θέσης του, έστω οξυδερκούς, παρατηρητή βρίσκεται στην πολιτισμική ύφανση κάθε ριζοσπαστικού προοδευτισμού: ακόμη και αν στοχάζομαι, είμαι πάνω από όλα μαχητής – αποζητώ πρώτα τον αχό της μάχης κι ύστερα την περισυλλογή του αναγνωστηρίου. (Αρκετοί έχουν τονίσει ότι ο Κάρολος Μαρξ δεν ήταν «απλώς» φιλόσοφος αλλά επαναστάτης, ψυχή των οργανώσεων, όπως η Κομμουνιστική Λίγκα και η Διεθνής. Ο Φρειδερίκος Ένγκελς, παρότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του είτε συγγράφοντας κι επιμελούμενος κείμενα του Μαρξ είτε ως υψηλόμισθος υπάλληλος στην υφαντουργία του πατέρα του, ήταν εν τούτοις πάντα ο «Στρατηγός», διεκδικώντας τα εύσημα για την ισχνή συμμετοχή του στις συγκρούσεις των γερμανικών εξεγέρσεων του 1848. Το αγαπημένο παιδί του ελληνικού αναρχικού χώρου, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, όφειλε μεγάλο μέρος της δυνατότητάς του να διαλύει τις σοσιαλιστικές οργανώσεις στην φημολογούμενη – και εξόχως παραφουσκωμένη – αίγλη του ως μαχητή. Για να μην μιλήσουμε για τον άλλο αγαπημένο των αναρχικών, τον Σεργκέι Νετσάγιεφ, ο οποίος έχει απολαύσει ένα σχεδόν μεταφυσικό πολιτικό κύρος μόνο και μόνο επειδή ήταν – αυτός στ’ αλήθεια – δολοφόνος. Υπάρχουν και πιο σύγχρονα παραδείγματα λιγότερο σπουδαίων και λιγότερο θρυλικών φυσιογνωμιών: ποιος θα ήταν ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ δίχως τα διαπιστευτήρια του «δρόμου» του Μάη ’68, στον οποίο συμμετείχε μάλλον περιορισμένα;) Έχουμε, έτσι, ένα πρόβλημα πολιτισμικής γείωσης: ο ίδιος ο πολιτισμός των διαμαρτυριών τις εμποδίζει να παρατηρήσουν τον εαυτό τους.

Αλλά αν το πολιτισμικό υπόβαθρο είναι αυτό, ποιος είναι ο μηχανισμός της ακύρωσης; Είναι, πιστεύω, η αντιστροφή της Κατάστασης του Επείγοντος: όπως ακριβώς οι κυβερνήσεις μας διατείνονται ότι συμφωνούν κατ’ αρχήν με τις διαμαρτυρίες («αντιεξουσιαστές στην εξουσία») αλλά αυτή δεν είναι μια στιγμή παρά μόνο για ομόνοια και συνευθύνη («μαζί τα φάγαμε», «να βάλουμε όλοι πλάτη») ακριβώς επειδή το Επείγον είναι η «διάσωσή» μας – έτσι και, εν είδει μεγαλειώδους αντικατοπτρισμού, στους κόλπους του υπό διαμόρφωση μετώπου αντίστασης κυριαρχεί η αίσθηση πως δεν πρέπει να εμφανιζόμαστε ως οτιδήποτε λιγότερο από αραγείς διότι, παρά τις όποιες ενστάσεις ή παρατηρήσεις του καθενός, το Επείγον είναι η μάχη που μαίνεται.

Με μια παραδειγματική ιδεολογική διαδικασία, η αντίστροφη αυτή Κατάσταση του Επείγοντος εγγράφεται στη συνείδηση των διαμαρτυρομένων ως αρχή: είμαστε αντιιεραρχικοί και συνεπώς εναντίων των πολιτικών ηγεσιών αλλά και πάσης φύσεως ηγεσιών. Οι αφηγήσεις – οι «λύσεις» – θα προκύψουν από τους ανώνυμους «πολλούς». Έτσι, η ιδεολογία του υποβόσκοντος πολιτικού φόβου απέναντι σε μια κριτική ανατομία των κινημάτων είναι η άρνηση της ιεραρχίας. (Και, από μια άποψη, αυτό είναι εξαιρετικά συνεπές αφού το αντίπαλον δέος της «Άμεσης Δημοκρατίας», η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, το πρόβλημα της «αρμοδιότητας» το γνωρίζει καλά: διορίζουμε πολιτικές ελίτ για να διορίσουν τεχνοκρατικές ελίτ, οι οποίες «κατέχουν» πώς να διευθύνουν τη ζωή μας.)

Θα ήταν λάθος, πάντως, να αρκεστούμε στην (μαρξιστική) ανάλυση ότι η ιδεολογική διαδικασία συσκοτίζει ένα «περιεχόμενο» (τον πολιτικό φόβο της κριτικής) εμφανίζοντας μια «μορφή» (τον αντιιεραρχικό χαρακτήρα των διαμαρτυριών). Αυτό, όπως και για κάθε ιδεολογική διαδικασία, είναι σωστό αλλά η σχέση μορφής και περιεχομένου είναι πιο περίπλοκη: η μορφή αφήνει το ίχνος της στο περιεχόμενο, δεν το επικαλύπτει απλώς. Έτσι, η «αντιιεραρχικότητα» των διαμαρτυριών μπορεί να είναι ιδεολογία – και συνεπώς να διαθέτει μια διάσταση «συσκότισης», ακόμη και «ψεύδους» – αλλά αυτό δεν την κάνει καθόλου λιγότερο γνώρισμα του χαρακτήρα των διαμαρτυριών. (Για μια αντιστοιχία, σκεφτείτε ότι το να πιστεύει κάποιος ότι ο Ιησούς γεννήθηκε από παρθένα είναι καταφανώς ιδεολογία και συσκοτίζει πραγματικές λειτουργίες – όπως τους κοινωνικούς ρόλους των φύλλων, την οικογενειακή οργάνωση κτλ – αλλά αυτό δεν καθιστά καθόλου λιγότερο γνώρισμα του χαρακτήρα αυτού του κάποιου το ότι είναι Χριστιανός: η ιδεολογία του θα τον οδηγήσει εκ νέου σε πράξεις.) Δεχόμενοι, λοιπόν, ότι η ιδεολογία αυτή έχει συνέπειες που με τη σειρά τους διαμορφώνουν τον χαρακτήρα των διαμαρτυριών, ας κάνουμε μια απόπειρα να θέσουμε το όριο και ας μην παρακαλέσουμε άλλο…

Η εμμονή στην αντιιεραρχία είναι καταστροφική. Όσο και αν με συνεπαίρνει η μαχητικότητα – ή ακόμη και, ενίοτε, ο διονυσιασμός – των διαμαρτυριών, η πολιτική τους υπεκφυγή με απογοητεύει. Δεν εννοώ ότι είναι «απολίτικες», αυτά είναι ανοησίες. Είναι όμως δειλές. Φυσικά, η γενναιότητα του «δρόμου» υπάρχει σε πολλούς και μ’ όλο που προηγουμένως τη σάρκασα ελαφρώς ανασύροντας από το χρονοντούλαπο ακόμη κι έναν πολιτικό γελωτοποιό όπως τον Σεργκέι Νετσάγιεφ, στην πραγματικότητα δεν την υποτιμώ: υπό τη διαρκή απειλή της καταστολής, οι τακτικές κινήσεις είναι απαραίτητες και θα είμαι ευγνώμων σε όποιους γεννούν τον φόβο στις ψυχές των πολιτικών και των οικονομικών ελίτ, καθώς και των οργάνων τους, όπως η αστυνομία. (Για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν εννοώ την τρομοκρατία. Όχι βέβαια επειδή είμαι «κατά της βίας» – όπως έχω ξαναγράψει, το να είναι κανείς γενικώς «κατά της βίας» είναι στην καλύτερη περίπτωση ανόητο και στη χειρότερη υποταγή στην κυρίαρχη προπαγάνδα – αλλά επειδή πιστεύω ότι ως τρομοκρατία πρέπει να ορίζουμε ακριβώς εκείνη τη βία που δεν δημιουργεί συλλογικότητες. Γι’ αυτό και θα ήμουν κατά της δολοφονίας ενός τραπεζίτη αλλά υπέρ του αποτελεσματικού εξοπλισμού ομάδων που την επόμενη 29η Ιουνίου – τώρα στη ΔΕΘ, λόγου χάρη – θα πλήρωναν τα ΜΑΤ με το ίδιο νόμισμα και θα τα έκαναν να ματώσουν.) Πρέπει, όμως, να θυμόμαστε ότι πρόκειται για τακτικές κινήσεις και ότι το διακύβευμα είναι άλλο. Και η «αντιιεραρχία», αυτή η πλάνη που μοιάζει να έχει ριζώσει τόσο γερά, μας απομακρύνει από αυτό ίσως και γρηγορότερα από όσο οι κυβερνήσεις, οι στρατοί και η αστυνομίες.

Το ερώτημα που ως αντιιεραρχικές οι διαμαρτυρίες δεν θέτουν και δεν απαντούν είναι: ποιος θα έχει τη εξουσία; (Η αντιιεραρχία είναι πλάνη συν τοις άλλοις επειδή δεν υπάρχει εξάλειψη της εξουσίας. Η εξουσία μόνο ως ασθενή μπορεί να προσλάβει μια σημασία προνομίου ενός ατόμου˙ ως ισχυρή έχει τη σημασία χαρακτηριστικού των σχέσεων. Όποιος θέλει γενικώς να εξαλείψει την εξουσία είναι καταδικασμένος – πρωτίστως να πεθάνει από άγνοια.)

Κάποιοι μας έμαθαν – και, παρά τις στριγκλιές των τιμητών τους, οι οποίοι συχνά φαίνεται να μην έχουν μπει στον κόπο να τους διαβάσουν, δεν έχει βρεθεί κανένας να τους διαψεύσει πειστικά – ότι την εξουσία ασκεί αυτός που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Ζητώντας λοιπόν ολοκληρωτική κοινωνική αλλαγή, το ερώτημα είναι αυτό: ποιος θα κατέχει τα μέσα παραγωγής;

Σιγή. Εδώ τόσο τα συνθήματα όσο και οι λαϊκές συνελεύσεις βουβαίνονται. Το ότι βουβαίνονται, ωστόσο, δεν είναι το πιο απογοητευτικό, αφού η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα ισοδυναμούσε πραγματικά με μια αλλαγή του κόσμου – προς το καλύτερο, ελπίζει κανείς, δίχως να παραγνωρίζει ότι το χειρότερο είναι συχνά πιο εφικτό. Το πιο απογοητευτικό είναι ότι οι διαμαρτυρίες έχουν ακυρώσει το ερώτημα από την αρχή, εμμένοντας στην αντιιεραρχία. Θα μπορούσε, ίσως, κανείς να ακούσει στο βάθος της σιγής ένα υπόκωφο «εμείς». Έστω κι έτσι. Ποιοι είμαστε λοιπόν «εμείς»;

(Από μια άποψη, η ορθόδοξη Αριστερά θα μπορούσε να είναι η οξυδερκέστερη όλων, στον βαθμό που εξακολουθεί να ευαγγελίζεται μια επανάσταση. Μολονότι η απάτη είναι προφανής αφού τα κοινοβουλευτικά αριστερά κόμματα είναι «αστικά» κόμματα, καθ’ όλα μετέχοντα στη μοιρασιά της πίττας, υπάρχει τουλάχιστον εδώ μια απάντηση στο «ποιοι είμαστε εμείς;»… Οι διαμαρτυρίες δεν έχουν απάντηση και αποφεύγουν να θέσουν το ερώτημα. Μπορεί να έχουν πάθος, παλμό, ψυχή, αλλά η αντίληψή τους της πολιτικής οικονομίας είναι για κλάματα.)

Χρειαζόμαστε θεωρία. Και, μολονότι αντιμετωπίζουμε πολλά αδιέξοδα, γνωρίζουμε – όπως θα έλεγε και ο Στίβεν Χόκινγκ – κάποια από τα χαρακτηριστικά που η θεωρία θα πρέπει να διαθέτει. Γνωρίζουμε ότι τα μέσα παραγωγής τα κατέχουν λίγοι πλουτοκράτες και ότι αυτοί ασκούν την εξουσία. Γνωρίζουμε ότι η άσκηση αυτής της εξουσίας ελάχιστα μπορεί να τροποποιηθεί «μεταρρυθμιστικά» από αυτούς που την κατέχουν, αφού κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στα συμφέροντά τους. Γνωρίζουμε ότι κάποιος πρέπει να τους αποσπάσει την εξουσία με τη βία και ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με αρπαγή των μέσων παραγωγής. Γνωρίζουμε ότι αυτή η αρπαγή πρέπει να οδηγήσει σε κατοχή των μέσων παραγωγής από το σύνολο των κοινωνιών και ότι κάτι τέτοιο περνάει από μια επαναφορά της ηθικής ως ρυθμιστή των πολιτικών συγκρούσεων. (Γνωρίζουμε επίσης εδώ ότι το τρέχον πολιτικοοικονομικό παράδειγμα έχει εξορίσει την ηθική στο σύμπαν ενός αποκλίνοντος συναισθηματισμού, ταυτίζοντάς την ύπουλα με την ηθικολογία, και ότι η επαναφορά της αποτελεί ύψιστο θεωρητικό πρόβλημά μας: η ηθική είναι ποιότητα αυθαίρετη και δυσπροσδιόριστη.) Γνωρίζουμε, τέλος, ότι η αναδιανομή των μέσων παραγωγής με ηθικό τρόπο δεν είναι μια «φυσική» κατάσταση αλλά μια κατασκευή, επιδίωξη ενεργητική, βούληση, ακριβώς επειδή δεν είμαστε ούτε «ζώα» ούτε «θεοί» αλλά πολίτες.

Αλίμονο, όμως, όλα τούτα είναι σαν μια πρόταση συνταγμένη δίχως υποκείμενο. Ωσότου, λοιπόν, οι διαμαρτυρίες παραγάγουν έναν λόγο που να ορίζει το υποκείμενο – θεσπίσουν, δηλαδή μια ιεραρχία αντί να την αρνούνται –, το μόνο που μπορεί να πει κανείς, σαν αντήχηση άλλων μαχών και άλλων διλημμάτων, είναι: C’est magnifique, σύντροφοι, mais ce n’est pas la guerre.


*Η ρήση «C’est magnifique, mais ce n’est pas la guerre: c’est de la folie.» («Είναι υπέροχο αλλά δεν είναι πόλεμος: είναι τρέλα».) ανήκει στον γάλλο στρατηγό Πιερ Μποσκέ και αναφέρεται στην επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας. Τη χρησιμοποιούσε ο Κάρολος Μαρξ αναφερόμενος στη δημοσιογραφία.

H φωτογραφία του άρθρου είναι του Άρη Χατζηστεφάνου