Κείμενο: Λαμπρινή Θωμά

Φωτογραφίες, βίντεο: Αλέξανδρος Γαστεράτος, Νίκος Βεντούρας

To Τσακάο είναι το πιο πλούσιο προάστειο του Καράκας, μαζί με το προάστειο Μπαρούτα. Το Τσακάο είναι το προάστειο που έδινε και δίνει ποσοστά άνω του 85% στην αντιπολίτευση. Το Τσακάο και το Μπαρούτα είναι τόποι που δήμαρχοι σαν τον ακροδεξιό Λεοπόλντο Λόπεζ και τον Ενρίκε Καπρίλες πρότειναν στον κόσμο να πυρπολήσει την πρεσβεία της Κούβας ή διέτασσαν «Βγείτε στο δρόμο και κάψτε τα όλα», όταν έχαναν εκλογές από τον Ούγο Τσάβες.  

Ο Λόπεζ, ο μέντορας του Γουαϊδό, ο χαρακτηρισμένος «αλαζόνας, πεινασμένος για εξουσία και εκδικητικός» που «απέλυε ακόμη και τη σύζυγο όποιου τολμούσε να διαφωνήσει μαζί του», σύμφωνα με κείνο το τηλεγράφημα του Στέητ Ντηπάρτμεντ, που έφεραν στο φως τα wikileaks, ελάμβανε εδώ 85%-95% και όλη την περίοδο Τσάβες και κατόπιν με το Νικολάς Μαδούρο.  O «εξόριστος» και «υπερασπιστής της ελευθερίας» Λόπεζ που ο τελευταίος μήνας τον βρήκε στο Περού, στο πλευρό της Κέικο Φουτζιμόρι, να την χαρακτηρίζει «φωνή δημοκρατίας και ελευθερίας» και να καταδικάζει τον Πέδρο Καστίγιο ως «κομμουνιστή, υποστηρικτή της δικτατορίας». Το Τσακάο αγαπούσε πάντα το Λεοπόλντο Λόπεζ και αγαπάει πολύ και τον Γουαϊδό – όπως και η ελληνική κυβέρνηση, άλλωστε. 

Ήταν λογικό, λοιπόν, κάποιοι να ονειρεύονταν να χτίσουν στην καρδιά του Τσακάο το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο σε όλη τη Λατινική Αμερική. Λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο. Αυτήν την καρδιά του Τσακάο κατέλαβαν ιθαγενικοί πληθυσμοί από τα μπάρριος, τις γειτονιές της φτωχολογιάς, πριν δέκα χρόνια, αποφασισμένοι να χτίσουν εκεί «το όνειρό τους».

Στην καρδιά του Τσακάο, δημιουργεί και δρα η κομμούνα της 22ας Ιανουαρίου εδώ και δέκα χρόνια. Στην κοιλιά του κτήνους. Μέσα στα μούτρα τους. 

«Εμείς τα φτιάξαμε όλα αυτά. Ολα αυτά που βλέπετε τα χτίσαμε με τα ίδια μας τα χέρια. Τα χτίσαμε εδώ, μες στην καρδιά του κεφαλαίου, στο Τσακάο». Η Ιράιδα Μιροκόιμα, είναι ιθαγενής, από τη συνέλευση του μπάρριο της 22ης Ιανουαρίου, της κομμούνας του Τσακάο. Δυνατή γυναίκα, μια ακόμη δυνατή γυναίκα στη Βενεζουέλα. Μας υποδέχεται με την κοινότητα, με συνθήματα, με λέξεις που αγγίζουν καρδιές, με τα μικρά παιδιά μια να παίζουν ηρωίδες της επανάστασης και μια να φωνάζουν μαζί «El pueblo unido…». 

«Η οργάνωσή μας μετράει δέκα χρόνια και ξεκίνησε σαν μια προσπάθεια να οργανωθούμε οι ιθαγενείς λαοί και να πάρουμε όσα μας ανήκουν. Φτιαχτήκαμε από πέντε οργανώσεις. Αυτοί το λένε κατάληψη, αλλά εμείς δεν τη λέμε κατάληψη, είναι η γη μας που ξαναπήραμε, είναι το δίκαιο». Υπάρχουν δύο τέτοια μπάρριος μες στα μούτρα του κεφαλαίου – ένα αυτό, στο οποίο μας ξεναγεί η Ιράιδα, κι ένα στο Μπαρούτα, το προπύργιο του Καπρίλες. 

«Λένε το παραμύθι τους ότι η γη μας είναι ιδιωτική, όμως οι ιδιοκτήτες είναι που κλέβουν από μας τη γη μας. Αυτό που κάναμε λοιπόν, είναι να δουλέψουμε όλοι μαζί για να ξαναγυρίσει σε μας. Λένε πως ήταν εισβολή αλλά δεν ήταν, ήταν αγώνας για τον εκδημοκρατισμό της γης στις πόλεις». Οι λέξεις επανανοηματοδοτούνται μέσα από τους αγώνες. 

«Εδώ ετοίμαζαν το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Λατινικής Αμερικής όταν μπήκαμε και απαιτήσαμε τη γη μας. Σήμερα είμαστε 220 εικογένειες που συμμετέχουμε στο χτίσιμο και τις άλλες εργασίες, από τις 266 οικογένειες που ζούμε εδώ. Και σήμερα ξέρουμε, έχουμε μάθει και μπορούμε να χτίσουμε τα πάντα».

Ανατριχιάζω, θυμάμαι το Ντουρούτι, που πιθανότατα δεν ξέρει η Ιραϊδα κι ας τον ξέρει η καρδιά της απέξω κι ανακατωτά. «Εμείς μπορούμε να χτίσουμε, οι εργάτες έφτιαξαν τα παλάτια, τις πόλεις, εμείς οι εργάτες μπορούμε να τα ξαναχτίσουμε και μάλιστα ακόμη καλύτερα. Εμείς θα κληρονομήσουμε τη γη- κουβαλάμε το νέο κόσμο εδώ, στις καρδιές μας» είχε πει. Εμείς κληρονομούμε ήδη τη Γη. Στην κοιλιά του κτήνους, στο Τσακάο. Όλοι εμείς, οι κάποτε ακτήμονες: η μία από τις πέντε οργανώσεις που ήρθαν να ενωθούν για να γεννηθεί αυτή η κομμούνα, ήταν οργάνωση των ενοικιαστών, από αυτές που «τους έδωσε ο Τσάβες τα σπίτια». Ο νόμος εκείνος ήταν απλός. Αν είχες πληρώσει 20 χρόνια νοίκι σε κάποιον, τότε του είχες αποπληρώσει το σπίτι ή το χωράφι που σου νοίκιαζε: επρόκειτο περί εξαγοράς. Το σπίτι, η γη, περνούσαν στην ιδιοκτησία σου. 

Κάθε διαμέρισμα από αυτά που «χτίζουμε με τα ίδια μας τα χέρια» είναι 85τμ. Άλλα έχουν δύο κρεβατοκάμαρες άλλα μία, άλλα έχουν ένα μπάνιο άλλα δύο… τα έπιπλα, στην πλειονότητά τους, είναι χτιστά. Στις μικρές αυλές που δημιουργούνται ανάμεσα στα διαμερίσματα, οι γειτόνισσες κι οι γείτονες κάθονται και τα λένε. Είναι περήφανοι για το ρυθμό της δουλειάς τους πια, «αν χτίσεις τα πρώτα δύο τρία, μετά είναι πολύ εύκολο».

Το εργοτάξιο, σπίτι, χώρος ζωής και ζωτικής δημιουργίας που είναι η κομμούνα της 22ας Ιανουαρίου – βαφτισμένη από την ημερομηνία της κατάληψης – είναι ένας άυπνος χώρος δουλειάς. Καθεμία από τις οικογένειες που συμμετέχει εργάζεται εδώ από τέσσερις ως 12 ώρες. Χτίζουν τώρα το όγδοο κτίριο, τελειώνουν κάποια διαμερίσματα, ετοιμάζουν το 9ο και το 10ο, που μάλλον θα είναι και τα τελευταία κτήρια. Πολλές φορές μετέχει ολόκληρη η οικογένεια κι οι δουλειές μοιράζονται ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνάμεις. «Μπορεί ας πούμε, κάποιοι να χτίζουμε, κάποιοι να περνάμε πλακάκια, κάποιοι να καθαρίζουμε, κάποιοι να πάμε να φυλάμε το βράδυ τα οικοδομικά υλικά» μου λέει η Λουζ, ένα ακόμη από τα κορίτσια που χτίζουν το αύριο με τα χέρια τους. 

Η Λουζ. Η Λουζ Μαρίνα Ραμίρεζ, απαντά στην ερώτηση κατά πόσον οι κυρώσεις επηρεάζουν την καθημερινότητα των ανθρώπων. «Κάνουμε δύο και τρεις δουλειές για να τα φέρουμε βόλτα, το πρωί μπορεί να είμαι δασκάλα, το βράδυ όμως να πουλάω μικροπράγματα για να συμπληρώσω». Οι κυρώσεις σημαίνουν πληθωρισμό, οι κυρώσεις «επηρεάζουν και τα οικοδομικά υλικά και τους μισθούς», δεν μπορούν να προχωρήσουν οι εργασίες όσο γρήγορα θα ήθελαν, δεν μπορούν να τελειώσουν τα διαμερίσματα, όσο και αν συνεχίζουν να δουλεύουν όλοι μαζί, να χτίζουν όλοι μαζί. «Αν δεν ήταν ο οικονομικός πόλεμος θα είχαμε τελειώσει ακόμη 40 σπίτια», μου λέει με παράπονο. Έτσι το λένε: οικονομικό πόλεμο. Και λένε την αλήθεια.

Το ρεύμα και το νερό παραμένει δωρεάν όσο διαρκούν οι κυρώσεις, τα κουτιά της βοήθειας σε τρόφιμα πρώτης ανάγκης τα βλέπουμε στα ράφια, έχουν – όπως και οκτώ εκατομμύρια πολίτες ακόμη- και το καρνέ δε πάτρια, την κάρτα της πατρίδας για τα λοιπά βοηθήματα που έχουν αυξηθεί με την πανδημία. 

Η Ιράιδα μας προσκαλεί να ανεβούμε τις σκάλες, να πάμε να δούμε τα διαμερίσματα, πως η κάθε οικογένεια δίνει το δικό της χρώμα, αποφασίζει να επενδύσει ή όχι σε κάποια υλικά που της αρέσουν… Μας ανοίγουν τα σπίτια τους με την περηφάνεια της εργατικής τάξης. «Ελάτε να δείτε ένα κομμάτι του ονείρου μας». Του ονείρου που χτίζουν με τα ίδια τους τα χέρια. Απλού, πεντακάθαρου -περιμέναν επισκέψεις κιόλας! –  λειτουργικού, λόγου περηφάνειας και απόδειξης δύναμης. 

Μας αποχαιρετούν. Μας κερνάνε από ένα βιβλίο, με θέμα την επαν-απόκτηση του αστικού χώρου από τις λαϊκές δυνάμεις σε όλη τη Λατινική Αμερική, που πια είναι κίνημα, με ρίζες και εδώ. Μας κερνάνε πεκένιος, τα ντόπια τυροπιτάκια που τα έχουν φτιάξει οι ίδιες. Βιβλία και ψωμί, και μια τελευταία κουβέντα, με τις γροθιές ψηλά: «Δε θα παραδοθούμε ποτέ. Θα τους δείξουμε τι λαός είμαστε».