Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι, εάν ζούσε σήμερα ο Λουλού, ο ήρωας της ταινίας του Έλιο Πέτρι «Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο» του 1971, ένας ρόλος που απέδωσε με αμίμητη δεξιοτεχνία ο μακαρίτης Τζιαν Μαρία Βολοντέ, ίσως να ήταν ψηφοφόρος του ακροδεξιού κόμματος «Αδελφοί της Ιταλίας» και της προέδρου του, νοσταλγού του φασίστα Μουσολίνι, Τζόρτζια Μελόνι. Και αυτό, διότι, η εργατική τάξη δέχθηκε τη μεγαλύτερη ιστορική της ήττα με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, με τις οικονομικές πολιτικές του συστήματος να συνθλίβουν την ίδια της την ύπαρξη.
Τελικά, η εργατική τάξη πήγε στον παράδεισο;
Η Ευρώπη της βιομηχανίας μετατράπηκε μέσα σε δύο δεκαετίες στην Ευρώπη των υπηρεσιών, και τα βρώμικα φουγάρα που κάπνιζαν στη μισή ήπειρο, παρέχοντας ένα «τίμιο» ψωμί στα τραπέζια της εργατικής τάξης, μεταφέρθηκαν σχεδόν σύσσωμα στα βάθη της ανατολής και του νότου, όπου όλα εκεί είναι φθηνότερα, ακόμα και η αξία της ανθρώπινης ζωής. Μαζί με τις μεταμορφώσεις της γλώσσας του καπιταλισμού, μεταμορφώθηκε αναπόδραστα και η γλώσσα του πολιτικού, με τα κινήματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970 να μην μπορούν να χωρέσουν στον κόσμο έτσι όπως αυτός κατασκευαζόταν από τις κυρίαρχες τάξεις τη δεκαετία του 1980 και έπειτα.
Και αν το φαντασιακό εκείνης της περήφανης εργατικής τάξης, που τσακιζόταν στη δουλειά όλη της τη ζωή στις τεράστιες παραγωγικές μονάδες, θέτοντας με τα χέρια της τα γρανάζια του πλανήτη σε λειτουργία, υπήρξε ένα προσφιλές θέμα για την τέχνη των προηγούμενων δύο αιώνων, ο 21ος αιώνας δεν της συμπεριφέρθηκε και τόσο καλά. Οι ουσιαστικές αλλαγές που δέχθηκε ο πυρήνας της εργατικής τάξης με τις ταυτόχρονες αλλαγές στο οικονομικό μοντέλο, η μετατροπή μεγάλου μέρους του προλεταριάτου σε «πρεκαριάτο», σε επισφαλείς εργαζομένους σαφώς αποξενωμένους από την παραδοσιακή φύση του εργατικού κινήματος και με χαλαρές συνεκτικές σχέσεις μεταξύ τους, αποτελούν μερικές από τις αιτίες που όχι μόνο αφαίρεσαν την λεγόμενη «περηφάνια» της χειρωνακτικής εργασίας από την εργατική τάξη αλλά διέλυσαν σε ριζικό επίπεδο και την οποιαδήποτε παλαιότερη κινηματική αίγλη της.
Αυτός ο πολιτικός κατακερματισμός της εργατικής τάξης μέσα στο μεταμοντέρνο πλαίσιο, σπάνια αποτελεί προσφιλή έμπνευση στο πεδίο της Τέχνης, ως αυτόνομη θεματική, όπως παλαιότερα η βιομηχανική λογοτεχνία ή ο ρεαλιστικός εργατικός κινηματογράφος. Θεματικές, που ούτως ή άλλως, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 υπήρξαν, εν πολλοίς, καλλιτεχνικές δράσεις ανθρώπων που σπανίως ανήκαν στην ίδια την εργατική τάξη οι ίδιοι εκείνη την χρονική συγκυρία, συνήθως προέρχονταν από αυτή στο γενικό και, ορισμένες φορές, αόριστο μεταπολεμικό πλαίσιο της εκτεταμένης ανέχειας. Όχι ότι το εργασιακό δράμα του προλεταριάτου ως φύσει και θέσει του καπιταλισμού αποτελούσε ποτέ αναπόσπαστο διακύβευμα της επίσημης τέχνης, αλλά υπήρξαν εποχές όπου το «διεκδικητικό ρεπερτόριο» είχε σαφή δυναμική αλληλεπίδραση τόσο στα καλλιτεχνικά ρεύματα όσο και στα πολιτικά κινήματα, σχεδόν σε μορφή αλληλοπαραγωγής.
Σε ένα σπάνιο ντοκουμέντο, ο Τζέρι Ρούμπιν, Αμερικανός πολιτικός ακτιβιστής και ένας εκ των ιδρυτών του κινήματος των «γίπις», αλλά και ένας εκ των πρωταγωνιστών της περιβόητης «Δίκης των 8 του Σικάγο», λέει σε μια ομάδα φοιτητών του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια το 1969 πως «όλοι εμείς θα προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από τη γενοκτονία (σ.σ. τον πόλεμο του Βιετνάμ), δεν χρειαζόμαστε ηγέτες, όλοι μας είμαστε ηγέτες και αυτή είναι η αντίληψή μας για την ιστορία και για το μέλλον που θα σπάσει τη φυλακή μας». Ο Τζέρι Ρούμπιν πίστευε στην «πολιτιστική επανάσταση» και στη δυνατότητα της κουλτούρας να αλλάξει ένα ολόκληρο έθνος. «Η επανάσταση είναι θέατρο μέσα στο δρόμο», λέει στο βιβλίο του “DO IT!: Scenarios of the Revolution”, ενώ συνεχίζει λέγοντας «είσαι το θέατρο. Είσαι ο ηθοποιός. Δεν έχει ατμόσφαιρα. Δεν έχει θεατές».
Βέβαια, οι Νέα Αριστερά, οι χίπιδες, το αντιπολεμικό κίνημα και τα υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα εκείνων των δεκαετιών ανέπτυξαν πολλές φορές μια παράλληλη δράση με το εργατικό κίνημα, και οι πολιτικές δυναμικές του «Μάη του ’68», παρά τις εκτεταμένες απεργίες σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες, ίσως όντως να έριχναν την κυβέρνηση του Σαρλ Ντε Γκωλ αν είχαν καταφέρει να προσελκύσουν σύσσωμη την εργατική τάξη με το μέρος τους. Η οποία συνέχισε να απεικονίζεται εκείνες τις δεκαετίες με τον παραδοσιακό βιομηχανικό τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόταν πάντα, ίσως μάλλον γιατί η πραγματική φτώχια και η ανέχεια είναι δύσκολο να παρουσιαστούν χωρίς το τραύμα που αυτές εμπεριέχουν, χωρίς την υποτίμηση της πνευματικής και σωματικής ύπαρξης εκείνων που χειρίζονται με τα χέρια τους τις μηχανές που κινούν την εξωτερική μας πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, όλος αυτός ο επαναστατικός αναβρασμός, ο οποίος μας έδωσε και μια εντελώς καινούρια και εγγενώς αντιθεσμική αντίληψη για την ίδια την Τέχνη σε όλες τις εκφράσεις της, έμελλε να προσκρουστεί βίαια στο παγόβουνο του Θατσερικού και Ρηγκανικού νεοφιλελευθερισμού, όπου το σώμα ως μέσο και ως νόημα στις πολιτικές διεκδικήσεις και στις καλλιτεχνικές πρακτικές, κλειδώνεται για ακόμα μια φορά μέσα στη ντουλάπα, αφήνοντας απέξω τη μόνη σωματική πρακτική που καταλαβαίνει καλά ο καπιταλισμός, δηλαδή τη βία.
Παιδιά της ίδιας οργής
Στο τραγούδι τους «Luna Rossa», oι Ιταλοί κομμουνιστές της Banda Bassotti μας τραγουδάνε ότι «το φεγγάρι είναι κόκκινο, κόκκινο από τη βία» που βιώνει στο ιστορικό διηνεκές η ιταλική εργατική τάξη από τις μαφιόζικες κυβερνήσεις και τον ακροδεξιό και φασιστικό εσμό τους. Αναφέρουν τις βόμβες που έβαλαν οι φασίστες στην Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο το 1969 σκοτώνοντας 17 ανθρώπους, κατηγορώντας μετά τον αναρχικό συνδικαλιστή Τζιουζέπε Πινέλι, τον οποίο οι Ιταλοί καραμπινιέροι «εκπαραθύρωσαν» μέσα στο αστυνομικό τμήμα. Ο Ντάριο Φο, ο θετράνθρωπος της εργατικής τάξης θα γράψει για τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού», αλλά και για τα παθήματα του Ιταλικού προλεταριάτου που εξαθλιωνόταν μέρα με τη μέρα, όσο η Ιταλική βιομηχανία έπνεε τα λοίσθια. Ένα προλεταριάτο που συνήθιζε να ξεδίνει παίζοντας μπάλα σε χωματένια μικρά γήπεδα.
Το ποδόσφαιρο, από την άλλη, μια από τις βασικές ενασχολήσεις και διασκεδάσεις της εργατικής τάξης, θα εμφανιστεί αρκετά αργά στην τέχνη, και κυρίως, στη λογοτεχνία, χωρίς να λάβει ποτέ την χειραφετική θέση που του αξίζει. Η βία, λοιπόν, ίσως είναι η μαμή της ιστορίας, ίσως και όχι, αλλά το παγοθραυστικό των πολιτικών κινημάτων που ονομάζεται νεοφιλελευθερισμός, αφού πρώτα τσάκισε το εργατικό κίνημα δημιουργώντας στρατιές άνεργων ειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών, φρόντισε να χειραγωγήσει το μόνο μέρος όπου η εργατική τάξη ένιωθε ελεύθερη, δηλαδή τα ποδοσφαιρικά γήπεδα.
Από τη δεκαετία του ’80, η υπερηφάνεια της εργατικής τάξης τσακιζόταν συνεχώς και το άλλοτε «τίμιο» ψωμί που έμπαινε στα εργατόσπιτα από τα μαυρισμένα χέρια των χειρωνάκτων, αντικαταστάθηκε από το «βρώμικο» ψωμί των κοινωνικών επιδομάτων και των εκπτωτικών κουπονιών. Και ακόμα χειρότερα, τα παιδιά είδαν τους καταρρακωμένους γονείς τους να γίνονται θύματα των ανεξέλεγκτων εργασιακών συνθηκών, με όσους γλύτωσαν από τα εργατικά ατυχήματα και δυστυχήματα, να αρρωσταίνουν από τα δηλητηριώδη υλικά που ερχόταν σε επαφή, χωρίς καμία προστασία, μια ολόκληρη ζωή. Και, μάλιστα, χωρίς να το αναγνωρίζει καμία ιατρική ασφάλεια, καθώς για τις κυρίαρχες τάξεις δεν είναι τίποτα παραπάνω από «λευκά σκουπίδια» (“White Trash”), παράσιτα για την κοινωνία.
Βία, ποδόσφαιρο, ναρκωτικά και θάνατος αποτελούν κεντρικά σημεία της Βρετανικής εργατικής λογοτεχνίας του 1980, ένα είδος που στο νησί έχει μια παράδοση ήδη από την εποχή του Καρόλου Ντίκενς. Πολλές φορές, αυτά τα στοιχεία συνδυάζονται, με το ένα να γεννάει το άλλο. Και αν ο Ίρβιν Γουέλς κατάφερε να μας μιλήσει με τη βαριά Σκωτσέζικη προφορά του για την παρακμή των εργατικών περιοχών, τη λουμπενοποίηση του Βρετανικού προλεταριάτου, για το συνεχές κυνήγι της επόμενης δόσης, της επόμενης σεξουαλικής εμπειρίας και του επόμενου γηπεδικού ξύλου σε ρυθμούς punk, ο Τζον Κινγκ στο «Εργοστάσιο Ποδοσφαίρου» θα μας πει μια πιο πολιτική ιστορία.
Ο Κινγκ θα μας μιλήσει για τις κοινωνικές δομές των οπαδικών συνδέσμων, το υλικό κατασκευής τους από παιδιά της εργατικής τάξης που πλέον θεωρούνται περιθώριο, που έχουν αντικαταστήσει την οποιαδήποτε πίστη σε κάποιο μεγάλο αφήγημα με την πίστη στην «Ομάδα». Καθώς η αριστερά αποριζοσπαστικοποιείται όλο και περισσότερο ώστε να χωρέσει στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα, ο χουλιγκανισμός είναι η μοναδική πηγή αντίστασης που έχει απομείνει στο Βρετανικό προλεταριάτο. Μια τάξη που πλέον δεν είναι ακριβώς «εργατική», καθώς, παρά την εκτεταμένη οικονομική και εργασιακή εξαθλίωση, το μόνο που ενώνει διάφορα μέρη του είναι η κοινότητα των ποδοσφαιρικών οπαδών. Ο χουλιγκανισμός είναι επικίνδυνος για την αστική τάξη, καθότι συγκρουσιακός. Και παρά το επιβεβλημένο «no politica» που έχει φορεθεί στο ποδόσφαιρο για να σταβλίσει τους οπαδούς, άσχετα αν το ίδιο το άθλημα το διαχειρίζονται οικονομικοί μεγιστάνες και πολιτικοί παράγοντες, καμιά φορά το πολιτικό μπορεί να βρει τον δρόμο του προς τις μάζες των οπαδών, όχι μόνο με τη μορφή της πατριωτικής ακροδεξιάς αλλά και με μια εγγενώς ταξική συγκρουσιακή κατάσταση. Σίγουρα, λέει ο Κινγκ, η ακροδεξιά βρίσκει τρόπο να τρυπώνει στην τυφλή οργή, αλλά οι σύνδεσμοι μπορούν να γίνουν ένα πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί αυτό που έχασε η εργατική τάξη όταν μετατράπηκε σε«white trash», την αλληλεγγύη.
Ο Ιταλός συγγραφέας Αλμπέρτο Προυνέτι, ένα νέο ιταλικό φαινόμενο που κατάφερε να επαναφέρει την εργατική λογοτεχνία στα ιταλικά μικροαστικά σαλόνια με το βιβλίο του «Αμίαντος: Μια Εργατική Ιστορία» το 2012, θα μιλήσει για τα χρόνια του ως μετανάστης στην Αγγλία τη δεκαετία του 1990 με ένα νέο βιβλίο που μεταφράστηκε και αυτό πρόσφατα και στα Ελληνικά, το «108 Μέτρα». Εκεί θα αναφέρει πως το ποδόσφαιρο για τα παιδιά της εργατικής τάξης δεν ήταν μόνο μια διασκέδαση, αλλά ένας τρόπος να σκληραγωγηθούν για τη βαριά δουλειά που θα κάνουν στην υπόλοιπη ζωή τους. Ήταν ένας τρόπος σύνδεσης της παλαιότερης γενιάς με την επόμενη, μια διδασκαλία ζωής και εργασίας, την ώρα που μάτωναν πέφτοντας στα σκληρά χώματα ενός αυτοσχέδιου γηπέδου.
Την περίοδο που ήταν μετανάστης κάνοντας χαμαλοδουλειές στην Αγγλία, θα μιλήσει με παλιούς χουλιγκάνους και εκείνοι θα του πουν πως δεν ήταν οι υποτιθέμενες αξιότιμες πολιτικές της Σιδηράς Κυρίας που χτύπησαν τον βρετανικό χουλιγκανισμό. Πολύ απλά, τα εισιτήρια των γηπέδων ακρίβυναν τόσο πολύ που απέκλεισαν μεγάλο μέρος των κατώτερων τάξεων από τα γήπεδα, ενώ τα μεγάλα ματς μεταδίδονταν μόνο συνδρομητικά. Το ποδόσφαιρο στην Αγγλία, λέει ο Προυνέτι, έγινε η διασκέδαση των μεσαίων και των ανώτερων τάξεων, ενώ οι κατώτερες τάξεις περιορίστηκαν να το παρακολουθούν στα τετραγωνικά μέτρα του σπιτιού τους. Και οι εξεγερμένοι χουλιγκάνοι, να πνιγούν στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά.
Αλληλεγγύη από τα υπόγεια: Ένας νέος εργατικός ρεαλισμός;
Ο Αλμπέρτο Προυνέτι, λοιπόν, επανάφερε δριμύτατα το 2012 με τον «Αμίαντο» -κυκλοφορεί στα ελληνικά πάλι σε μετάφραση του Βαγγέλη Ζήκου- την εργατική λογοτεχνία, γράφοντας την «εργατική βιογραφία» του πατέρα του, Ρενάτο, που σχεδόν όλη του τη ζωή δούλευε ως ειδικευμένος εργάτης στα εργοστάσια του Λιβόρνο και των περιχώρων.
Με μια γλώσσα που θυμίζει όντως διαδικασία ηλεκτρικής συγκόλλησης, ο Προυνέτι ιχνηλατεί το πως κατέληξε ο πατέρας του να αρρωστήσει βαριά από την έκθεση στον αμίαντο, ένα υλικό που υποτίθεται ότι προστάτευε τους συγκολλητές από το να αποφευχθεί μια έκρηξη στο εργοστάσιο. Μια ίνα, όμως, αμιάντου που μπορούσε να ξεφύγει και να καθίσει στα πνευμόνια, αρκούσε ώστε να δηλητηριάσει τα ζωτικά όργανα και να δημιουργήσει κακοήθεις όγκους. Ο Ρενάτο πεθαίνει από καρκίνο, χωρίς να του αναγνωρίσει κανένας επίσημος φορέας ότι προκλήθηκε από την έκθεση στον αμίαντο, και ο γιος του, Αλμπέρτο, προσπαθεί να ξορκίσει τα φαντάσματα του νεοφιλελευθερισμού με αρκετές δόσεις Ιταλικού χιούμορ και πολιτιστικών αναφορών. Κρατάει, όμως, ακόμα εκείνη τη σπίθα από την άλλοτε γενναία εργατική υπερηφάνεια των συνδικάτων, των «κανόνων του Εργάτη» και των μαζικών απεργιών και εργατικών εξεγέρσεων.
Αν και στα «108 Μέτρα» θα μιλήσει για το Βρετανικό προλεταριάτο που γνώρισε ως μετανάστης στην Αγγλία, ίσως η πιο συγκλονιστική ιστορία που κυκλοφόρησε πρόσφατα δίνοντας μια πραγματική εσωτερική ματιά στη ζωή της βρετανικής λούμπεν εργατικής τάξης, να είναι το «Chav/Αλληλεγγύη από τα υπόγεια» του Ντ. Χάντερ -πρόσφατα μεταφρασμένο και στα ελληνικά από τις «εκδόσεις των συναδέλφων». Είναι η ιστορία ενός πάλαι ποτέ λούμπεν προλετάριου, που σπάνια όμως δίνει ο ίδιος αυτόν τον χαρακτηρισμό στον εαυτό του. Προτιμάει τον βρετανικό όρο «τσαβ» (“chav”), μια ακόμα ένδειξη ότι ο βρετανικός «ταξισμός» δεν παύει ποτέ να εφευρίσκει νέους προσβλητικούς όρους για να χαρακτηρίσει την φτώχια και την ανέχεια.
«Όταν ο κόσμος αποτελεί κάποιον/α τσαβ (chav)», μας εξηγεί ο Ντ. Χάντερ, «εννοούν ότι είσαι κάθαρμα, ότι δεν έχεις πάρει την κατάλληλη μόρφωση, δεν έχεις καμία από τις ποιότητες που συναντάμε σε ένα ανθρώπινο ον, είσαι ένα αίσχος, ένας βίαιος τραμπούκος, ένας τεμπέλης και ηλίθιος». Ως τσαβ, δηλαδή, χαρακτηρίζεται ο «πάτος» της εργατικής τάξης, το λούμπεν προλεταριάτο που επιβιώνει μόνο μέσω των κοινωνικών επιδομάτων, και κυρίως από παράνομες και «ανήθικες» πράξεις, όπως η σεξεργασία, η ληστεία, η πώληση ναρκωτικών και κλοπιμαίων.
Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει περάσει από όλα αυτά ήδη από τα πολύ παιδικά του χρόνια, καθώς, καθώς, όπως γράφει, εκπορνευόταν σε άντρες από την ηλικία των 11 ετών. Ταυτόχρονα, υπήρξε χρήστης ναρκωτικών, βαποράκι, κλέφτης και τρόφιμος αναμορφωτηρίων, φυλακών για ανήλικους και αργότερα, για ενήλικες. Μέχρι σχεδόν την ηλικία των 25 ετών δεν ήξερε να διαβάζει, καθώς στη ζωή δεν πάτησε σχεδόν ποτέ στο σχολείο.
Για τον πραγματικό κόσμο του Χάντερ, η εργατική τάξη όχι μόνο δεν πέρασε ποτέ το κατώφλι του παραδείσου, αλλά, ενδέχεται να μην είχε ποτέ και μια τέτοια πρόθεση. Το τραύμα της απίστευτης φτώχιας και της υποτίμησης που επαναφέρει ο Χάντερ, είναι εκείνο που οι ίδιοι οι άνθρωποι που το βιώνουν δεν έχουν ούτε τα γλωσσικά ούτε τα μορφωτικά εργαλεία για να το εκφράσουν. Και αυτή είναι μια τρομερή διαφορά όταν ένας συγγραφέας που έχει ζήσει την εξαθλίωση γράφει για τις εμπειρίες του, από έναν μικροαστό καλλιτέχνη που τις παρουσιάζει ως παρατηρητής.
Αν οι ταινίες του Κεν Λόουτς μας τοποθετούν μάρτυρες στο δράμα της φτώχιας και του συνεχούς αγώνα της επιβίωσης, ο Χάντερ στο κείμενό του προσπαθεί να μας εξηγήσει όλα εκείνα που θα ήθελε να εκφράσει μια ζωή, αλλά του δόθηκε η ευκαιρία μόλις απέκτησε λίγο πολιτισμικό κεφάλαιο. Και κυρίως, στέκεται στην αλληλεγγύη των φτωχών και καταφρονημένων μεταξύ τους, στις σχέσεις προστασίας και αλληλοβοήθειας που αναπτύσσονται μέσα στα σκοτεινά υπόγεια από τους ανθρώπους που πετάχτηκαν στο περιθώριο. Ο ίδιος, μας λέει, ότι επιβίωσε όχι μόνο από τύχη, αλλά λόγω αυτής της αλληλεγγύης. Συμπληρώνοντας, όμως, ότι κυρίως οφείλεται στο λευκό χρώμα του δέρματός του, υποστηρίζοντας ότι εάν δεν ήταν λευκός άνδρας, θα ήταν νεκρός πολύ πριν φτάσει είκοσι χρονών.
Ταυτόχρονα, ρίχνει φως και σε πολλά από τα πιο διαστροφικά μυστικά του Ηνωμένου Βασιλείου. Μιλάει για την υφιστάμενη παιδεραστία, που έχει πλάτες από τις αστυνομικές αρχές και εγκλωβίζει τα παιδιά της εργατικής τάξης, τα οποία είναι αόρατα και άρα, έρμαια σε κάθε είδους κακοποίηση. Γράφει για τις φυλακές, για το πως η πλούσια χώρα του Βορρά αντιμετωπίζει τους παρανόμους της, και τέλος γράφει, ότι εν τέλει, η απελευθέρωσή του ήρθε μαζί με την πολιτική του συνειδητοποίηση.
Η εργατική τάξη, υποστηρίζει, πρέπει να απελευθερωθεί από τις ηγετικές φυσιογνωμίες, να βρει μόνη της έναν τρόπο να παλέψει για τους ανθρώπους της, χωρίς να περιμένει τη συγκατάβαση των μεσαίων στρωμάτων. Χωρίς να περιμένει να πάει στον παράδεισο.
Και αν σε όλα αυτά τα βιβλία, η άνοδος τους ακροδεξιού λόγου καταλαμβάνει ένα μέρος των αναφορών των συγγραφέων για το πως ο καπιταλισμός δηλητηρίασε το αξιόμαχο προλεταριάτο, όλοι καταλήγουν πως είναι η σοσιαλδημοκρατία, ηλίθιε, και η ανάγκη της να επιβιώσει μέσα στο νεοφιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο, που στράγγιξε τους εργάτες από ένα μέρος του προοδευτισμού τους. Κάτι το οποίο δεν χάνει την ευκαιρία να αναφέρει, και το άλλο φαινόμενο της σύγχρονης λογοτεχνίας, ο Γάλλος Εντουάρ Λουί, ο οποίος συμπληρώνει το μωσαϊκό της νέας ρεαλιστικής αυτό-μυθοπλασίας με την ανάγκη επανεπινόησης του εαυτού του μέσα σε μια ανανεώσιμη και κλιμακούμενη γενεαλογία της βίας που στρέφεται συνεχώς ενάντια στα LGBTQ άτομα.
Είναι σημαντική η καταγωγή των συγκεκριμένων καλλιτεχνών, όπως και άλλων που τώρα εισέρχονται στα καλλιτεχνικά πράγματα. Όλοι θέλουν να δημιουργήσουν μια δίοδο επικοινωνίας με τους αόρατους, όχι ως Σωτήρες ή φιλάνθρωποι, αλλά μέσω των προσωπικών τους εμπειριών, μέσω της επαναδιαπραγμάτευσής των προσωπικών τους τραυμάτων, της Προσβολής που τους εξανάγκασε να ζήσουν ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός.
Και αν δεν πάμε στον παράδεισο, ίσως τιμήσουμε κάπως, εκείνους που προσπάθησαν να μας τον φέρουν λίγο πιο κοντά.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Ίρβιν Γουέλς, «Trainspotting», εκδόσεις ΟΞΥ.
Εντουάρ Λουί, «Αλλαγή: Μέθοδος», εκδόσεις Αντίποδες.
Εντουάρ Λουί, «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ», εκδόσεις Αντίποδες.
Εντουάρ Λουί, Κεν Λόουτς, «Διάλογος για την Τέχνη και την Πολιτική», εκδόσεις Αντίποδες.
Τζον Κινγκ, «Εργοστάσιο Ποδοσφαίρου», εκδόσεις ΟΞΥ.
Αλμπέρτο Προυνέτι, «Αμίαντος: Μια εργατική ιστορία», εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Αλμπέρτο Προυνέτι, «108 Μέτρα», Απρόβλεπτες Εκδόσεις
Jerry Rubin, “DO IT!: Scenarios of the Revolution”, Simon & Schuster
Χάρης Σαββόπουλος, «Η τέχνη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο/1940-1960, Εκδόσεις Πλέθρον
Ντ. Χάντερ, «Chav/ Αλληλεγγύη από τα υπόγεια», Εκδόσεις των Συναδέλφων