Αν οι τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια συνεχιστούν, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η παιδική και εφηβική παχυσαρκία θα ξεπεράσει το πρόβλημα της ανεπάρκειας σωματικού βάρους ως το 2022.
 
Το 2016, 124 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι 5 ως 19 ετών θεωρούνταν παχύσαρκοι, από μόλις 11 εκατ. το 1975, εκτιμάται στη μελέτη, η οποία διεξήχθη από το Imperial College του Λονδίνου και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Το φαινόμενο, όπως αναφέρεται, αφορά όλες τις περιοχές του κόσμου. Οι χώρες που πλήττονται περισσότερο είναι ορισμένα νησιά της Πολυνησίας (πάνω από το 30% του πληθυσμού του ηλικιακού φάσματος 5-19 ετών στα νησιά Κουκ είναι παχύσαρκο, για παράδειγμα), ενώ ο δείκτης ξεπερνά το 20% στις ΗΠΑ, στην Αίγυπτο ή ακόμη στη Σαουδική Αραβία.
 
Μολονότι το φαινόμενο μοιάζει να έχει φθάσει στην οροφή του εδώ και κάποια χρόνια στις πλούσιες χώρες, συνεχίζει να μεγεθύνεται στις χώρες μεσαίου και χαμηλού επιπέδου πλούτου.


Ελαφρά μείωση του υποσιτισμού
 

Από την άλλη, ο αριθμός των παιδιών και των εφήβων με έλλειψη επαρκούς σωματικού βάρους μειώθηκε ελαφρά από το 2000- με εξαιρέσεις τη νότια Ασία, τη νοτιοανατολική και την κεντρική Αφρική.
 
Την περασμένη χρονιά, υπολογίζεται ότι 192 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι αντιμετώπιζαν από μέτριο ως πολύ σοβαρό πρόβλημα υποσιτισμού, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι οποίοι βασίστηκαν σε δεδομένα για 31,5 εκατ. παιδιά και νέους σε 200 χώρες. Τα δύο τρίτα των παιδιών και των εφήβων με έλλειψη σωματικού βάρους ζουν στη νοτιοανατολική Ασία, ιδίως στην Ινδία. 
 
«Είναι απαραίτητες πολιτικές για την ενίσχυση της διατροφικής ασφάλειας στις χώρες και στα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα (…). Όμως, τα δεδομένα δείχνουν ότι η μετάβαση από την έλλειψη επαρκούς σωματικού βάρους στην παχυσαρκία μπορεί να συμβεί ταχύτατα», προειδοποιεί ο Ματζίντ Εζάτι του Imperial College του Λονδίνου, ο οποίος συντόνισε τη μελέτη.
 
Ο ειδικός επισημαίνει κυρίως τον κίνδυνο μιας «κακής διατροφικής μετάβασης, με την αύξηση της πρόσληψης τροφών με μεγάλη περιεκτικότητα σε ενέργεια αλλά χαμηλή θρεπτική αξία».
 
«Πολύ λίγες πολιτικές και προγράμματα έχουν σκοπό να καταστούν διαθέσιμες στις φτωχές οικογένειες υγιεινές τροφές, όπως (δημητριακά, ψωμί κ.λπ.) ολικής άλεσης, φρέσκα φρούτα και λαχανικά», επισήμανε ο ίδιος στο δελτίο Τύπου που δόθηκε στη δημοσιότητα μαζί με τη μελέτη. Αυτό συνεπάγεται κοινωνικές ανισότητες όσον αφορά την αντιμετώπιση του προβλήματος της παχυσαρκίας και περιορίζει τις δυνατότητες περιορισμού του φαινομένου, υπογράμμισε ο ίδιος ερευνητής.