Είναι ένα ηλιόλουστο Σαββατιάτικο απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας και ο Χρήστος Ρουμπάνης κάθεται έξω πίνοντας μια μπίρα, καθώς μου μιλάει για τις απειλές που δέχεται για τη ζωή του. Βρισκόμαστε στην Πλατεία Βικτωρίας, μια από τις πλέον πολυφυλετικές περιοχές της πρωτεύουσας. Τα κοντινά καρτοτηλέφωνα έχουν ουρές από μετανάστες από το Μπαγκλαντές και κάθε λίγα μαγαζιά βρίσκεις το χαρακτηριστικό στοιχείο των «χωριών των μεταναστών»: Ένα γκισέ της εταιρίας μεταφοράς χρημάτων Western Union. Οι ντόπιοι εκτιμούν ότι περισσότερο από το 1/3 των κατοίκων εδώ δεν είναι Έλληνες υπήκοοι.

Αυτό έκανε αυτή τη γειτονιά στόχο ρατσιστικών επιθέσεων, ειδικά μετά τη  βύθιση της Ελλάδας στην οικονομική κρίση το 2009. Λίγα μέτρα παρακάτω βρίσκεται μια παιδική χαρά, γεμάτη τραμπάλες και τσουλήθρες. Εδώ οι Αφγανοί αλλά και άλλοι έφερναν τα παιδιά τους για παιχνίδι έως ότου οι νεοναζί την κήρυξαν απαγορευμένη ζώνη τα τελευταία χρόνια. Παρόλο που τα παιχνίδια μέσα φαίνεται να λειτουργούν κανονικά, ολόκληρη η παιδική χαρά παραμένει κλειδωμένη.

Ακριβώς απέναντι, οι πέτρες μπροστά από μια παραδοσιακή εκκλησία, είναι γεμάτες γκράφιτι. Διαβάζω «αγαπάω τη χώρα μου», γραμμένο με τα εθνικά χρώματα: μπλε και άσπρο. Ένα άλλο είναι πιο άμεσο «έξω οι μετανάστες». Στα ρολά στα κοντινά καταστήματα βλέπω βαμμένες σβάστικες. Όλα αυτά φαίνονται εντελώς παράλογα σε μια χώρα που προσπάθησε τόσο ηρωικά να αποκρούσει την εισβολή του Χίτλερ.

Ο Χρήστος ζει εδώ, αλλά δεν μπορεί να με ακολουθήσει με τα πόδια μέχρι την παιδική χαρά γιατί φοβάται ότι θα ξυλοκοπηθεί. Είναι φαλακρός και έχει ένα μικρό γκρι μουστάκι. Έχει ήδη παρέμβει για να αποτρέψει την παρενόχληση των μεταναστών και τώρα οι Ναζί έχουν στρέψει πάνω του την προσοχή τους. Τον παίρνουν τηλέφωνο στο κινητό «με φωνάζουν κομμουνιστή και λένε ότι θα με σκοτώσουν». Μια φορά βρέθηκε παγιδευμένος από μια φασιστική συμμορία που κρατούσε ξύλινα ρόπαλα. «Τα κουνούσαν μπροστά μου μέχρι εδώ» λέει και δείχνει τα γυαλιά του.

Κάτω από την τέντα του bar ο Χρήστος μαζί με τις φίλες του Αφροδίτη και Όλγα συζητάνε για το πώς τα κύματα των μεταναστών και η κακή μεταναστευτική πολιτική έχουν ασκήσει πιέσεις σε αυτή την εργατική συνοικία. Αλλά σε ένα πράγμα που συμφωνούν είναι ότι οι φασίστες έχουν καταφέρει να εκμεταλλευτούν την ένταση που έχει δημιουργηθεί. Στις δημοτικές εκλογές στα τέλη του περασμένου έτους το εξτρεμιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής κέρδισε το 10% των ψήφων.

Νούμερα σαν και αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το πόσο έντονη είναι η αντίδραση της κοινής γνώμης στις περικοπές δαπανών που ενεργοποίησαν την αριστερά. Άλλα όπως θα σας πει ο Χρήστος και οι γείτονές του, η πολιτική της λιτότητας μπορεί εκτός από την αριστερά να ενεργοποιήσει και την άκρα δεξιά. Πράγματι το καθοριστικό χαρακτηριστικό της ελληνικής διαμαρτυρίας δεν είναι η ιδεολογία- είναι μια έντονη εχθρότητα προς οτιδήποτε μοιάζει με την επικρατούσα τάση είστε στην πολιτική είτε στην εργασία είτε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στις διαδηλώσεις στην Πλατεία Συντάγματος στο κέντρο της Αθήνας. Γράφοντας στη στήλη Comments is Free της Guardian την προηγούμενη εβδομάδα, ο Κώστας Δουζίνας βρήκε «εντυπωσιακές ομοιότητες» μεταξύ των διαδηλωτών, για του οποίους «δεν υπάρχει τίποτα που να μην αποτελει θέμα διαβούλευσης  και αντιλογίας» και την Αγορά της Αθήνας, που αποτελεί γενέτειρα της δυτικής δημοκρατίας.

Αυτή ήταν μια λεπτή και ανθρώπινη προσέγγιση, που συνοψίζει ένα μέρος αυτού που συμβαίνει. Αυτή η «καλά οργανωμένη συζήτηση» που αναφέρει ο Δουζίνας, σταματά αν ανεβεί κανείς τα σκαλιά που οδηγούν στο πάνω μέρος της πλατείας, όπου η οργάνωση είναι πολύ πιο θορυβώδης. Οι διαδηλωτές εδώ περισσότερο φωνάζουν παρά συζητάνε και μπορείς να δεις ελληνικές σημαίες να κυματίζουν – μια ένδειξη εθνικιστικών συναισθημάτων. Ρώτησα έναν έφηβο ποιον κατηγορεί για την κρίση. Η λίστα του ξεκίνησε αρκετά πειστικά: Τον Πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, το ΔΝΤ και μετά «τους μετανάστες, επειδή παίρνουν τα λεφτά μας».

Στην κεντρική λεωφόρο οι διαδηλωτές σημαδεύουν με λέιζερ τα παράθυρα των ξενοδοχείων προσπαθώντας να καταστρέψουν τη λήψη των τηλεοπτικών καναλιών που βρίσκονται εκεί. Όταν ένας Έλληνας δημοσιογράφος προσπάθησε να παραστεί στις διαδηλώσεις, ξυλοκοπήθηκε.

Η αποστροφή σε οτιδήποτε δίνει την αίσθηση της εξουσίας ισχύει και για το παρελθόν και για το παρόν. Πολλοί Έλληνες νιώθουν ότι ξεγελάστηκαν στα χρόνια «της ευημερίας»: από τους πολιτικούς, τα ΜΜΕ και τους επιχειρηματίες που ισχυρίζονταν ότι η ανάπτυξη ήταν πραγματική και βιώσιμη. Τώρα οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν ανεργία, περικοπές μισθών, αύξηση φόρων και ναύλων μεταφοράς ενώ δεν υπάρχει ένας πολιτικός «βαρέων βαρών» που να εγείρει σοβαρές αντιρρήσεις για τα αυστηρότερα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί ποτέ σε ανεπτυγμένη χώρα.

Οι οικονομικές κρίσεις οδηγούν στην εκλογική γκιλοτίνα; Απλώς ρωτήστε τον Gordon Brown. Αλλά ακόμα και αν ο Παπανδρέου και το σοσιαλιστικό κόμμα  διωχθεί, το συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας επίσης φαίνεται να παίρνει εντολές από το ΔΝΤ και την Ευρωζώνη. Είναι εκπληκτικό αλλά απέναντι στην πλέον αντιδημοφιλή πολιτκή που έχει εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκή δημοκρατία, δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη «λαϊκιστική» αντιπολίτευση.

Όσο για την έξοδο από το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, το θέμα σπανίως αναφέρεται από τα εθνικά μέσα ενημέρωσης. Κι όμως, στη χώρα που στο παρελθόν ήταν η πιο ενθουσιώδης οπαδός της ευρωζώνης, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένας στους τέσσερις Έλληνες θέλουν την έξοδο από το ευρώ.

Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι η φύση της Ελληνικής κρίσης είναι πρωταρχικά οικονομική ή κοινωνική. Είναι τώρα και πολιτική και συστημική επίσης. Και θα συνεχίσει να βαθαίνει εκτός κι αν κάποιο κόμμα μπορέσει να αρθρώσει αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις. Προς το παρόν σ΄ αυτή τη θέση υπάρχει ένα μεγάλο κενό.

Και όπως η παιδική χαρά κοντά στην Πλατεία Βικτωρίας υπενθυμίζει, οι ακραίες πολιτικές μπορεί να οδηγήσουν στην άνοδο των πολιτικών εξτρεμιστών.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Comment is free της Guardian και μας παραχωρήθηκε ευγενικά από το συγγραφέα)


Ο Aditya Chakraborrty είναι ο συγγραφέας των οικονομικών editorial της Guardian

H φωτογραφία είναι του Δημήτρη Μιχαλάκη