Το Columbus Centre, ένα ινστιτούτο μελέτης για την προκατάληψη και τη γενοκτονία που λειτούργησε στην Αγγλία τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, διαπνέεται, κατά κάποιον τρόπο, από αυτό που περιγράφει η Arendt εδώ. Είχε, με άλλα λόγια, σαν γνώμονα περισσότερο την αναζήτηση του νοήματος, αρχικά της γενοκτονίας των Εβραίων στο Τρίτο Ράιχ και μετά και άλλων ιστορικών φαινομένων μαζικής και συστηματοποιημένης βίας, παρά την αναζήτηση αυτού που θα λέγαμε ιστορική αλήθεια.

Η Hannah Arendt έγραφε στο τελευταίο έργο της The Life of the Mind, το οποίο άφησε ημιτελές λόγω του ξαφνικού θανάτου της το 1975:

«Η ανάγκη για λογική δεν εμπνέεται από την αναζήτηση της αλήθειας αλλά από την αναζήτηση του νοήματος. Και η αλήθεια και το νόημα δεν είναι ίδια. Η βασική πλάνη, που προηγείται όλων των συγκεκριμένων μεταφυσικών πλανών, είναι να ερμηνεύει κανείς το νόημα στο πρότυπο της αλήθειας».

Το Columbus Centre, ένα ινστιτούτο μελέτης για την προκατάληψη και τη γενοκτονία που λειτούργησε στην Αγγλία τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, διαπνέεται, κατά κάποιον τρόπο, από αυτό που περιγράφει η Arendt εδώ. Είχε, με άλλα λόγια, σαν γνώμονα περισσότερο την αναζήτηση του νοήματος, αρχικά της γενοκτονίας των Εβραίων στο Τρίτο Ράιχ και μετά και άλλων ιστορικών φαινομένων μαζικής και συστηματοποιημένης βίας, παρά την αναζήτηση αυτού που θα λέγαμε ιστορική αλήθεια. Η κρατούσα αντίληψη στην ιστοριογραφία του Ναζισμού και του Ολοκαυτώματος είναι ότι προσπάθειες «ψυχολογικής» κατανόησης αυτών των ιστορικών φαινομένων ξεκινούν μετά τη δεκαετία του ’70 και ειδικά κατά τη διάρκεια της άνθισης των επονομαζόμενων μνημονικών σπουδών [memory studies] στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Τις προηγούμενες δεκαετίες, και ειδικά αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, επικρατεί αυτό που έχει συχνά περιγραφεί στην ιστοριογραφία ως «σιωπή», δηλαδή απουσία αναπαράστασης της γενοκτονίας των Εβραίων, τουλάχιστον στον αγγλόφωνο κόσμο. Η σιωπή αυτή αντανακλάται, άλλωστε, και στο γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα καθιερωθεί ούτε καν επίσημη ονομασία γι’ αυτή τη γενοκτονία, παρόλο που ο όρος Shoah είχε εμφανιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’40 – και ο όρος Holocaust [Ολοκαύτωμα], που είναι, μάλλον ο επικρατέστερος σήμερα, αν και εμφανίζεται επίσης νωρίς, αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρέως μετά το 1978 και την τηλεοπτική προβολή του αμερικάνικου mini-series “Holocaust”. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι στον λόγο των πρωταγωνιστών του Columbus Centre, ενώ τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 γίνεται αναφορά στη σφαγή [massacre], μαζική δολοφονία [mass murder] ή εξολόθρευση [extermination] των Εβραίων, το 1980 στην «Σύντομη Ιστορία του Κέντρου», έναν απολογισμό, δηλαδή, των πεπραγμένων του, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος Holocaust [Ολοκαύτωμα].

Το 2011, ο ιστορικός David Cesarani, μελετώντας κυρίως περιγραφές επιζώντων τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αμφισβήτησε αυτό τον «μύθο της σιωπής» όπως τον αποκάλεσε. Παρόλαυτά, όμως, η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αναδείκνυε ότι όντως δεν υπήρχαν πολλές πρωτοβουλίες για μελέτη του φαινομένου κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Το ανεξερεύνητο μέχρι στιγμής αρχείο του Columbus Centre, ενός ερευνητικού κέντρου για τη μελέτη της προκατάληψης και της γενοκτονίας που λειτούργησε στο πανεπιστήμιο του Sussex στην Αγγλία από το 1966 έως το 1981, έρχεται να ανατρέψει με έναν πιο χειροπιαστό τρόπο αυτόν τον μύθο της σιωπής. Βασικός, μάλιστα, στόχος των εμπνευστών του κέντρου ήταν η χρήση της ψυχανάλυσης για την ιστορική κατανόηση φαινομένων μαζικής βίας και απάνθρωπης συμπεριφοράς ανθρώπου προς άνθρωπο. Ας δούμε, λοιπόν, πώς.

Οι απαρχές του κέντρου

Τον Απρίλιο του 1962, ο αρχισυντάκτης της βρετανικής κυριακάτικης εφημερίδας Observer David Astor έδωσε μια διάλεξη στο Λονδίνο, στην τελετή για την 19η επέτειο από την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας. Σε αυτή τη διάλεξη, έκανε έκκληση για τη συστηματική μελέτη των συνθηκών που προηγούνται και προϋποτίθενται όταν κανονικοί άνθρωποι [ordinary όπως το θέτει] διαπράττουν θηριωδίες όπως αυτές που διέπραξαν οι Ναζί εναντίον των Εβραίων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Astor ήταν αυτό που θα λέγαμε πραγματικός γόνος της αγγλικής αριστοκρατίας: πατέρας του ήταν ο υποκόμης και ιδιοκτήτης του Observer Waldford Astor και μητέρα του η Nancy Astor, η πρώτη γυναίκα που εκλέχθηκε ποτέ στη Βουλή των Κοινοτήτων, με το κόμμα των Συντηρητικών. Ο David, το μεσαίο από τα 5 παιδιά των Astor, μεγάλωσε στο κτήμα της οικογένειας στο Cliveden, πήγε σχολείο στο Eton και πανεπιστήμιο στην Οξφόρδη, την οποία βέβαια εγκατέλειψε εξαιτίας ενός νευρικού κλονισμού, ο οποίος και τον οδήγησε στην ψυχανάλυση που, όπως περιγράφει ο ίδιος, του έσωσε τη ζωή. Παρά την ανατροφή του ως μέλους της ανώτερης αγγλικής τάξης αλλά και τις βαθιές σχέσεις της οικογένειας με το κόμμα των Συντηρητικών, ο ίδιος ήταν κοινωνικά φιλελεύθερος. Αφιέρωσε τη ζωή του και τη δουλειά του, όπως αποκαλύπτεται από τον κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό του Observer, στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αποαποικιοποίηση και την εναντίωση στον ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις. «Παρά την ανεκτικότητά του» γράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Anthony Sampson «ο David ήταν ανένδοτος σε ό,τι είχε να κάνει με πολιτικές που πίστευε, και αψηφούσε οποιονδήποτε τον αμφισβητούσε σε ζητήματα όπως ο πυρηνικός αφοπλισμός, η ανεξαρτησία στην Αφρική, και οι φροϋδικές ερμηνείες».

Πράγματι, η πρωτοτυπία στην πρόταση του Astor στην τελετή για την εξέγερση του γκέτου της Βαρσοβίας το ’62 έγκειται, κυρίως, στην πεποίθησή του ότι τέτοιου είδους ιστορικές συνθήκες όπως η γενοκτονία των Εβραίων από τους Ναζί πρέπει να γίνουν το αντικείμενο μελέτης αυτού που ο ίδιος χαρακτήριζε ως «πολιτική ψυχοπαθολογία». Η απομαγνητοφώνηση της εν λόγω ομιλίας δημοσιεύτηκε στο τεύχος Αυγούστου του περιοδικού Encounter υπό τον αξιοσημείωτο τίτλο «Προς μια μελέτη της Μάστιγας» [Towards a study of the scourge].

«Είναι σίγουρα καθήκον μας» διαβάζουμε από το σχετικό απόσπασμα «να βεβαιωθούμε ότι οι μη υγιείς πολιτικές συνθήκες και η νοσούσα ατομική και συλλογική σκέψη που οδήγησε στην τραγωδία της απώλειάς τους [των 6 εκατομμυρίων Εβραίων] θα μελετηθεί τόσο προσεκτικά όσο η μάστιγα του καρκίνου».

Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που ο Astor καταπιάνεται με την επιτακτικότητα προώθησης μιας τέτοιας μελέτης. Έναν χρόνο νωρίτερα, λίγο πριν την έναρξη της περίφημης δίκης του Adolf Eichmann στην Ιερουσαλήμ τον Μάρτιο του 1961, υπογράμμιζε, στο κύριο άρθρο του Observer με τίτλο «Το νόημα του Eichmann», την ανάγκη για μια επιστημονική μελέτη για τη «μοίρα των Εβραίων υπό το καθεστώς των Ναζί», μια επιστημονική μελέτη στην οποία, όπως το έθετε, θα συγκεραστεί η γνώση του ιστορικού με εκείνη του ψυχολόγου. Αντηχώντας αυτό που θα γράψει αργότερα και η Hannah Arendt στην Κοινοτοπία του κακού, ο Astor υποστήριξε ότι οι Ναζί δεν ήταν ούτε τρελοί ούτε ανώμαλοι αλλά, κανονικοί άνθρωποι. Διαβάζουμε από το άρθρο στον Observer:

«Για πολλούς ανθρώπους η ψυχρή γραφειοκρατική βία ενός Eichmann μοιάζει τόσο ξένη με την ιδέα που έχουν για την ανθρώπινη φύση που προτιμούν να τον θεωρήσουν τρελό. Το να σκεφτούν τον Eichmann κι εκείνους που ενεπλάκησαν μαζί του ως λογικά [sane] ανθρώπινα όντα, ανθρώπους «όπως εμάς», ίσως μοιάζει να δηλώνει ότι τα εγκλήματά τους ήταν φυσιολογικές πράξεις».

Αν τους αντιμετωπίζεις ως τρελούς, όμως, συνεχίζει, δεν μπορεί να τους καταλογιστεί και η ευθύνη των πράξεων τους. «Η ευθύνη για τις πράξεις των Ναζί, που σκότωσαν 26,000 ανθρώπους μονάχα σε μία μέρα στο Auschwitz, είναι δική τους…αυτοί που τις διέπραξαν, όμως, δεν θα μπορούσαν να το έχουν κάνει χωρίς την παθητική συγκατάθεση πολλών άλλων. Αυτή είναι μια απαίσια σκέψη: η ντροπή ανήκει στην ανθρωπότητα». Για τον Astor λοιπόν, υπάρχει ένας ψυχικός μηχανισμός στους λογικούς, φυσιολογικούς ανθρώπους που οδήγησε στις θηριωδίες των Ναζί, έχει εμφανιστεί και σε άλλες ιστορικές περιόδους στο παρελθόν και μπορεί να εμφανιστεί ξανά στο μέλλον. Για τον λόγο αυτό και παρά τη δυσφορία που προκαλεί η σκέψη ότι φυσιολογικοί άνθρωποι διαπράττουν ή συναινούν δια της σιωπής τους σε αποτρόπαια μαζικά εγκλήματα, είναι επιτακτική, σύμφωνα με τον Astor, η έναρξη μιας σχετικής έρευνας.

Έχοντας διαβάσει το άρθρο στον Encounter, o Norman Cohn, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Durham και συγγραφέας του πολύ γνωστού, εκείνη την εποχή, και αρκετά αμφιλεγόμενου, θα προσέθετα εγώ σήμερα, βιβλίου The pursuit of the millennium [Αγώνες για την έλευση της χιλιετούς βασιλείας του Θεού: Επαναστάτες, χιλιαστές και μυστικιστές αναρχικοί του μεσαίωνα], που υποστηρίζει ότι οι ρίζες του σύγχρονου φανατισμού μπορούν να αναζητηθούν στη μεσαιωνική Ευρώπη, γράφει ένα γράμμα στον Astor εκφράζοντας το ενδιαφέρον του για μια τέτοια μελέτη.

«Αγαπητέ κ. Astor, πριν από 1-2 χρόνια, σε ένα άρθρο στον Observer, γράψατε (και αντιγράφω από μνήμης) ότι έχει έρθει η ώρα για μια επιστημονική έρευνα για τις πηγές του παράλογου μίσους. Αυτή η παρατήρηση παραλίγο να με κάνει να σας γράψω. Τώρα, αφού διάβασα την έκκλησή σας Προς μια μελέτη της Μάστιγας στο τρέχον τεύχος του Encounter, νιώθω πλέον ηθική υποχρέωση να σας γράψω».

Ο Cohn είχε γεννηθεί στο Λονδίνο σε μια μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος και η μητέρα του καθολική. Σπουδάζει και αυτός στην Οξφόρδη και με το ξέσπασμα του πολέμου το ’39 κατατάσσεται στον στρατό. Λόγω της καλής γνώσης Γερμανικών που είχε, καταλήγει να δουλεύει στο περίφημο Bletchley, εκεί όπου οι Βρετανοί έσπασαν τον κωδικό Enigma των Γερμανών. Μετά τον πόλεμο, επιστρέφει στην ακαδημαϊκή κοινότητα και εργάζεται πλέον ως ιστορικός. Η εμπειρία του στις βρετανικές υπηρεσίες κατασκοπείας και η έμμεση επαφή με τους Ναζί φαίνεται να καθόρισαν και την πορεία που θα πάρει στο εξής η έρευνά του. Στο γράμμα που γράφει στον Astor το 1962 αναφέρει σχετικά:

«Από όταν τελείωσε ο πόλεμος έχω προσπαθήσει σε διαφορετικές περιστάσεις να λανσάρω μια τέτοια έρευνα…μα δεν τα κατάφερα ακόμα…τώρα είναι η στιγμή».

Ο Astor απαντά με μεγάλο ενθουσιασμό σε αυτό το γράμμα, λίγες μέρες μετά συναντιούνται στο Λονδίνο και συμφωνούν στο στήσιμο ενός ερευνητικού κέντρου που θα μελετά, όπως το θέτουν αρχικά, την πολιτική ψυχοπαθολογία. Τη χρηματοδότηση αναλαμβάνουν ο ίδιος ο Astor, φυσικά, καθώς και άλλοι σπόνσορες μέσω μιας διοικούσας επιτροπής αποτελούμενης από τον Rab Butler, Συντηρητικό Υπουργό στις κυβερνήσεις του Churchill και του Harold Macmillan, τον ιστορικό Max Belloff, τον παιδαγωγό και υπέρμαχο του αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ Robert Birley και τον βουλευτή των Εργατικών Harold Lever. To 1965, έρχονται σε συμφωνία για την εγκατάσταση του ερευνητικού κέντρου υπό την αιγίδα του νεοϊδρυθέντος τότε πανεπιστημίου του Sussex, το οποίο διαπνεόταν από ένα νέο ήθος διεπιστημονικής μάθησης και ελευθεριότητας, κόντρα στα συντηρητικά πρότυπα της Οξφόρδης και του Cambridge. Η έδρα έμεινε εκεί ως το τέλος, παρόλο που οι τακτικές συναντήσεις των μελών του κέντρου γίνονταν στο Λονδίνο. Ακαδημαϊκός υπεύθυνος και επιμελητής της εκδοτικής σειράς Columbus Centre Series που θα προέκυπτε (Chatto/Heinemann for Sussex University Press) ορίστηκε ο Norman Cohn, ο οποίος παραιτήθηκε από το Durham και εργάστηκε για την υπόλοιπη καριέρα του στην έδρα Wolfson-Astor στο Sussex. Την 1 Οκτωβρίου 1966, το κέντρο ξεκίνησε επίσημα τη λειτουργία του με το ανώδυνο, όπως το έθεσε η προσωπική γραμματέας του Astor Dorothy Salmon, όνομα Columbus Centre και έχοντας ήδη απορρίψει τα «Κέντρο για την αναλυτική μελέτη της σφαγής», «Κέντρο έρευνας στην συλλογική ψυχοπαθολογία» και «Κέντρο για την έρευνα των πολιτικών εξόντωσης».

Ως κύριοι στόχοι μελέτης του Columbus Centre τέθηκαν ήδη από το ’63: α) το Τρίτο Ράιχ ως το πιο αντιπροσωπευτικό και ορατό παράδειγμα καταστροφικού καθεστώτος και η μοίρα των Εβραίων μέσα σε αυτό, β) η συγκριτική μεθοδολογική προσέγγιση παραδειγμάτων μαζικής εξόντωσης που βασίζονταν σε φυλετικά κριτήρια, όπως οι περιπτώσεις των Ρομά από τους Ναζί, των Αρμενίων από τους Οθωμανούς και οι αλληλοσφαγές Ινδουιστών και Μουσουλμάνων με τη διχοτόμηση της Ινδίας το ’47, γ) η συγκριτική μεθοδολογική προσέγγιση διώξεων που έλαβαν χώρα στη δυτική Ευρώπη στο παρελθόν, οι οποίες βασίζονταν ή δικαιολογούνταν στη βάση μιας πεποίθησης για μια παγκόσμια συνομωσία που έχει σκοπό να βλάψει την ανθρωπότητα, με χαρακτηριστικότερο ιστορικό φαινόμενο το κυνήγι μαγισσών κατά τον 16ο και 17ο αιώνα που ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο τον Cohn, το πλησιέστερο παράδειγμα στη γενοκτονία των Εβραίων. Τέλος, η έρευνα του κέντρου επεκτάθηκε και σε σύγχρονες περιπτώσεις όπου υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις και διαφυλετικές συγκρούσεις χωρίς να έχει υπάρξει ακόμα προσπάθεια για συστηματική μαζική εξόντωση, όπως το απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, η Βόρειος Αμερική και κάποιες γειτονιές του Λονδίνου, όπου έμεναν οικογένειες που προέρχονταν από πρώην αποικίες.

Η ιδέα ήταν να φέρουν κάτω από την ίδια ακαδημαϊκή στέγη ερευνητές που προέρχονταν από διαφορετικές πειθαρχίες των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών καθώς και ψυχοθεραπευτές και πολιτικούς ακτιβιστές. Στο κέντρο εργάστηκαν, για παράδειγμα, εκτός από τον Cohn που έβγαλε το βιβλίο του για το κυνήγι μαγισσών Europe’s Inner Demons, ιστορικοί όπως ο Γάλλος ιστορικός του αντισημιτισμού Leon Poliakov και η Βρετανίδα ιστορικός και κοινωνιολόγος Christina Larner που έκανε έρευνα για το κυνήγι μαγισσών στη Σκωτία του 16ου και 17ου αιώνα – η έρευνα και η έκδοση των πολύ γνωστών βιβλίων τους The Aryan Myth του Poliakov (που είχε κυκλοφορήσει πρώτα στα γαλλικά) και Enemies of God της Larner χρηματοδοτήθηκαν από το Columbus Centre και κυκλοφόρησαν από την ομώνυμη εκδοτική σειρά.

Εργάστηκαν, επίσης, εκπρόσωποι αυτών που ονομάζουμε «ψυ» επαγγελμάτων, όπως ο ψυχίατρος Henry Dicks που ήταν αυτός ο οποίος είχε αναλάβει την ιατρική φροντίδα του Rudolf Hess, ανώτατου στελέχους του Ναζιστικού κόμματος που είχε προσγειωθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1941. Στο πλαίσιο της έρευνας του Columbus Centre, ο Dicks διεξήγαγε ημιδομημένες συνεντέυξεις με πρώην αξιωματικούς των SS που βρίσκονταν σε γερμανικές φυλακές, προσπαθώντας να βρει κάποια μοτίβα συμπεριφοράς τα οποία ερμήνευσε μέσα από την ψυχανάλυση – το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας είναι το, επίσης, αρκετά διάσημο βιβλίο του Licensed Mass Murder: μια κοινωνικο-ψυχολογική μελέτη κάποιων δολοφόνων των SS. Στους εκπροσώπους των ψυ επαγγελμάτων στο κέντρο περιλαμβάνονταν ακόμα, ο Γιουνγκιανός αναλυτής Anthony Storr που εξέδωσε μια μικρή θεωρητική μονογραφία για την ανθρώπινη καταστροφικότητα, ο Αμερικανός ψυχολόγος Nevitt Sanford (που συμμετείχε μαζί με τον Theodor Adorno στη συγγραφή του βιβλίου Authoritarian Personality) και στο πλαίσιο του Columbus Centre έκανε την επιμέλεια μιας έκδοσης για τις φυλετικές διακρίσεις και συγκρούσεις στη Βόρειο Αμερική, και η κοινωνική ψυχολόγος Rae Sherwood που επικεντρώθηκε στο ίδιο θέμα αλλά στη μετα-αποικιακή Αγγλία.

Τέλος, στο ερευνητικό πρόγραμμα του Columbus Centre συμμετείχαν πολιτικοί ακτιβιστές όπως ο Νοτιοαφρικανός δικηγόρος Albie Sachs που συμμετείχε στον αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ και διέφυγε στο Λονδίνο διωκόμενος από τις αρχές, και έκανε το διδακτορικό του για το σύστημα δικαιοσύνης σε ένα άδικο πολιτικό καθεστώς όπως το απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική στο Sussex με επόπτη τον Cohn, το οποίο εξέδωσε στη σειρά του Columbus Centre. Πολύ σημαντική ήταν και η συμβολή του ακτιβιστή για τα δικαιώματα των Ρομά Grattan Puxon ο οποίο συν-έγραψε με τον Donald Kerick την ιστορία των Ρομά της Ευρώπης από τον 12ο αιώνα μέχρι και μετά τον πόλεμο το οποίο επίσης βγήκε στη σειρά του κέντρου.

Η χρήση της ψυχανάλυσης

Αυτό που έδενε όλα αυτά τα, κατά τα φαινόμενα, ανομοιογενή θέματα και ερευνητικά ενδιαφέροντα ήταν η πεποίθηση ότι τα Ναζιστικά εγκλήματα ήταν κατά κάποιον τρόπο κανονικά [ordinary] και ανθρώπινα [human] και άρα δύναται να έχουν λάβει χώρα παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν αλλά και να επαναληφθούν αντίστοιχα στο μέλλον.

«Η κοινή θεματική όλων αυτών των διαφορετικών ερευνών» έγραφε ο Cohn σε έναν από τους συμμετέχοντες, τον Αμερικάνο πανεπιστημιακό Nevitt Sanford το 1965 «είναι η απανθρωποποίηση, οι ποικιλίες της απανθρωποποίησης και ο τρόπος με τον όποιο συνέβησαν και έγιναν αντικείμενο μελέτης ψυχαναλυτικά, κοινωνιολογικά, ιστορικά. Με άλλα λόγια, πώς βλέπουν οι διώκτες τους διωκόμενους – τι αρνητικές προβολές κάνουν πάνω τους – ποιες ανάγκες των διωκτών ικανοποιούνται με αυτόν τoν τρόπο και ποιες κοινωνικές συνθήκες έφεραν όλα αυτά». Και η βασική (αν και όχι μοναδική) μέθοδος μέσω της οποίας προσπάθησαν τα μέλη του Columbus Centre να προσεγγίσουν αυτόν τον μηχανισμό της απανθρωποποίησης ήταν η ψυχανάλυση.

Η αρχική απόφαση των μελών του κέντρου να χρησιμοποιήσουν τη φροϋδική θεωρία για να μελετήσουν φαινόμενα μαζικής βίας και διακρίσεων είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο, φυσικά, και αμφιλεγόμενη. Αυτό, μάλιστα, αντανακλάται ειδικά στη στάση των βασικών πρωταγωνιστών του κέντρου: του Astor και του Cohn. Από τη μία πλευρά, ο Astor ένιωθε ότι η θεραπεία που έκανε μάλιστα με την κόρη του Sigmund Freud, Anna, του έσωσε τη ζωή και επένδυσε πολύ στην ψυχανάλυση τόσο δημοσιεύοντας πολλά σχετικά άρθρα στον Observer όσο και δημιουργώντας αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως έδρα και μονάδα ψυχανάλυσης στο UCL. Από την άλλη ο Cohn, ενώ ξεκίνησε θετικά διακείμενος προς την ψυχανάλυση, γινόταν ολοένα και πιο επιφυλακτικός απέναντί της μέχρι που προς το τέλος της ζωής του την απέρριψε εντελώς υποστηρίζοντας σε συνέντευξή του το 2006 ότι «οι άνθρωποι έτσι συμπεριφέρονται δεν χρειαζόμαστε τους ψυχαναλυτές για να μας το πουν».

Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από το υστερόγραφο που παρατίθεται στο βιβλίο που δημοσίευσε ο Cohn στις εκδόσεις του κέντρου το 1975 Europe’s Inner Demons:

«Φαίνεται σαφές ότι και τα δύο στερεότυπα [ότι αυτοί τους οποίους έχουμε θεωρήσει κατώτερους επιδίδονται σε πρακτικές κανιβαλισμού και βρεφοκτονίας] βασίζονται σε μία πανομοιότυπη αρχαϊκή φαντασίωση. Οι ψυχαναλυτές θα υποστήριζαν ότι οι ασυνείδητες ρίζες αυτής της φαντασίωσης βρίσκονται στη νηπιακή ή στην πρώιμη παιδική ηλικία. Οι ψυχαναλυτές της Κλαϊνικής σχολής θα υποστήριζαν, πιο συγκεκριμένα, ότι τα βρέφη κατά τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής βιώνουν κανιβαλιστικές παρορμήσεις τις οποίες προβάλλουν στους γονείς τους. Και ότι η πηγή της φαντασίωσης βρίσκεται εκεί … Η θεματική της κανιβαλιστικής βρεφοκτονίας, που έχει απασχολήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό αυτό το βιβλίο, οφείλει ένα μέρος της ελκυστικότητάς του στις επιθυμίες και τα άγχη της νηπιακής ή της πρώιμης παιδικής ηλικίας, που είναι βαθιά απωθημένες και, εν τέλει, εντελώς ασυνείδητες».

Ενδεικτικό της αλλαγής στάσης του Cohn είναι ότι αυτό το υστερόγραφο λείπει εντελώς από την έκδοση του βιβλίου το 1993.

Από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η ψυχαναλυτική μονογραφία του Anthony Storr για την ανθρώπινη καταστροφικότητα και, κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί ο Henry Dicks το κλαϊνικό ψυχαναλυτικό μοντέλο για να περιγράψει τους αξιωματικούς των SS από τους οποίους πήρε συνέντευξη. Πιο συγκεκριμένα, ο Dicks εφαρμόζει τη θεωρία της Melanie Klein για την παρανοϊδη-σχιζοειδή θέση που βιώνει το βρέφος στον πρώτο χρόνο της ζωής του, όπου το αντικείμενο, δηλαδή ο πρωταρχικός φροντιστής (συνήθως η μητέρα) βιώνεται ως δύο μερικά αντικείμενα, καλή όταν ικανοποιεί και κακή όταν δεν ικανοποιεί, στην ανάλυσή του για τη σοβαρή απειλή που έζησε ο γερμανικός λαός μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Διαβάζουμε σχετικά:

«Όχι δεν χάσαμε τον πόλεμο «εμείς οι γενναίοι, αληθινοί Γερμανοί στρατιώτες». Όχι, ήταν οι ξένοι κομμουνιστές, οι Εβραίοι κερδοσκόποι, οι μασόνοι και οι παπιστές με τα διεθνή τους δίκτυα που σαμπόταραν την πατρίδα στο μέτωπο και μας πούλησαν. Αυτή η μετάθεση του μίσους και της ενοχής της αποτυχίας από την ελίτ του Kaiser στη σύνθετη, αντιληπτή ως διαφορετική και παράλογη εικόνα των αδίστακτων εχθρών ήταν σαφώς αποτέλεσμα μιας παρανοϊκής διαδικασίας εύρεσης αποδιοπομπαίου τράγου, μιας εκτροπής μακριά από τους «καλούς εμάς» στους «κακούς άλλους».

Όποιος έχει ασχοληθεί με την ιστοριογραφία και γνωρίζει τους τεράστιους περιορισμούς που ενέχει η αμφιλεγόμενη πειθαρχία της ψυχοιστορίας [psychohistory], ξέρει, επίσης, ότι αν η ψυχανάλυση χρησιμοποιείται στη μελέτη ιστορικών φαινομένων ως πανάκεια και άκριτο δόγμα, η ιστορική μελέτη δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε πολύ επισφαλή συμπεράσματα – γι’ αυτόν τον λόγο, ίσως, στην περίπτωση του Columbus Centre, αν και αρχικά η ιδέα να χρησιμοποιήσουν την ψυχανάλυση ως ιστοριογραφικό εργαλείο φάνταζε πολύ ελκυστική, όσο προχωρούσε η έρευνα αυτό δεν έμοιαζε πια τόσο εφικτό. Παρολαυτά, τα κείμενα του Columbus Centre που χρησιμοποίησαν την ψυχανάλυση συνέβαλαν στην ιστορία της μαζικής βίας την ιστοριογραφική εξοικείωση με το καλούμενο ως μη-φυσιολογικό που μπορεί να προσφέρει η ψυχανάλυση. Διότι η ψυχανάλυση υποθέτει ότι η καταστροφικότητα και ο σαδισμός είναι οικουμενικά χαρακτηριστικά και, αν και εν πολλοίς προβληματική, μια κριτική χρήση της ψυχανάλυσης μπορεί να σπάσει το στερεότυπο των Ναζί ως τρελών και άρα μη υπεύθυνων θυτών, παρουσιάζοντάς τους, στην πλειοψηφία τους, ως κανονικών ή κοινότοπων, όπως θα έλεγε και η Arendt, ανθρώπων.

Το (άδοξο) τέλος

Το 1980 με τη συνταξιοδότηση του Cohn κλείνει τις πόρτες του στην ουσία και το Columbus Centre. Το γεγονός ότι δεν έχει μέχρι στιγμής μελετηθεί φανερώνει ότι το Columbus Centre απέτυχε να γίνει ευρύτερα γνωστό ως ερευνητικό κέντρο που μελέτησε τις προκαταλήψεις, τις διώξεις και τη μαζική βία στη μεταπολεμική Αγγλία. Αυτή η αποτυχία μπορεί να αποδοθεί στις προσωπικότητες, το ότι ο Cohn ήταν π.χ. πολύ εσωστρεφής και συντηρητικός ενώ ο Astor δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε διανοούμενος και ακαδημαϊκός. Μπορεί να αποδοθεί, επίσης, στο θεσμικό πλαίσιο – οι συναντήσεις γίνονταν στο Λονδίνο και οι σχέσεις με το Sussex ήταν ελάχιστες, ενώ το Βρετανικό Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης, με όλο το prestige που είχε στη μεταπολεμική Αγγλία, αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη του Columbus Centre. Οι μεθοδολογικές επιλογές ίσως ήταν επίσης κάπως ανορθόδοξες ενώ, παρά την απόρριψη του Μαρξισμού, δεν επικεντρώθηκαν στο ελκυστικό επί Ψυχρού Πολέμου ζήτημα του αντι-κομμουνισμού ώστε να έχουν μεγαλύτερη απήχηση.

Παρολαυτά, τα περισσότερα από τα ίδια τα έργα είχαν σημαντική επίδραση στην ιστοριογραφία και στη σκέψη περί μαζικής βίας και διακρίσεων. Το βιβλίο του Dicks, π.χ. αναφέρεται στο διάσημο βιβλίο του Stanley Milgram Obedience to Authority (1974) και στο βιβλίο του Robert Jay Lifton The Nazi Doctors: Medical Killing and the Psychology of Genocide (1986), ενώ η ιστορία των Ρομά των Kenrick και Puxon μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της Ρομάνι. Το βιβλίο της Larner, επίσης, θεωρείται κομβικό στην ιστοριογραφία για το ευρωπαϊκό κυνήγι μαγισσών. O Albie Sachs, που με την επιστροφή του στη Νότιο Αφρική ορίστηκε ανώτατος δικαστής από τον ίδιο τον Mandela, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης, παραδεχόμενος ότι η δουλειά του στο Columbus Centre και η επαφή του με την ψυχανάλυση τον επηρέασε πολύ καθώς υποστήριζε ότι η επανορθωτική σε αντίθεση με την ποινική δικαιοσύνη βασίζεται στις ιστορίες ανθρώπων που υπέστησαν ένα τραύμα ή μια απώλεια και αυτών που διέπραξαν φρικτά εγκλήματα, με στόχο να ακούσουμε, να πιστέψουμε και να βοηθήσουμε να επουλωθούν οι πληγές αυτών των ανθρώπων.

Αυτή, ήταν, λοιπόν η συνοπτική ιστορία του Columbus Centre που παρά τους πολλούς περιορισμούς και προβλήματα είχε σαν στόχο, όπως λέει και η Arendt, να βρει όχι απαραίτητα την αλήθεια αλλά το νόημα πίσω από όλα αυτά που μελετούσε.