Η Περσία η Ηγαπημένη, μητέρα των ποιητών, των πνευματικών μου προγόνων σαν το Ρουμί και τον Καγιάμ, δηλαδή το Ιράν, μέσα από τις σημειώσεις, τις μνήμες και τα ευτράπελα ενός ταξιδιού τουριστικού, που έγινε το Μάρτιο του 2019. Το άλλο Ιράν, του Σαββατοκύριακου, σε δύο μέρη.
Το ταξίδι αυτό έγινε το Μάρτιο του 2019, με παρέα τον 22χρονο γιό μου και τρεις αγαπημένους φίλους, ανάμεσά τους και ο Διονύσης Σκλήρης του Ζην. Το ημερολόγιό μου από κείνες τις μέρες και οι μετέπειτα καθημερινές αναρτήσεις μου στο facebook, αμέσως με την επιστροφή, αποτελούν το βασικό μέρος αυτού του κειμένου, που ανεβαίνει εδώ γιατί δίνει την άλλη εικόνα του Ιράν, και της καθημερινότητάς του, όπως την προσλαμβάνει μια ξένη (που δεν ένοιωσε ξένη ούτε στιγμή).
Στη γη της Παραδείσου
Δεν ξέρω αν το ξύλο βγήκε από την Παραδεισο, αλλά η παράδεισος, τουλάχιστον ως λέξη και κήπος ολάνθιστος, βγήκε από την Περσία, δηλαδή το Ιράν, και δεν το λέω εγώ, το λένε οι εγκυκλοπαίδειες, οι γουικιπέντιες και όλοι οι σοβαροί ανθρώποι. Και να με συγχωρείτε που έβαλα πρώτη ώρα θρησκευτικά χωρίς να ειδοποιήσω για να κάνετε κοπάνα εγκαίρως, αλλά Ιράν είναι αυτό και δε γίνεται να το αποφύγεις…
Λοιπόν, την περσική παράδεισο σαν τη δικιά μας δεν τη λες, διοτι στην πύλη της και κάθε πύλη σύγχρονη, του μπι όνεστ, σε κάθε πόρτα και είσοδο, σε περιμένουν ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης, Αγιατολάχ Χομεϊνί, με ύφος Εστι δίκης Οφθαλμός κι άμα θες κουνήσου, δυτικό ξεμάντηλο, κι από την άλλη ο θεός της Καινής, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεϊ, όλο γλύκα, με το χαμογελάκι να σπάει σε στυλ «αχ, βρε ατακτούλικο, τι έκανες πάλι; αχ, βρε, τι θα κάνω με σένα και κοιτάει κι ο πατέρας!».
Εδώ, στας Ευρώπας, ακόμη και στη δυτική παράδοση, στην πύλη της παράδεισος σε περιμένει ο Άγιος Πέτρος, που πρώτα αρνήθηκε και μετά μετανόησε άρα έχει καρδιά μέλι και την κρατάει στα χέρια, οπότε φόβος ούτε στάλα, άμα το σκεφτείς. Αρα, (ε, μη σηκωθείς και φύγεις από την τάξη τώρα που πήρες παρουσία, διότι εδώ αρχίζουν τα ωραία), τι έχει, λοιπόν, αυτή η Παράδεισος, στα της Ανατολής της ευρυτέρας; Σηκώσατε όλοι χέρι βλέπω! Σωστά, στην δική μας εικόνα, έχει πιλάφια και ουρί. Και πολύ δικαίως, διότι τα έχει και τα δύο.
Και όταν λέμε πιλάφια, να τα σαφράνια και να τα ξυνούτσικα τα μπούρμπερι, τα διόλου στάχτη, και να τα τατζίκ, που είναι καλοψημένη κι αργοψημένη πέτσα από το καζαν ντιπί του πιλαφιού και πας στο θρυλικό εστιατόριο Μοσλέμ (διότι περί αυτού του παραδείσου ομιλούμε, ναι) στην αγορά του μεγαλου παζαριού της Τεχεράνης που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, και ζεις την εμπειρία.
Κι όταν λέμε ουρί, να τα κορίτσια με τα μαύρα μάτια τους, που όταν τα βλέπω με ζαλίζουνε και την καρδιά μου συγκλονίζουνε, τα κορίτσια που μυρίζουν τριαντάφυλλο όπως κι οι εκκλησιές τους, που η ανάσα τους μυρίζει τριαντάφυλλο από τις καραμέλες τις τόσες δα μα αληθινές, που είναι ανθόκηπος κι ας λούζονται με σαμπουάν σκόρδο και που σαν περπατούν, τυλιγμένες στο σεμνό τους ρούχο, αγγελόπλαστες και αέρινες και μαζί κορίτσια και γυναίκες και πρόκληση κι αθωότητα, όπως η Δύση έχει ξεχάσει να είναι, μου κλέβαν την καρδιά.
Παράδεισο.
Η πρώτη λέξη που θυμάμαι κι αγαλλιάζω όταν σκέφτομαι το Ιράν, το λαό του, τους ανθρώπους με την περηφάνεια και μαζί με την καρδιά στα χέρια, σαν τον Άγιο Πέτρο, λαό της Επανάστασης και της Φιλοξενίας, που μας χαμογελούν και μας ρωτούν από που είμαστε, που μας καλοσωρίζουν στο Ιράν, περαστικοί, στο δρόμο, σαρικοφόροι πάνω σε μηχανάκια, κοριτσούδια του γυμνασίου που σε τριγυρίζουν λες κι είσαι ροκ σταρ, σε ρωτούν το όνομα, την πατρίδα, σου λένε I love you και ζητάνε σελφι, γιατί τώρα πια είστε φίλες, μεσόκοπες κυρίες απόφοιτοι της Καλών Τεχνών που συναντάς στο καφενείο του μουσείου, γηραιοί φύλακες αρχαίων κήπων, σαν τον Άγιο Πέτρο, ναι, που ενώνουν αλυσίδα τους δείκτες καθώς σου λένε «Μαραθων» και χαμογελούν, από κείνα τα χρόνια γνωριζόμαστε εμείς, βρε, από τότε ξέρει ο ένας τον άλλο, κι ότι περάσαμε ψωμί κι αλάτι, τι να καταλάβουν τώρα οι υπόλοιποι, τι να ξέρουν από όσα ξέρουμε κι από όσα ζήσαμε ‘μείς, μέχρι τα παιδιά του καφέ Μαλέκ που παίζουν ελληνική μουσική για χάρη μας και ντρέπομαι να τους πω πως αυτό τον Οικονομόπουλο που είναι very popular στο Ιράν δεν τον έχω ξανακούσει ποτέ μου και γυρίζοντας θα επανορθώσω για χάρη τους.
Παράδεισο.
Καθαριότητα και σεβασμός και τα μουσεία γεμάτα με οικογένειες με παιδιά και οι νεώτεροι να δίνουν τη θέση τους στο μετρό και ο μεσήλιξ στρατιωτικός να χαιρετά επίσημα, με την παλάμη εκ δεξιών του κροτάφου, τον υιό μου τον αγαπητό, γιατί τον είδε λέει να «stay next to your mother to protect her», και τα κορίτσια στο βαγόνι θηλέων να με κοροθετούν και να με προστατεύουν και να μου μιλούν ακόμη κι αν δεν έχουμε κοινή μιλητή γλώσσα, άλλη από την καρδιακή.
Παρένθεση και σοσάρα: στα γυναικεία βαγόνια του μετρό μπαίνουν μόνο γυναίκες, σε όλα τα υπόλοιπα μπαίνει όποιος θέλει, κι άρα και γυναίκες, και σου προσφέρουν και θέση, άρα το όλον σύστημα βολεύει, και λέω να το καθιερώσουμε κι εδώ στο μετρό, με βαγόνια αποκλειστικά εργατικής τάξης, που τα κωλόπαιδα βλέπουν την εργατική τάξη φορτωμένη σα το γάιδαρο και παίζουν με το κινητό αδιαφορώντας.
Ούτε μια στιγμή ανησυχίας ή αίσθησης κινδύνου, νταξ, αν εξαιρέσεις τον τρόπο που οδηγούν (ναι, έχει κι η Παράδεισο προβλήματα κυκλοφορίας). Ούτε μια στιγμή φόβου ή αίσθησης φόβου στους άλλους, τους πλησίον Ιρανούς. Μια βαθιά εντιμότητα – «μας πληρώσατε κατά λάθος μια νύχτα παραπάνω στο ξενοδοχείο» ή «το πουρμπουάρ είναι πολύ μεγάλο, πάρε τα μισά πίσω» – και μια ανατολίτικη ζεστή πονηριά, στο ταξί που του λες «είμαστε πέντε» και νομίζεις ότι θα σου πει να πάρεις κι άλλο κι αυτός σηκώνει τους ώμους και σας βάζει όλους μέσα, κι ύστερα ο άλλος ταξιτζής που του κόψανε κλήση γιατι δε φορούσε ζώνη και την πήρε και μπήκε μέσα και ξεκίνησε μπρος στο μπάτσο χωρίς ζώνη, και ο οδηγός τουριστών που κοιτάει να στα πάρει και μέχρι «it is my birthday» σου λέει μπας και φιλοτιμηθείς, κάθε μέρα γενέθλια αυτό το παιδί, και φέρνει και το εγγονάκι του μαζί μήπως και δώσεις παραπάνω στο παιδί, και δεν ξέρει ότι τον ξέρεις απέξω κι ανακατωτά γιατί είσαι ρωμιός και άρα μοιάζετε όσο δεν παίρνει.
Παράδεισο. Γιατί περάσαν απ’ την κόλαση και βγήκαν ζωντανοί.
Από την αρχή
Ημέρα πρώτη, στον περσικό δρόμο, που πάει να πει είμαι στο φυσικό μου, ως σουρτουκινγκ εξπερτ, και πολυ το χαιρομαι. Και έχω ξαπλάρει και σε λεωφορείο VIP που δε σημαίνει Very Important Person, που είμαστε όλοι στην καθ’ ημάς, αλλα Very Important Passenger που είμαστε μόνο οι εντός του λεωφορείου. Οπου οι θέσεις γίνονται κρεβάτι, και έχει υποπόδιο που ανεβαίνει, και σου φέρνουν και το γευματάκι σου αλά αεροπλάνο αν και με περσικό μενού, πρώτο χιντ της παιδικότητας που θα δεις ξανά και ξανά να ανατέλει, και σταματάνε για τσάι δυό τρεις φορές και νοιώθεις πασάς στα Γιάννενα και χανούμ στο χαρέμ, ένα πράμμα (άλλα φύλα ακόμη δεν έχει επισήμως, αν και το περσικό σύστημα υγείας καλύπτει έξοδα εγχειρήσεων αλλαγής φύλου μεταξύ των δύο που αναγνωρίζονται. Ετσι για να μη λες).
Δεν ξέρω αν πρόσεξες που είπα τσάι. Ο καφές στο δρόμο στην καλύτερη ίσον μηχανή σπιτική παλαιού τύπου – νο καψουλες άη αμ αφρέηντ – που έχει να δουλέψει από τον προηγούμενο τουρίστα, και που βγάζει κάτι σαν εσπρέσσο και να είσαι και ευχαριστημένη, κυρά μου, που είχες εσπρέσο και στο χωριό σου. Στη καλύτερη. Διότι στην χειρότερη είναι φακελάκι τρία-σε-ενα με ολίγο στιγμιαίο, τρεις τόνους ζάχαρη και κάτι σαν γάλα σκόνη, που αν ήθελα γλυκό έτρωγα μπακλαβά, συντροφε Πέρση μου, με το συμπάθειο, που τον κάνεις κι αριστούργημα και βοηθάει και στα πιασίματα που τόσο σου αρέσουν, πονηρό αγόρι.
Και εδώ, ομολογώ, με πιάνει ένα παράπονο, διότι μέχρι τον 19ο αιώνα ο πέρσης αδελφός μου κι η περσίς αδελφή μου πίνανε τα καφεδάκια τους με τα ροδόνερα σταυροπόδι στον οντά, ευτυχισμένοι. Κι ύστερα ήρθε ο εγγλέζος ο αποικιοκράτης κι έφερε τα τσάγια (ας όψεται ο Αστερίξ…) και γίναν της μόδας μαζί με τις πλαστικές επεμβάσεις, και χάσαμε τα καφεδάκια μας και την αρχαιοπρεπή μας μύτη… Αλλά που θα πάει, ήδη στη μεγάλη πόλη αναγεννάται το καφεκίνημα και ετοιμάζεται η επιστροφή στις ρίζες, κι ας είναι τρεντουριά και χιπστεριά προς το παρόν. Θα τους αλώσομεν εκ των έσω, βρε – εισοδισμός λέμε!
Η πρώτη δυσκολη εμπειρία; ναι, την πρώτη μέρα κιόλας. Τουρκικες τουαλέτες on the road και στο παζάρι και σε αρκετά μαγαζιά, αν έχουν, διότι δεν είναι υποχρεωμένα να έχουν (θα σου πω). Γυναικείες τουρκικές τουαλέτες με μακρύ φουστάνι, εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις καλογριά. Σε πολλές (όχι σε όλες…) έχει κρεμάστρα, να βγάλεις παλτό ή τσαντόρ και να αφήσεις τσάντα, αλλά εδώ τελειώνουν οι ανέσεις, και το χαρτί υγείας να το ξεχάσεις διότι πολύ μου καλόμαθες, μόνο νεράκι γάργαρο έχει, κι αν θες. Βέβαια, τα γράφανε αυτά τα ιντερνέτια κι είχαμε μαζί μωρομάνηλα 1+1 δώρο και κλινέξ μαντηλάκια και ντετόλ, αλλά…
[Και εδώ, παρακαλώ πολύ, ας μας λύσει κάποιος μιαν απορία που ευφυώς ετέθη από σύντροφο στο ταξίδι, και δεν ελύθη ακόμη: πως στεγνώνει ο μουσουλμάνος σύντροφος τον πωπούλη του μετά την τουαλέτα; διότι τουρκικη και πλύσιμο οκ, κατανοώ, αλλά μετά πως βγαίνει στεγνός έξω; κουβαλάει πετσέτα; τι κάνει; όποιος ξέρει ας μας διαφωτίσει…]
Που ήμουν όμως; Α, ναι. Πάει που λες το λεωφορείο Τεχεράνη- Γιαζντ, 700 χιλιόμετρα μες από τοπίο που συνδυάζει χιονισμένο βουνό και έρημο, εισιτήριο 12 ευρώ για την υπέρτατη λεωφορειακή πολυτέλεια, ας σημειώσω, και δίπλα στο δρόμο χιόνια και τα βουνά κατάλευκα και το φως της ερήμου να σε τυφλώνει, και η μαντήλα μου λευκή σαν το χιόνι των βουνών να μη λέει να κάτσει ήσυχη στο κεφάλι μου, μου πήρε κανά τριήμερο, πρέπει να στο πω, να τη συνηθίσω και να μου λείπει όταν δεν τη φορούσα. Και ξεχνιόμουν πολλές φορές, και πήγαινα να βγω χωρίς μαντήλα, κι ευτυχώς με συνέτιζε ο υιός μου ο αγαπητός, που μοιραζόμασταν δωμάτιο και ταξίδι, «Μητέρα, που πάτε; έτσι θα βγείτε έξω; σαν τσούλα;» (στα ισπανικά τσούλα σημαίνει όμορφη, αλλοιώς θα είχαμε δράματα, ναι).
Η μαντήλα. Να σκεπάζει τα μαλλιά και το λαιμό. Αχαρη στο δικό μου το ξερό το κεφάλι, αλλά σε κάθε περσίδα μελαχροινή, κούκλα ζωντανή, όπλο σαγήνης , πρόκληση και κλείσιμο ματιού, που να πως την φτιάχνουνε, και να πως ρίχνουν την μια πλευρά πίσω, στον ώμο, και να πως πέφτει τάχαμου χαμηλά και ίσα σκεπάζει μια λωρίδα μαλλί… Και αυτά τα αγόρια με τα μάτια τα μελιά, αχ, να δούνε τα μαλλιά της μια φορά και τι στον κόσμο… Το πρόσωπο, με τη μαντήλα κορνίζα, άλλη ιστορία…
Και μη ξεχάσω κι αυτό, που το έμαθα επιτόπου, και κατάλαβα έξαφνα ότι η μαντήλα δεν είναι τελείως μαντήλα, τουλάχιστον στο Ιράν, αλλά και μικρή υπόκλιση στο παρελθόν: ο πιστός Ζαρατουστρινός πρέπει πάντα να έχει το κεφάλι καλυμμένο, λέει. Και τα παιδιά, και οι γυναίκες και όλοι. Δηλαδή, η Ζαρατουστρινή πιστή δε φοράει τη μαντήλα γιατί της το λέει ο Αγιατόλα, αλλά γιατί το επιβάλει η δική της πίστη. Δεν το κάνει από φόβο και το κάνει χιλιάδες χρόνια πριν το Ισλάμ.
Ντύσου πρόχειρα και βάλε το τσαντόρ σου
Μικρό κοριτσίστικο ιρανικό διάλειμμα, για να σου πω όσα έμαθα για τα κορίτσια του Ιράν όντας εκεί, διότι η δυτική προπαγάνδα μας έχει φάει το μυαλό και δε μπορούμε να δούμε. Και δεν απολογούμαι για κανέναν, αλλά χατήρια στους αλαζόνες δεν κάνω (χιντ για Τεχεράνη αυτό, να το θυμάσαι).
Λοιπόν, έχουμε και λέμε:
όσα κορίτσια γνωρίσαμε ήταν μορφωμένα και με τσαγανό και με χιούμορ και δημιουργικά και δυό τρεις γλώσσες και χαρά Θεού
η πλειονότητα των υπαλλήλων στα μουσεία κλπ ήταν γυναίκες και η αξιοπρέπεια κι ο επαγγελματισμός τους ήταν άνευ προηγουμένου (σε 17 μέρες ταξίδι, μόνο ένας μάλαξ άνδρας δημόσιος υπάλληλος προσπάθησε να μας εξαπατήσει, κι ο συνάδελφός του, που ήταν δίπλα, είχε κοκκινήσει από ντροπή)
Οι γυναίκες οδηγοί στο Ιράν είναι πολύ καλύτερες από τους άνδρες οδηγούς (χρόνια ήθελα να μπορώ να κανω αυτή την παρατήρηση κάπου, και, ναι, ήρθε η ώρα!)
όταν κυκλοφορούσα μόνη μου, στο δρόμο ή στα γυναικεία βαγόνια, οι γυναίκες χαμογελούσαν, πλησίαζαν, μιλούσαν και με φρόντιζαν να είναι σίγουρη η καλοπέρασή μου. Αδελφές.
Στο εμπορικό κέντρο Λαλέ, στην Τεχεράνη, έπαιζε κάτι κλαρίνα πέρσικα και ένα κορίτσι 50+, που είχε βγει για ψώνια, χόρευε και τραγουδούσε στους διαδρόμους, αντιμετωπιζόμενη μόνο με χαρές και χαμόγελα
το 70% των γυναικών έχουν βγαλει σχολή τριτοβάθμιας (και το 95% του πληθυσμού είναι εγγράμματο)
60% των σημερινών φοιτητών είναι κορίτσια
51% των ιατρών είναι γυναίκες
ναι, έχει και γυναίκα αντιπρόεδρο η κυβέρνηση – και τι γυναίκα, ηρωίδα της Επανάστασης! Που είναι όνειρό μου να την κάνω συνέντευξη κάποτε, και που θα πάει…
Ο ρόλος των γυναικών στην Επανάσταση και στους λαϊκούς αγώνες τονίζεται όσο δεν πάει, όπως και ο ρόλος των θρησκευτικών μειονοτήτων (βλέπε Mουσείο Οσίας Άμυνας, δηλ., του πολέμου με το Ιράκ που κόστισε ένα εκατομμύριο ζωές και δυνάμωσε το ισλαμικό καθεστώς, ελέω δυτικών παρεμβάσεων και καθηκοσαντάμ).
Οι γυναίκες στήριξαν μαντήλα και Χομεϊνί στο περίφημο δημοψήφισμα του 99%, διότι τους είχε απαγορέψει τη μαντήλα ο διεφθαρμένος και ξεδιάντροπος Σάχης και άρα πήγαμε στο άλλο άκρο, αζ όλγουεηζ, όπως διδάσκει η ιστορία. Αν ο Σάχης άφηνε τα κορίτσια να κάνουν ότι γουστάρουν, ίσως η εξέλιξη της ιστορίας να ήταν διαφορετική. Ακομη ζουν γηραιές κυρίες που υπέφεραν στα χέρια της αστυνομίας γιατί φορούσαν μαντήλα, που αν τολμούσαν να βγουν από το σπίτι με μαντήλα τις πρόγκαραν οι μπάτσοι, τα γουρούνια και οι δολοφόνοι του Σάχη.
Ως γυναίκα ταξιδιώτισσα σε πάνω απο 50 χώρες, μόνο στη Σιγκαπούρη έχω νοιώσει όσο ασφαλής ένοιωσα στο Ιράν.
Και φυσικά αγόρασα τσαντόρ! Αν η απελευθέρωση γινόταν με τα ρούχα, δε θα χρειαζόταν η αριστερά, σύντροφοι, θα αρκούσε ο Λάκης Γαβαλάς! Κι ως πατριώτισσα όλων των πατρίδων, όπως μου έμαθε ο Τσε, όφειλα να πάω ακροπατώντας και με σεβασμό στην πατρίδα μας Ιράν.
Που λες, πήγα να το αγοράσω, και δοκίμαζα διάφορα μοντέλα, και να ένα με κρυφό λάστιχο στο μέτωπο για να μην έχεις να το μαζεύεις συνέχεια πάνω από τη μαντήλα, και να άλλο με φερμουάρ, άλλο με κόπιτσες, με ασημένια δαντέλα ή μαύρη το θέλετε στο μανίκι;, μη σας πειράζει που σούρνεται θα σας το μαζέψει η μοδιστρα σε ενα λεπτό, και τα τοιαύτα… Και παραλλήλως ενθουσιασμός σε πωλήτρια και πελατεία, που ήρθε η δυτικιά να μάθει να ντύνεται… Και τελικά εδιάλεξα αυτό το ωτ κουτυρ μοντελακι τσαντόρ, το less is more που λένε και οι υψηλοι μόδιστροι, που βλέπεις και στη φωτογραφία, και γυρίζει η πελατεία που με βλέπει σκεπασμένη, και τέρμα τα καρώ πανταλόνια και τα μπλουζάκια μπλουζ μπράδερζ και μου λεει «Now, you are beautiful», δηλαδη πριν το τσαντορ ήσουν μία ίσον καμμία, τωρα θεά σε έκανε το ρούχο και μη το βγάλεις από πάνω σου! Κι εδώ να προσθέσω ότι, το τσαντόρ κόβει κιλά και τα σημάδια της ηλικίας στο λαιμό, άρα είχαν δίκηο, από πλευράς φιλαρέσκειας, τουλάχιστον, στην περίπτωσή μου.
Στη Γιάζντ
Γιάζντ, πόλη ολόκληρη θησαυρός της Ουνέσκο και της καρδιάς μας, να σε χαρώ! Γιάζντ, από τους 52 στόχους των Αμερικάνων σίγουρα, πρωτεύουσα των Ζωροαστριστών που κρατάνε ακόμη, βασιλίδα των ιρανικών πόλεων, γιατί εδώ, στα βάθη δύο ερήμων, δύσκολα φτάνεις, γιατί εδώ οι άνθρωποι φέραν νερό και δροσιά στα σπίτια τους κι αφήσαν τον ήλιο και την έρημο να αμύνονται περί πάτρης.
Εδώ κανένας κατακτητής δεν έφτασε ποτέ, κανένας από τον καιρό του ΜεγΑλέξανδρου. Ο μόνος που ήρθε ως την άκρη της γης ήταν ο αρχαίος βασιληάς, κι ο μύθος λέει πως, σαν έφτασε εδώ, άνοιξε ένα πηγάδι κι αυτό το πηγάδι σώζεται και μπορείς να το δεις. Μούφα, μας λένε. Ήρθε μεν, αλλά πηγάδι δεν άνοιξε, τουλάχιστον με τα χεράκια του, κοτζαμάν πολέμαρχος. Μα, δε με νοιάζει αν είναι αλήθεια, με ξέρεις πια. Εκείνο που με νοιάζει είναι η μνήμη του λαού μου, που τον θυμάται να ανοίγει ένα πηγάδι στην έρημο, να φέρνει νερό στην έρημο. Να φτάνει πολύτιμος, με το πολυτιμότερο των δώρων, πάει να πει.
Χαμένοι στα δρομάκια, στενά, όσο μπορούν να κρατούν σκιά και δροσιά, να σε προστατεύουν. Τα σπίτια δεν τα βλέπεις πίσω από τους ψηλούς τοίχους, μόνο τα τζαμιά και τις πλατέες, και τους ανεμόπυργους της σοφής αρχαίας μηχανικής, και τις επιγραφές για τα κανάτ, που φέρναν το νερό στο σπίτι. Πενία τέχνας κατεργάζεται κι εδώ τις κατεργάστηκε όλες.
Οι ανεμόπυργοι, οι wind catchers, τετράγωνοι ή οκταγωνικοί, να πιάνουν όποιον άνεμο φυσάει, ψηλοί κι ωραίοι, κάποτε στολισμένοι με σκαλίσματα και κεραμικά, οι ίδιοι μηχανές, πες αρχαία ψυγεία και έρ κοντίσιον. Και τα κανάτ (αγγλιστί qanat, για να γουγλίσεις περαιτέρω τα της μηχανικής, που είσαι φιλομαθέστατο παιδί), ο μαγικός ανοδικός δρόμος του νερού, από τα βάθη της γης στο κανάτι της μελαχροινής, δροσιά και καθαριότητα και ζωή, κήπος – παράδεισος, χάρη σε κείνους που παίζαν τη ζωή τους να κρατήσουν το δρόμο του νερού ανοικτό, να φέρουν κι άλλη δροσιά, να μπουν στα έγκατα της γης να συντηρήσουν και να ανοίξουν, για αυτούς και για όλους.
Από παππού, σε πατέρα, σε γιό, η δύσκολη τέχνη, η εργατιά της θυσίας, κράτησε ανοικτό το δρόμο, κι η Γιαζντ τιμά τον αγώνα τους με ένα Μουσείο Νερού που διηγείται την ιστορία αυτών που έσωσαν την πόλη μια και για πάντα. Κι αν ο Αλέξανδρος άνοιξε ένα πηγάδι, ήταν οι εργάτες, οι τιμημένοι μουκανί, γενιές ολάκερες, που βρήκανε δεκάδες, κρατήσαν δρόμους νερού ανοικτούς, χαρίσανε ζωή στην πόλη, της δώσανε όσα χρειάζονταν να ανθίσει.
Κι ύστερα καφές στην πλατέα, και χάζι, και βόλτες στη σκιά του τοίχου, και πόρτες και παγωτό σαφράνι να δροσιστούμε.
Ντου γιου λάικ, μαμαζέλ, Ιράν;
Και τώρα τα κουτσομπολιά, για τις φιλενάδες: Που λες, φτάσαμε Γιαζντ, κλειδιά δωματίου και συγκινημένη από την ομορφιά των κοριτσιών λέω στον χοστελά, you have such beautiful women!. Και με κοιτάει, και κοιτάει την κόκκινη τούφα από το μαλλί που ξεπροβάλει απ’ τη μαντήλα, you surely have your own admirers, μου λέει και χαμογελάει σχεδόν θαυμαστικά, και δεν το κατάλαβα ακόμη, μετά μου λέει, you do not have to wear that in the hostel, και τον πιστεύω και βγάζω μαντήλα κι ακόμη τίποτε δεν έχω πάρει πρέφα.
Πρωινό, η γλυκυτάτη κυρία που μας φροντίζει με ρωτάει αν το χρώμα των μαλλιών μου είναι αληθινό, ήταν, της λέω, εγεννήθην πύρρα, αλλά τώρα ασπρίσαμε όσο να’ναι και την βοηθάμε την κατάσταση. Γελάμε, φεύγει και παίρνω το σύντροφο Διονύσιο, που ήταν παρεούλα, να πάμε για τσιγάρο εκτός χόστελ, που έχει εμπρός ένα υπέροχο παρκάκι και ονοματίζουμε δικό μας το πρώτο παγκάκι αριστερά όπως βγαίνεις. Και σκάει ο χοστελάς και λέει, excuse me, can I take your photo?. Και μας βγάζει μια παρέα, για ξεκάρφωμα, κι ύστερα σηκώνει το τηλέφωνο και στρέφεται εναντίον μου με κακό σκοπό και με φωτογραφίζει μόνη, σταυροπόδι, τσιγαροκρατούσα και κοκκινομαλλούσα. Μπαίνουμε μέσα, όλα τα κορίτσια μαντηλωμένα, γιατί δεν τις βγάζετε;, ρωταω, δεν επιτρέπεται, μου λένε… Το πονηρό το αγόρι μόνο σε μένα είχε πει να μη φοράω μαντήλα, για να χαζεύει το κόκκινο μαλλί! Που, γενικώς ήταν μεγάλο σουξέ διότι, όπως λέει κι ο φίλος μου ο Κώστας, που ήταν στην παρέα, το πέρσικο αγόρι έβλεπε την τούφα και φανταζόταν ότι ακολουθούν πλεξίδες ως τη μέση, όχι ότι κουρεύομαι σε ανδρικό κουρείο και του λέω «το πολύ πέντε πόντους άστο, έχουμε και δουλειές». Τζάμπα οι ματιές στο δρόμο, Ιρανέ μου σύντροφε, και τζάμπα κι οι άγριες ματιές του υιού, δυό φορές που χρειάστηκε…
Τάδε Έφη
Στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, όταν μεγαλώναμε, ήταν εκείνο το βιβλίο, με το μαύρο ντύσιμο το δήθεν δέρμα και τα χρυσά γράμματα «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», κι έτσι ο Ζαρατούστρας πρωτομπήκε στη ζωή μου, για να ξεχαστεί και να ξανάρθει στην τωρινή μου παιδική ηλικία (που είναι και η καλύτερη, πρέπει να σου πω), αυτοπροσώπως μέσα από τους πιστούς του και τα μικρά μας προσκυνήματα στη Γιαζντ.
Η Γιαζντ, όπως και η Σιράζ, έχουν πολύ Ζωροάστρη πιστό, που λες, και ένα σωρό μνήμες ζωντανές. Πάνω από 10% του πληθυσμού ακόμη λατρεύει το θεό του Μέγα Στρατηγού Κύρου (και του Μέγα Ηλίθιου Ξέρξη που έδειρε τη θάλασσα, να μάθει αυτή). Και γενικώς το Ιράν είναι ανεξίθρησκο και χριστιανοί, ζωροαστριστές, εβραίοι μπορούν να λατρεύουν ελεύθερα και μάλιστα, όπως έμαθα στο τέλος του ταξιδιού, διότι κάβα στο δρόμο μας δε βρήκαμε, μπορούν να πίνουν και τα κρασάκια τους, υποψιάζομαι εισαγώμενα, μιας κι η επανάσταση ξερίζωσε τα αμπέλια, κι ένα τραύμα το έχω να αιμορραγεί ακαταπαύστως εκ τούτου και δεν θα το συγχωρέσω. Διότι ο Ομάρ μου ο Καγιάμ μου είναι η χαρά της ζωής, με τα φαγητά του και τα κρασιά του της Σιράζ και τα ρόδα του Ισφαχάν του, κι ήθελα τα βήματά του να ακολουθήσω, αλλά μόνο φαγητό και ρόδα, κι άλλο τίποτε… την άλλη φορά όμως, αααα, την άλλη φορά!
Τι σου έλεγα; α, ναι, για το Ζωροάστρη. Που ήταν ο προφήτης του θεού του καλού, του Αχούρα, που σημαίνει Δημιουργός, και Μάζντα (ναι, σαν το αυτοκίνητο), που σημαίνει Πάνσοφος. Από την αντίπαλη πλευρά, ήταν το δαιμονικό πλάσμα Α(χ)ριμάν, και δε χρειάζεται να σου πω εγώ ποιά ελληνική λέξη βγαίνει από δω, το κατάλαβες, που έφερνε το χάος και έβαζε τον Αχούρα σε δουλειές… τι πιστεύει ο Ζωροάστρης; «Καλές Σκέψεις, Καλά Λόγια, Καλές Πράξεις« και «εμμονή στήν Αλήθεια» μπας και το χάος μπει σε τάξη (που είναι και πολύ δημοσιογραφική κουβέντα, αν το σκεφτείς). Και κάπως έτσι παραμένει, κρατά τα ιερά του και σου εξηγεί, βήμα το βήμα, τι πιστεύει, μες στο ναό του, του φωτός και της φωτιάς, που καίει ακαταπαύστως χιλιάδες χρόνια τώρα.
Όμορφος κήπος, απλό κτίριο, ένα μικρό μουσείο για τα ήθη και τα έθιμα, η πρώτη εισαγωγή μας στον κόσμο που μίσησε ο Νίτσε. Κι ύστερα η ιερή φλόγα που καίει άσβεστη διόμισυ χιλιάδες χρόνια.
Όμως το θαύμα, δεν ήταν αυτό. Ήταν η πορεία μας στον τόπο του θανάτου, τους Πύργους της Σιωπής. Μες στο υποβλητικό τοπίο της ερήμου, δυό πύργοι στα προάστεια, πια, της Γιαζντ – εκεί που κάποτε ήταν το «μακρυά από την πόλη», απλοί, απέριττοι, ακανόνιστα κωνικοί, υποδέχονταν χρόνια και χρόνια τους νεκρούς, κρατώντας υγιή την πόλη. Με ένα σοφό και σκληρό τρόπο, που απαιτούσε ανθρώπους της θυσίας φύλακες, μικρούς ήρωες της ζωής και του θανάτου.
Σαν πέθαινε ο Ζωροάστρης πιστός, η οικογένεια τον έφερνε στον Πύργο της Σιωπής. Τον έκλαιγε, τον αποχαιρετούσε και τον παρέδιδε στους νεκροπομπούς. Τους μικρούς ήρωες. Που τον ανέβαζαν στην κορυφή του πύργου, στο τοσοδούλι οροπέδιο – φόρο τιμής στην περσική γεωγραφία, και τον απίθωνε στον ειδικό κυκλικό χώρο, στο κέντρο τα παιδιά, γύρω οι γυναίκες, γύρω από όλους οι άντρες, να έρθουν τα όρνεα να καθαρίσουν τα κόκκαλα, που ύστερα ετίθεντο στον ειδικό χώρο. Τα όρνεα, κι όχι τα τσακάλια ή ότι άλλο σέρνει την τροφή του, τα όρνεα που κάνουν καθαρή δουλειά και δεν προσβάλουν τον νεκρό.
Έτσι, όμως, οι νεκροπομποί εκτίθονταν σε αρρώστειες και γι’ αυτό, για το καλό της Πόλεως, ζούσαν εκεί σα μοναχοί, κι όταν αρρώσταιναν κι εκείνοι υπήρχε ένα κτίριο απόμακρο, μες στο χώρο τους όμως, όπου πηγαίναν να πεθάνουν, βέβαιοι πως η δική τους ζωή είχε πληρώσει για πολλές άλλες.
Όλα αυτά γιατί, το χώμα κι η φωτιά έπρεπε να μένουν αμόλυντα, λέει η πίστη του Ζωροάστρη. Και η υγεία των πόλεων όσο καλύτερη γίνεται, λέει η κτηνίατρος μέσα μου.
Προσκύνημα στη Σιράζ
Σαχ-ε Τσεραχ σημαίνει, στα φαρσί, ο Βασιληάς του Φωτός. Κι εκεί συνάντησα το κορίτσι που μου άνοιξε τα απόκρυφα, γιατί, όπως είπε «ο νόμος λέει όχι, μα η καρδιά λέει ναι». Κουβέντα τσιφ στο κέντρο της δικής μου της καρδιάς, πάει να πει. Αναρχοϊσλαμική. Έτσι γνώρισα ένα πριγκηποκόριτσο της Περσίας, πανέξυπνο και φωτεινό, σαν το όνομά της. Τη λέν Ζαχρά, που σημαίνει, στα φαρσί, Λαμπρινή. Ίδιο όνομα και ίδια τρέλλα, νομίζω, εξ ου και ο υιός μου ο αγαπητός μου είπε την καλύτερη ατάκα νο2 του ταξιδιού: «μητέρα, είστε θεούσα όλων των θρησκειών». Σεβασμό το λένε, πειραχτήρι μου! Πως να πάω στο τζαμί και τον ιερό το χώρο; ως φεμιναζί; τι είμαι; καμμιά καινούρια άμαθη, με ιστορία δύο αιώνων, ξέρωγω; εδώ σου λέει, από το Μαραθώνα γνωριζόμαστε, κι όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο καθότανε στο διπλανό θρανίο…
Οπως θα θυμάσαι, από τη Γιαζντ ακόμη αγόρασα τσαντόρ. Και το είχα στην τσάντα, μπας και χρειαστεί. Είναι αλαφρύ, για πιάσε το, δεν πάει ένα κουάρτο, οπότε δεν ήταν τίποτε να το έχω μαζί. Τώρα, αν δεν έχεις δικό σου τσαντόρ και πας στον ιερό τους χώρο, σου δίνουν ένα, και μαλιστα δωρεά κάποιου πλούσιου σιίτη, αποστειρωμενο και στο κλειστό του σακουλάκι, και το επιστρέφεις στην έξοδο προς νέα αποστείρωση για την επόμενη ξεμαντήλωτη δυτικιά.
Πάμε λοιπόν στο Βασίλειο του Φωτός, το Σαχ-ε Τσεράχ, που είναι μέσα στα χρυσάφια και τα στολίδια, ως τόπος ιερός του τάματος, και με βάζουν με ένα γκρουπ γερμανο- αυστριακο- ιταλο-αυστραλών, που όλες τους έχουν τσαντόρ εξ αποστειρώσεως, και μας δίνουν συνοδό τη Ζαχρά μου, που το μιλάει φαρσί το φαρσί και φαρσί και το αγγλικό.
Μπαίνουμε από την κυρία είσοδο των γυναικών, και κάθομαι στα σκαλάκια να κλείσω το φερμουάρ του τσαντόρ, κι έρχεται η Ζαχρά και μου χτυπάει την πλάτη και μου χαρίζει ένα χαμόγελο, που φώτισε ο ουρανός. Λέω είναι φιλική μαζί μου, γιατί δεν ανήκω στο γκρουπ, δεν είδε που φέρω τέσσερις άνδρες σωματοφυλακή. Αλλά το πανέξυπνο κορίτσι μου, το φωτεινό και καρδιακό, είχε άλλα προσέξει, από αυτά που ανοίγουν δρόμους.
Μας πάει την κλασσική περιήγηση, ο τόπος μυρίζει ροδόνερο, τα κορίτσια μυρίζουν τριαντάφυλλα, έχουν έρθει και τα αγόρια του ιδρώτα… Οι δυτικοί κοιτάνε και δε μιλούν παρά μεταξύ τους, γουάου και νάις άρτ, οι ρωμιοί ρωτάνε να μάθουν τι λέει η πίστη τους, συγκινείται το κορίτσι μου, «αυτοί οι άλλοι δεν έχουν καμμία πνευματική αναζήτηση», λέει, ξανασυγκινείται που έχω έρθει με το γιό μου, διότι «καλά αυτοί οι άνθρωποι δεν εχουν οικογένειες; εσείς ταξιδεύετε με τον πιο ωραίο τρόπο», λέει, και εκεί, στο δεκάλεπτο, γινόμαστε κολλητές και μας απαντάει σε όλα, μας πάει παντού, μας εξηγεί τις τελετές και την πίστη της.
Που λες, οι σύντροφοι Πέρσες μουσουλμάνοι είναι σιίτες δωδεκα-ιμαμιστές, όπως ξέρεις. Πάει να πει, μετράνε 11 ιμάμηδες και τώρα περιμένουν τον 12ο ιμάμη, το Μαγντί, που μαζί με τον Ιησού Χριστό θα μας κρίνουν όλους την ημέρα της κρίσεως, αφού ο αντίχριστος φάει τη σκόνη τους (bites the dust, που τραγουδάει και το πέρσικο αγόρι το σχωρεμένο). Πιστεύουν, επίσης, ότι ο Χριστός μας είναι γεννημένος από Παρθένο, και ότι αναστήθηκε πνευματικώς (ενα πλατωνικό τους κατατρώει, έχεις δίκηο, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος). Στο Βασίλειο του Φωτός κοιμούνται οι δύο μάρτυρες αδελφοί του 8ου ιμάμη, του Αλί Ρεζά. Και πάει ο πιστός κόσμος να πάρει την ευχούλα τους και ακουμπά στα ασήμια των κλωβίων που φυλάσσουν τα μνήματα. Και εκεί δεν πάνε άπιστοι. Εκτός αν το λέει η καρδιά κι όχι ο νόμος.
Τώρα, για να φτάσουμε στο 12ο ιμάμη, χρειαζόμαστε άλλους 11, που είναι 13, και πολύ μου αρέσει, γιατί έτσι ανατρέπεται η λογική άρα κερδίζει η καρδούλα, που θα έλεγε κι η Ζαχρά μου. Δηλαδή, όπως θα δεις και στη φωτογραφία, από τον προφήτη μέχρι το Μαγντί παρεμβάλλεται κι η Φατίμα, που είναι η κόρη του προφήτη και ο καθοριστικός παράγων στη διαδοχή και που την αγαπάνε όπως εμείς την Παναγιά μας. Κι επειδή είχα ρωτήσει για τις γυναίκες και τη θέση τους στην πίστη των δωδεκα-σιιτών, η Ζαχρά με πήγε στα ενδότερα («θα στα πω και πέστα μετά στην οικογένεια και τους φίλους σου») και μου εξήγησε πως η Φατίμα γίνεται ο ιερός κόμβος και πως τιμάται όσο κι οι ιμάμηδες.
Τώρα, τα μνήματα των μαρτύρων είναι κάτω κάτω, στο δεύτερο υπόγειο. Που δεν ανοίγει παρά σπάνια, κι άμα ανοίξει άπιστος δεν πάει εκεί, όπως κανονικά δεν πάει και στους πάνω κλωβούς που ακολουθούν κάθετα τα μνήματα, κι εκεί ασπάζονται οι πιστοί.
Απιστος δεν πάει, εκτός αν το λέει η καρδιά κι όχι ο νόμος, τα ξανάπαμε.
Έχουμε, λοιπόν, αφήσει τα αγόρια στις ψαλμωδίες, στα εσώτερα του ανδρικού τομέα, που δεν πάνε τουρίστες, «μπορείτε να προσεύχεστε στο δικό σας Θεό», τους λέει, και με παίρνει από το χέρι και με πάει στα ενδότερα κι ύστερα βλέπουμε μια κίνηση ανοδική από τη σκάλα που βγάζει από τα υπόγεια, και μιλάει φαρσί τα φαρσί το κορίτσι μου με έναν ευγενέστατο κύριο, και λάμπουν τα ματάκια της, και με πιάνει από το χέρι, «Σε έστειλε ο Θεός σήμερα εδώ» μου λέει, «πάμε κάτω, είναι ανοικτά». Κι είναι ανοικτά μόνο για γυναίκες, τα κορίτσια, οι φίλες της, γλυκές σα μέλι και μυρωδάτες σαν τριαντάφυλλα, να μου χαμογελούν και να με καλοδέχονται. Κι έτσι πάμε στο όντως μνήμα του μάρτυρα, κι η Ζαχρά μου γίνεται κουβαράκι στην ποδιά του, ευλογημένη αυτή εν γυναιξί, προσεύχεται κι έχει χαθεί το σώμα μες στο μαύρο ρούχο της καλογραίας, τόσο που οι φίλες της την ψάχνουν, μα εγώ την βρήκα και δεν την αφήνω.
Σηκώνεται σαν αερικό και έρχεται με γεμάτα μάτια, απέναντι στα δικά μου γεμάτα μάτια, και μου λέει ότι προσεύχεται για μένα και την οικογένειά μου, και να προσεύχομαι κι εγώ για αυτήν και την οικογένειά της, και το μόνο που ζητάει στην προσευχή για τον εαυτό της (κι άρα να το ζητάω κι εγω, καταλαβαίνω) είναι να έχει παρρησία την ημέρα της κρίσεως – κι αυτό το, έστω με το δικό της τρόπο, «ή όλα ή τίποτε» ξαναμιλάει στην αναρχική μου καρδιά όσο δεν μπορείς να φανταστείς.
Κι ύστερα, μαζί με τα άλλα τα κορίτσια, μου δίνουν ευλογία, που μοιράζεται μόνο αυτή τη μέρα, σαν το λαδακι του ευχελαίου το δικό μας φαντάσου, και με αγκαλιάζουν και με ξεπροβοδίζουν και ξέρω πως ξέρουν ότι με τη Ζαχρά μου αγαπηθήκαμε για πάντα και αυτή τη μέρα τη φωτεινή δεν θα την ξεχάσω ποτέ, που την αξιώθηκα γιατί η καρδιά της είπε «ναι».
Στο μεϊντάνι του Κόσμου
Κι έτσι κάπως, με μια εκδρομή που θα σου πω αύριο να παρεμβάλεται, και ακόμη ερωτευμένοι με τη Σιράζ και τους ανθρώπους της, πήραμε το επόμενο VIP λεωφορείο και Ισφαχα(ν)θήκαμε στον ορίζοντα. Και το ξενοδοχείο στο Ισφαχάν θα το αλλάξουμε την άλλη φορά, σου βρήκα που θα πας και που θα πάμε, διότι ήταν πολύ δυτικό και δεν είχε αυλίτσα και οντάδες και νερά και άνθη και αηδόνια, οπότε άκυρον, κι ας ήταν πολύ φτηνό. Αααα, όλα κι όλα! εμένα ο Πέρσης μου με καλόμαθε και έτσι θα μείνω!
Φτάνουμε που λες στο Ισφαχάν, αφήνουμε πράγματα στα δωμάτια και φεύγουμε να προκάμουμε το καλύτερο πιλαφάδικο της περιοχής, αλλά τζίφος, και τρώμε σε ένα εστιατόριο που τρων τα συνεργεία και είναι όλα ωραιότατα και μας έρχεται δύο ευρώ το άτομο με τα κεμπάμπια μας και τα αριάνια μας κι όλα τα καλά.
Απόλυτος πρώτος στόχος, κατόπιν, να παμε πλατεία, και τι πλατεία! Εδώ μάλιστα, να της τραγουδήσουμε «Η πιο όμορφη πλατέα του κόσμου μωρό μου είσαι εσύ»… γιατί νομίζεις την είπανε «Εικόνα του Κόσμου», Μεϊντάνι Νακσετζαχάν; η καρδιά του Ισφαχάν, χτισμένη τον 16ο αιώνα, από εκείνο το εμπνευσμένο αγόρι, τον σάχη Αμπάς, που ήταν πολύ μερακλής με τα αρχιτεκτονικά και τα εικαστικά και τα θρησκευτικά και ήταν και στρατηγικό πνεύμα (δες παρακάτω) και ήξερε και από συμβολισμούς…
Πλατεία ολόκληρη ένας θησαυρός της Ουνέσκο και δικός μας, οκτώ στρέμματα πλατεία, περιτριγυρισμένη κοσμήματα των Σαφαβιδών (τους έμαθα επιτέλους!), τζαμιά και παλάτια και την Μεγάλη Πύλη του παζαριού, στην πόλη που διάλεξε ο Αμπάς για πρωτεύουσα ώστε από τη μια να μη τον φτάνει ο Tούρκος (προαιώνιος εχθρός, λέμε) κι από την άλλη να είναι πιο κοντά στον Περσικό Κόλπο και το γνωστό στενό (Oρμουζ), που τα κυαλάρανε ήδη οι ολλανδοβρετανοί αποικιοκράτες κι έπρεπε να φυλάει τα έρμα (ναι, γεωστρατηγικά τίποτε δεν άλλαξε). Και τι κάνει το αγόρι το σπάνιο, όταν μεταφέρει την πρωτεύουσα; κάνει μια πλατέα που στις πλευρές της συγκεντρώνονται όλες οι δυνάμεις της κοινωνίας: ο βασιλεύων, οι ιερουργούντες κι οι έχοντες τα φράγκα. Παλάτι, Τζαμί, Παζάρι. Έλα τώρα εσύ Eυρωπαίε να με δεις, να καταλάβεις οι επιτούτου πρωτεύουσες τι σημαίνουν, ειδικά αν είσαι καλός μαθητής και θυμάσαι κατά πως σου τα παράδωσε η Περσέπολη.
Εκεί είμαστε λοιπόν, στο μεϊντάνι του κόσμου. Και εκεί ακόμη μας κυνηγάει το αίμα μας.. Ομορφιές τριγύρω, καθόμαστε για χάζι σε εναν καφενέ στο παζάρι που γράφει ότι έχει και turkish coffee και greek coffee και ρωτάμε τι και πως, και μας λέει ότι ένας έλληνας πελάτης τους είπε πως άμα βράσουν τον τούρκικο με γάλα αντί για νερό, τοτε τον κάνουν όπως στην Ελλάδα. Και δεν τον κάρφωσα τον απατεώνα το ρωμιό, που γαύρος θα ήταν σίγουρα (το παόκι πίνει φραπέ, λέμε!), και που βάφτισε εθνικό το δικό του καφεδάκι και διαδίδει ανακρίβειες περί ελληνικού καφέ, διότι εδώ χτίζουμε όνομα, δεν θα μου τα κάνει αυτός ρημαδιό!
Ε, πήραμε ιταλικό καφέ, να είμαστε σίγουροι, και κάτι κομμάτια μπακλαβά που λες και τα έκοψε ο Οβελίξ, και απολαύσαμε την παζαροφασαρία και την νυχτερινή πλατέα και κουβεντιάζαμε τα καρναβάλια που προηγούνται της πρωτοχρονιάς της πέρσικης, και θα τα βρεις στις φωτό, γιατί πως να σε αφήσω χωρίς βίντεο τώρα που σε καλόμαθα;
Που λες, φαρσί το λέμε Ισφαχάν ναφς-ε-τζαχάν, το Ισφαχάν που είναι ο μισός κόσμος, η ομορφιά του πάει να πει, εδώ κι αιώνες, από τον καιρό που και οι ρωμιοί καταλάβαμε ότι ο δικέφαλος αετός, προ παοκάρας ακόμη, καλά θα έκανε να τον τεντώνει προς τη δύση το λαιμό λίγο παραπάνω.
Γιατί, αν τα θυμάμαι καλά, από τους Κομνηνούς, την Τραπεζούντα και μετά, με την Περσία είχαμε εμπόρια και αλληλοεπηροές και κατάρα στο λαδέμπορα το σταυροφόρο (το πετρέλαιο δεν το ήξερε ακόμη, η κατάσταση χειροτέρεψε όταν το έμαθε). Κι έχω μια υποψία, ότι οι έλληνες εφοπλιστές της εποχής από την Περσία φέρναν κρυφά τα χρειαζούμενα για το υγρόν πυρ, αλλά πάλι δε μπορώ να στο πω μετα βεβαιότητος. Eκείνο που μπορώ να πω, αν και αυτό άνευ απολύτου βεβαιότητος, είναι ότι η παράδοση η πέρσικη κι η ρωμέικη μας δώσαν τον τρούλο της αγιαΣοφιάς, κι άρα επηρέασαν την αρχιτέκτονική όλου του κόσμου και της ομορφιάς που θα τον σώσει.
Δεν τα έχω και πολύ φρέσκα, να είμαι ειλικρινής, κι άμα πω παπάρα να με συμμαζέψεις, αλλα από ότι διάβασα τον καιρό που διάβαζα, νομίζω ότι ο τρούλος πρωτοεμφανίζεται στην Περσία στα ζωροαστρικά της χρόνια, αλλά δεν είναι υπερπαραγωγή πριν αρχίσουν οι ρωμαίοι να τον μηχανεύονται κι οι ρωμιοί να τον οδηγούν στο ανθρωπίνως τέλειο προς Δόξαν Θεού. Κι ύστερα από την αγιαΣοφιά έγινε κολπο ζόρικο αρχιτεκτονικό σε όλο το Ισλάμ, αλλά αυτά τα ξέρεις.
Εκείνο που μπορώ να σου πω, μετα μεγάλης βεβαιότητος δις τάιμ, είναι ότι, το Ισφαχάν γέμισε στολίδια εκείνο το αγόρι το ζόρικο, ο σάχης Αμπάς, και οι πριν και οι μετά αυτόν, κι ότι μια βόλτα στην πόλη φτανει για να μακαρίζεις την ψυχούλα του. Από το Αλί Καπού, όπως κι εκείνος έβλεπε την πλατεία, διότι ήταν το παλάτι με το μπαλκόνι το ωραίο προς το ανθρωπίνως θαυμάσιο, και το τζαμί του το προσωπικό των ανακτόρων («το ωραιότερο τζαμί του κόσμου» αυτοδιαφημίζεται, πριν ακόμη το μάρκετινγκ το πούνε μάρκετινγκ) και το μεγάλο, υπέροχο, δημόσιο τζαμί στην άλλη πλευρά, ή την πύλη του παζαριού, όλα δικό του έργο. Το γαλανό που παιχνιδίζει με το φως, τα αηδόνια κι τα άνθη της Περσίας πουθενά αλλού δεν έχουν τέτοιο μεγαλείο.
Αυτό το αγόρι με τα μάτια τα μελιά, που καμμία δεν τον κατάφερε να το κόψει το μουστάκι, έγινε κυβερνήτης στα έξι και σάχης στα 16. Πήρε τον τόπο του ρημαγμένο και πετσοκομμένο, είδε τον οθωμανό και τον αποικιοκράτη προ των πυλών (όχι του παζαριού, των άλλων, που έκανε φίρμα ο Χάνιμπαλ, όχι ο Λεκτερ, ο άλλος), και σκασίλα του μεγαλη και δεκα παπαγάλοι: και το λαό του ένωσε, και και τον εχθρό του νίκησε και την ταυτότητα του Πέρση όπως την ξέρεις σήμερα έφτιαξε, ενώ σχεδίαζε πλατέες και τζαμιά άνευ προηγουμένου κι επομένου και τάιζε μέλι και γάλα τους ποιητές.
Ο παππούς του, μεν, έκανε το σιιτικό ισλάμ την επιλογή των περσών, ο Αμπάς μας, δε, κατάλαβε ότι αν το αφήσει το πράγμα έτσι κι ως εκεί, δύσκολα θα αρκέσει εις τον αιώνα των αιώνων, κι ο πανισλαμιστής ο τούρκος θα τον φάει ζωντανό. Οπότε, αυτός ο νεαρούλης σαφαβίδης, που στόλισε τον περσικό θρόνο από το 1587, και που από μικρός ονειρευόταν να γίνει Μέγας σαν τον Κύρο, έκανε το σιιτισμό σημαία και ταυτότητα, έδειξε ανεκτικότητα και υποδέχθηκε με ανοικτές αγκάλες το διαφορετικό. Οπως ο Κύρος τους Εβραίους, έτσι εκείνος τους Αρμένηδες, που οι οθωμανοί κυνήγησαν κι εκείνος τους άνοιξε την αγκάλη, γιατί έφερναν κουλτούρα, μετάξι και τον ανοιχτό εμπορικό δρόμο προς τη Δύση. Κι όπως ο Κύρος έχτισε πόλεις προς δόξαν Ζωροάστρη και βασιλέα, έχτισε κι εκείνος τα πιο μεγάλα προσκυνήματα του σιιτικού Ισλάμ εντός Περσίας, και τα έκανε ιερά με δάκρυ και με κόπο: κοτζαμάν αυτοκράτορας, ανυπόδητος διένυσε τα εκατοντάδες χιλιόμετρα από το Ισφαχάν στη Μασάντ και το ιερό του ιμάμη Ρεζά. Εμ, επειδή αυτός τα έχτισε αυτά τα μαγαζιά, ήξερε και να τα τιμάει.
Κι εδώ θυμάμαι Λακαριέρ και «ένθεους» και πως η θρησκευτική διαφοροποίηση σώζει την εθνική ταυτότητα (βλέπε αιγύπτιους: γίναν χριστιανοί υπό τον ελληνιστικό ζυγό και κόπτες όταν οι έλληνες γίναν χριστιανοί, για να σώσουν την ιδιοπροσωπεία τους).
Να μη ξεχάσω: η αρμένικη, η χριστιανική γειτονιά του Ισφαχάν είναι ακόμη στολίδι, και να πας να δεις τον καθεδρικό, δε λέω, αλλά επειδή οι κολάσεις δεν είναι του γούστου μου, σε αντίθεση με τους παραδείσους (όχι τους τεχνητούς, τους άλλους), να πας να δεις και το ναό της Βηθλεέμ, που παντρεύει πιο σεμνά το αρμένικο και το πέρσικο, το χριστιανικό και το σιιτικό, στην καλλιτεχνία του. Και μια και είσαι από κείνη την πλευρά, να περπατήσεις ως τη γέφυρα την εκατονταπυλιανή, να ακούσεις τις μαγικές μουσικές της.
Κι έτσι κάπως, για το χατήρι της πλατέας του και του αγοριού Αμπάς, που αγαπούσε το κρασί, τα ρόδα του Ισφαχάν και, μερικές φορές, και τα άλλα αγόρια, και που έκανε τον τόπο του ομορφιά από αυτή που σώζει τον κόσμο, το Ισφαχάν κερδίζει ρούμπο, και ως καθαυτό ποίημα παίζει στα ίσα την αγαπημένη Σιράζ των ποιητών.
[Συνεχίζεται]