Μετά την ολοκλήρωση της πολυήμερης διαδικασίας της ανακοίνωσης της καταδικαστικής απόφασης για την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, συνολικά 39 άτομα θα οδηγηθούν στη φυλακή, μεταξύ των οποίων ο αρχηγός Νίκος Μιχαλολιάκος και τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη. Το βράδυ της Πέμπτης, στα χέρια της αστυνομίας φέρονταν να βρίσκονται τα 37 από αυτά, με τον Γιάννη Λαγό να διαθέτει ακόμα την ασυλία από την ευρωβουλή, και τον φερόμενο υπαρχηγό του Ν. Μιχαλολιάκου να παραμένει ασύλληπτος.

«Είστε έξω από τα σπίτια. Μπορεί κάποιος να διαφύγει;» ρωτούσε η δημοσιογράφος τον εκπρόσωπο των αστυνομικών, έκπτωτο συνδικαλιστή, Σταύρο Μπαλάσκα, λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της καταδίκης της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο, ενόσω η διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη. «Να διαφύγει; Ούτε μια στο τρισεκατομμύριο δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, αυτό σας το λέω κατηγορηματικά» απαντούσε ο αστυνομικός στην ερώτηση, καγχάζοντας μάλιστα επιδεικτικά προς τους συνομιλητές του, και δηλώνοντας βέβαιος πως όταν ληφθεί η απόφαση από το δικαστήριο, οι συνάδελφοί του θα κάνουν τη δουλειά τους.

Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, σχεδόν 24 ώρες μετά την ανακοίνωση της φυλάκισης της ηγετικής ομάδας και μελών της εγκληματικής οργάνωσης, ένα από τα κορυφαία μέλη της αποφεύγει τη σύλληψη. Στην πράξη, η ηγεσία της ΕΛΑΣ και η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη βρίσκονται πλέον έκθετες για το γεγονός πως ο καταδικασμένος υπαρχηγός της ναζιστικής συμμορίας δεν βρίσκεται μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της εκεί που αποφάσισε το δικαστήριο, δηλαδή στη φυλακή. Σαν να μην φτάνει αυτό, ο ίδιος ξεκαθαρίζει μέσω του δικηγόρου του πως αυτή είναι μία συνειδητή απόφαση, τουλάχιστον «προς το παρόν».

Μετά τους αστεϊσμούς με ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που σκιάζει με τις ευθύνες του πλήθος θεσμικών και πολιτικών παραγόντων της χώρας, όπως της ιστοσελίδας του ΣΚΑΪ το βράδυ της Πέμπτης για «εδώ Παππάς, εκεί Παππάς» και πριν τις χυδαιότητες του παρουσιαστή Οικονόμου στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ πως «μπορεί κάποιος αστυνομικός να πήγε εκείνη την ώρα για πιπί, ε του έφυγε ο Παππάς», ήρθε ένα κατάτι σοβαρότερο ρεπορτάζ της Καθημερινής το πρωί της Παρασκευής να φωτίσει το παρασκήνιο. Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσε η εφημερίδα, η τελευταία ημέρα που η Ελληνική Αστυνομία εντόπισε τον Χρήστο Παππά ήταν η 1η Οκτωβρίου, ημέρα που διά του νόμου ο χρυσαυγίτης ήταν υποχρεωμένος να δίνει το παρών σε αστυνομικό τμήμα. Έκτοτε, κατά τις ίδιες πληροφορίες, η αστυνομία δεν κατάφερε να τον εντοπίσει, ούτε και κατόπιν της καταδικαστικής απόφασης.

Υπό το φως των παραπάνω, σήμερα ο εκπρόσωπος των αστυνομικών σήμερα νίπτει τας χείρας του, δηλώνοντας πως «η επιχείρηση ενδεχομένως να είχε κάποιο μικρό κενό. Προσωπικά εκπροσωπώ τους αστυνομικούς και δεν καλύπτω τίποτα και κανέναν, όταν κάνει κάποιος λάθος πρέπει να το πληρώσει. Υπήρχαν επιφορτισμένοι αστυνομικοί με διαταγές σαφέστατες». Σε αντίθεση με τον αστυνομικό – εκπρόσωπο στα τηλεοπτικά κανάλια, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, σε ανακοίνωσή του πως για το φιάσκο είναι υπεύθυνη η προηγούμενη κυβέρνηση, για την μετατροπή των όρων κατά το επιεικέστερο από το Συμβούλιο Εφετών το 2015. Μάλιστα, διαψεύδοντας τον Στ. Μπαλάσκα αναφέρει πως δεν παρακολουθούσε τον Χρ. Παππά, υποστηρίζοντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο, και κατηγορώντας την αξιωματική αντιπολίτευση για λαϊκισμό, σταλινισμό και ολοκληρωτισμό.

«Ο πελάτης μου έχει τις απόψεις του. Θα σταθμίσει το γεγονός ότι μπορεί να εκτίσει μία ποινή, η οποία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να μην επικυρωθεί. Σε αυτή την περίπτωση ποιος θα του δώσει πίσω τα χρόνια που έκανε φυλακή; Προς το παρόν είναι συνειδητή επιλογή του να μην εμφανιστεί ενώπιον των Αρχών. Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο ή μεθαύριο και τι θα αποφασίσει. Γι’ αυτό τονίζω ότι αυτό ισχύει προς το παρόν» δήλωσε την Πέμπτη στο ethnos.gr ο Π. Σταυριανάκης, δικηγόρος του Χρ. Παππά.

Μία εξέλιξη που εκθέτει εκτός από την αστυνομία και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, και την εισαγγελέα Αδαμαντία Οικονόμου, που τις προηγούμενες ημέρες ζητούσε την χορήγηση ανασταλτικού χαρακτήρα στις ποινές όλων των χρυσαυγιτών -πλην του δολοφόνου Ρουπακιά που δεν δικαιούται λόγω ισοβίων- κρίνοντας τους όλους μη ύποπτους φυγής. Μία εξέλιξη, παράλληλα, που φέρνει στη μνήμη το γεγονός πως ούτε για τον Χρ. Παππά, ούτε και για άλλους χρυσαυγίτες είναι η πρώτη φορά που η αστυνομία τους αναζητεί και αδυνατεί να τους εντοπίσει.

Η πρώτη διαφυγή του Παππά

Πίσω στο 2013, δέκα ολόκληρες ημέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, θα ενεργοποιούνταν η παραγγελία της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, και η αστυνομία θα προχωρούσε σε μαζικές συλλήψεις ολόκληρης της ηγετικής ομάδας του ναζιστικού μορφώματος. Όχι ολόκληρης, καθώς και τότε, εκείνος που διέφευγε της σύλληψης ήταν ο υπαρχηγός -όπως φέρεται- της οργάνωσης, Χρήστος Παππάς. Το νούμερο 2 του Μιχαλολιάκου θα παραδινόταν στην Αστυνομία μόνον κατόπιν ενός και πλέον εικοσιτετραώρου, φτάνοντας στη ΓΑΔΑ με ταξί, χαιρετώντας ναζιστικά και φωνάζοντας «συμπαράσταση στον αρχηγό Νίκο Μιχαλολιάκο. Ζήτω η Χρυσή Αυγή. Ζήτω».

Σύμφωνα με δημοσιεύματα εκείνων των ημερών, η αστυνομία αναζητούσε και τότε τον Χρ. Παππά, με τις πληροφορίες να αναφέρονται σε προσπάθειες να εντοπιστεί «τόσο στο σπίτι του στην Αθήνα όσο και σε διάφορες επαρχιακές πόλεις», χωρίς αποτέλεσμα. Για όσους θυμούνται, την ίδια ώρα, ο χρυσαυγίτης δεν είχε διστάσει να εμφανιστεί σε ραδιοφωνική εκπομπή την ημέρα των συλλήψεων, δηλώνοντας πως «κυκλοφορώ ελεύθερος και δεν έχω δει κανέναν».

Κατά τα δημοσιεύματα εκείνης της περιόδου, ο υπαρχηγός της οργάνωσης είχε λάβει την εντολή να μην παραδοθεί αμέσως και να παραμείνει ασύλληπτος και να οργανώσει την επόμενη ημέρα της οργάνωσης, καθώς και να καταστρέψει στοιχεία από εγκληματικές ενέργειες και άλλες παράνομες πράξεις. Τελικά, περισσότερες από 24 ώρες μετά την έναρξη της επιχείρησης της αντιτρομοκρατικής για τη σύλληψη των μελών της οργάνωσης, παραδόθηκε ο ίδιος με το ανάλογο ναζιστικό σόου.

Τα κασιδιάρικα

Ούτε όμως η περίπτωση του Χρ. Παππά ήταν η μόνη τα τελευταία χρόνια όπου η αστυνομία αδυνατούσε να εντοπίσει κάποιο μέλος της οργάνωσης. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ηλία Κασιδιάρη, ο οποίος μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του 2012 είχε επιτεθεί στη Λιάνα Κανέλλη και τη Ρένα Δούρου κατά τη διάρκεια ζωντανής τηλεοπτικής εκπομπής, του Γιώργου Παπαδάκη στον ΑΝΤ1. Αμέσως μετά την άνανδρη επίθεσή του, ο υποψήφιος -τότε- βουλευτής και εκπρόσωπος του κόμματος κρύφτηκε ενώ ήταν καταζητούμενος από την αστυνομία.

Το περιστατικό συνέβη στις 7 Ιουνίου, το αυτόφωτο έληξε στις 9 Ιουνίου, και ο Ηλ. Κασιδιάρης δεν εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα παρά την 12η του ίδιου μήνα, καταθέτοντας μηνύσεις κατά των βουλευτριών του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ιστορία, «για τυπικούς λόγους», το μέλος της εγκληματικής οργάνωσης δεν καταδικάστηκε τελικά για την επίθεσή του αυτή.

Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τη Συμφωνία των Πρεσπών με τη Βόρεια Μακεδονία, ο χρυσαυγίτης βουλευτής Κωνσταντίνος Μπαρμπαρούσης ζήτησε από βήματος της Βουλής στρατιωτικό πραξικόπημα, φωνάζοντας μεταξύ άλλων προς την τότε κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ «τα κεφάλια σας στις Πρέσπες» και καλώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις να συλλάβουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Άμυνας. Στις 15 Ιουνίου του 2018, μετά από το σόου στη Βουλή, σε βάρος του «Καραϊσκάκη της Χρυσής Αυγής» όπως τον χαρακτήριζε το iefimerida και άλλα μέσα, σχηματίστηκε δικογραφία για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας. Ωστόσο, παρότι βουλευτής, ο ίδιος είχε προλάβει να διαφύγει.

Δημοσιεύματα εκείνων των ημερών περιέγραφαν πως «είχε διαφύγει από τις αρχές με κινηματογραφικό τρόπο με το βουλευτικό του αυτοκίνητο, καθώς παραβίασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα σήμα των αστυνομικών που επιχείρησαν να τον σταματήσουν στην Αιτωλοακαρνανία», αφού σχηματίστηκε σε βάρος του ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος. Τα δημοσιεύματα για τον «κλοιό που σφίγγει» και τις «κινηματογραφικές» επιτυχίες του μέλους της οργάνωσης θα συνεχίζονταν τις επόμενες ημέρες κατά τις οποίες συνέχιζε να κυκλοφορεί ελεύθερος. Τελικά, εντοπίστηκε τρεις ημέρες αργότερα, στις 18 Ιουνίου, από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία, με τα δημοσιεύματα όπως του skai.gr να περιγράφουν ανεκτικά πως «εντοπίστηκε από αστυνομικούς της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας τους οποίους ακολούθησε πειθήνια, όταν του το ζήτησαν».

Όταν η ΕΛΑΣ «έπαιζε τον παπά» με άλλον υπαρχηγό του Μιχαλολιάκου

Μιλώντας για διαφυγή χρυσαυγίτη από αστυνομία, είναι αδύνατον να μην αναφερθεί κανείς στον επικεφαλής της δολοφονικής επίθεσης κατά του τότε μέλους του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΦΕΕ και προέδρου του ΔΣ της Φιλοσοφικής, Δημήτρη Κουσουρή, την περίπτωση του υπαρχηγού Αντώνη «Περίανδρου Ανδρουτσόπουλου. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1998, όταν μέλη της Χρυσής Αυγής υπό τις οδηγίες του Περίανδρου, με ρόπαλα και σιδηρογροθιές επιτέθηκαν κατά του Δ. Κουσουρή και δύο ακόμα ατόμων έξω από τα δικαστήρια στην Ευελπίδων. Οι τρεις άνδρες τραυματίστηκαν σοβαρά, ενώ οι δράστες της επίθεσης έφυγαν ανενόχλητοι.

Έκτοτε, για επτά χρόνια και πλέον χρόνια, ο παλιός υπαρχηγός του Μιχαλολιάκου θα διέφευγε της σύλληψης, και δεν θα βρισκόταν στα χέρια της αστυνομίας παρά μόνο ένα πρωί του Σεπτεμβρίου του 2005, όταν από μόνος του παραδόθηκε στο Τμήμα Εκτέλεσης Ποινών του Εφετείου Αθηνών και προφυλακίστηκε. Είχε ήδη δικαστεί ερήμην το 2004 για πλημμελήματα, με εκκρεμότητα την εκδίκαση της κατηγορίας για απόπειρα ανθρωποκτονίας, για την οποία καταδικάστηκε για 21 χρόνια χωρίς αναστολή και χωρίς ελαφρυντικά. Έπειτα η ποινή μειώθηκε στα δώδεκα χρόνια στο Εφετείο, και ο ίδιος αποφυλακίστηκε μετά την έκτιση ων τριών πέμπτων της ποινής του.

Δημοσιεύματα των ημερών εκείνων καταγράφουν το «ξάφνιασμα» των αστυνομικών που τον είδαν εκείνο το πρωί στο Εφετείο να παραδίνεται, επτά χρόνια μετά τη δολοφονική επίθεση του 1998. Όπως γράφει τότε στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο Πάνος Μπαΐλης:

«Γεια σας. Είμαι ο Αντώνης Ανδρουτσόπουλος και ήρθα να παραδοθώ γιατί υπάρχει
εις βάρος μου ένα παραπεμπτικό βούλευμα…». Χρειάστηκε να περάσουν λίγα λεπτά
για να συνειδητοποιήσει ο υπάλληλος του γραφείου εκτέλεσης ποινών του Εφετείου
ότι είχε μπροστά του το περιβόητο στέλεχος της Χρυσής Αυγής. Μετά το πρώτο
ξάφνιασμα ο υπάλληλος συνέταξε την «Έκθεση αυθορμήτου εμφανίσεως και σύλληψης»
και ειδοποίησε το Αστυνομικό Τμήμα Αμπελοκήπων. Στους αστυνομικούς είπε ότι
επέλεξε να παραδοθεί χθες την ημέρα των γενεθλίων του γιατί ο πατέρας του
είναι βαριά άρρωστος.

Όπως είπε, στην Ελλάδα έφτασε πρόσφατα προερχόμενος από χώρα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, όπου ζούσε τον τελευταίο καιρό. Ο «Περίανδρος» είπε στους αστυνομικούς
ότι ήταν για χρόνια στη Βενεζουέλα, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο ρούχων, όπως
και ο πατέρας του. H Αστυνομία, όπως προκύπτει εκ των υστέρων, δεν είχε
ζητήσει τη συνεργασία των διωκτικών αρχών της Βενεζουέλας, αν και όλοι
υποπτεύονταν ότι το στέλεχος της Χρυσής Αυγής ζούσε εκεί όπου είχε γνωστούς η
οικογένειά του αλλά και ο ίδιος».

Περαιτέρω, με τα «θολά σημεία» των ερευνών για τη σύλληψη του Περίανδρου, είχε ασχοληθεί ο Βασίλης Νέδος στο Βήμα, όταν έγραφε για «Πλήθος ερωτηματικών για την απροθυμία της ΕΛ.ΑΣ. να καταδιώξει και να συλλάβει τον καταζητούμενο ακροδεξιό», σε άρθρο με τίτλο «Αστυνομικοί έκαναν “στραβά μάτια” για τον Περίανδρο», όπου μεταξύ άλλων υπογράμμιζε πως επί επτά και πλέον χρόνια, «οι πληροφορίες για τις κινήσεις του ροπαλοφόρου παρέμεναν αναξιοποίητες».

Μεταξύ των θολών σημείων που διαπίστωνε τότε το δημοσίευμα, ο δημοσιογράφος παρέθετε τα εξής:

  • Αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης ήταν ένας αστυφύλακας στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων που ουδέποτε ανέφερε το περιστατικό του ξυλοδαρμού, το οποίο έλαβε χώρα μέσα στην καφετέρια της συζύγου του. Ο αστυφύλακας τέθηκε σε διαθεσιμότητα από το αρχηγείο της αστυνομίας και ακολούθησε ΕΔΕ, της οποίας όμως τα αποτελέσματα «ήταν πενιχρά».
  • Τον Ιούνιου και τον Ιούλιου του 1998 κατά την αναζήτηση του Περίανδρου, το δημοσίευμα αναφέρει πως οι «έρευνες» στα σπίτια του σε Ψυχικό και Καλλιθέα εξαντλήθηκαν στο χτύπημα του κουδουνιού της πόρτας. «Σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έγινε καν έλεγχος στο σπίτι του. Εύλογα γεννάται το εξής ερώτημα: γιατί οι αστυνομικοί δεν ερεύνησαν για περαιτέρω στοιχεία τον τόπο κατοικίας του καταζητούμενου “Περίανδρου”» αναρωτιέται τότε ο δημοσιογράφος.
  • Η αστυνομία είχε πληροφορίες πως κατά την τριετία 1999-2001, ο καταζητούμενος είχε βρει άσυλο σε δύο μοναστήρια που βρίσκονταν στα σύνορα μεταξύ των Νομών Αττικής και Βοιωτίας, τις οποίες ουδέποτε αξιοποίησε.
  • Ένα άλλο θολό σημείο που καταγράφει το δημοσίευμα, αναφέρεται σε «σειρά απορρήτων έγγραφων που διαβιβάστηκαν τον Δεκέμβριο του 1999 στο γραφείο του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδη», από τα οποία προκύπτει πως αξιωματικοί της ΕΛΑΣ είχαν έλθει σε επαφή με τουλάχιστον τρία πρώην μέλη της ναζιστικής οργάνωσης, τα οποία και έδωσαν πληροφορίες για την «εναλλαγή» κατοικιών του Περίανδρου εντός και εκτός Αθήνας. Και αυτές φέρονται να έμειναν ανεκμετάλλευτες, ενώ τότε φέρεται να συντάχθηκε και απόρρητη έκθεση που παραδόθηκε στον υπουργό, την οποία θα δούμε παρακάτω.
  • Επίσης, σημειώνεται πως παρότι η τακτική της αστυνομίας ακόμα και σε ληστείες είναι η σύσταση ομάδων αναζήτησης, στην περίπτωση του Περίανδρου δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο.
  • «Τρύπες» διαπιστώνονταν τότε και στις κινήσεις του Περίανδρου εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς ερωτηματικά υπήρχαν για το πως διέφυγε στη Βενεζουέλα, αλλά και για το πως επέστρεψε στην Ελλάδα χωρίς να εντοπιστεί. Όπως αναφέρεται, «μόνον οι δικηγόροι του κ. Κουσουρή είχαν προχωρήσει σε πρωτογενή έρευνα στις υπηρεσίες ελέγχου και διαβατηρίων (Ελλάδας και Βενεζουέλας), και είχαν διαπιστώσει ότι ουδέποτε κατεγράφη είσοδος ή έξοδος του “Περίανδρου” στη χώρα της Νότιας Αμερικής».
  • Τέλος, το ίδιο δημοσίευμα αναφερόταν σε πληροφορίες που έφταναν στην οικογένεια Κουσουρή πως ο Ανδρουτσόπουλος είχε γίνει αντιληπτός στον Βόλο, στην Τρίπολη και στην κηδεία του χουντικού Παπαδόπουλου τον Ιούλιο του 1999, οι οποίες φέρονται να έμειναν εξίσου αναξιοποίητες.

Η απόρρητη έκθεση που διάβασε (;) ο Χρυσοχοΐδης

Τα παραπάνω περιστατικά μπορεί να προκάλεσαν έκπληξη όταν έλαβαν χώρα, ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη και το λιγότερο πρόσφατο παρελθόν, δεν θα έπρεπε να ρίχνουν κανέναν από τα σύννεφα. Αυτό γιατί, όπως είδαμε και παραπάνω, όχι μόνο δεν είναι η πρώτη φορά που χρυσαυγίτης καταφέρνει να αποφύγει τη σύλληψη, αλλά η ίδια η Ελληνική Αστυνομία έχει διαπιστώσει κατά το παρελθόν τις «δυσκολίες» προσέγγισης όταν απέναντι βρίσκονται μέλη του ναζιστικού μορφώματος.

Ακόμα πιο πίσω, στο 2008 και όταν ακόμα η Χρυσή Αυγή κινούταν στις σκιές του περιθωρίου της κοινωνίας και δεν είχε καταφέρει ακόμα την εκλογική απήχηση του 2012, η δημοσιογράφος Μαρίλη Μαργωμένου θα δημοσίευε στην Καθημερινή μία προ δεκαετίας αποκαλυπτική έκθεση της αστυνομίας προς τον υπουργό Δημοσίας Τάξης -που χρημάτιζε και τότε ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης- με αφορμή την δολοφονική επίθεση που είχαν πραγματοποιήσει οι χρυσαυγίτες μαζί με τον τότε υπαρχηγό του ναζιστικού μορφώματος, Αντώνη «Περίανδρου» Ανδρουτσόπουλου, σε βάρος του φοιτητή τότε Δημήτρη Κουσουρή, τον Ιούνιο του 1998.

Στο αποκαλυπτικό της δημοσίευμα, η δημοσιογράφος αναφερόταν σε επίλεκτη ομάδα έξι αστυνομικών που είχε αναλάβει τις έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών της δολοφονικής επίθεσης, η οποία δεν κατάφερε κανένα αποτέλεσμα, παρά τη σύνταξη μίας «απόρρητης» έκθεση προς τον υπουργό Χρυσοχοΐδη, κατά την οποία εξηγούσαν τα αίτια της αποτυχίας των ερευνών.

Στην έκθεση, οι επίλεκτοι αξιωματικοί της αστυνομίας περιέγραφαν, μεταξύ άλλων, πως «η Χρυσή Αυγή διατηρεί πολύ καλές σχέσεις και επαφές με αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αλλά και με απλούς αστυνομικούς», και πως αυτές «οι διασυνδέσεις της Χρυσής Αυγής με την Αστυνομία καθιστούν αδύνατη τη σύλληψη του Περίανδρου». Ακόμη, στην ίδια έκθεση φέρονται να κατέγραφαν πως η συνεργασία αστυνομίας και Χρυσής Αυγής είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, που η αστυνομία προμηθεύει τη Χρυσή Αυγή «με ασυρμάτους και γκλομπ στις μαζικές διαδηλώσεις, στις επετείους κυρίως της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά και σε εκδηλώσεις του «αριστερίστικου και αναρχικού χώρου» για να εμφανίζονται τα μέλη της ως «αγανακτισμένοι» πολίτες και να προκαλούν επεισόδια».

Η δημοσιογράφος παρέθετε τις δηλώσεις μερικών εκ των μαρτύρων προσφάτων εκείνες τις ημέρες επεισοδίων με πρωταγωνιστές χρυσαυγίτες, υπογραμμίζοντας μάλιστα πως σχετικές φωτογραφίες της αστυνομίας με χρυσαυγίτες είχαν δημοσιευτεί σε δελτία ειδήσεων και στο indymedia, όπου μεταξύ άλλων εμφανίζονταν άνδρες των ΜΑΤ να συζητούν με μέλη της Χρυσής Αυγής με τις ασπίδες κατεβασμένες, πριν το ξέσπασμα επεισοδίων στην πλατεία Κολοκοτρώνη. Μάλιστα, αλγεινή αίσθηση προκαλεί το γεγονός πως η δημοσιογράφος σημειώνει τότε πως «και τα πλάνα των καναλιών να παρουσιάζουν πώς ακριβώς οι Χρυσαυγίτες εν είδη επίλεκτων έτρεχαν μπρος απ’ τα ΜΑΤ, χτυπούσαν τους διαδηλωτές, κι ύστερα ξαναχάνονταν μέσα στις γραμμές των αστυνομικών». Το δημοσίευμα υπενθυμίζει ακόμα ένα περιστατικό, της φασιστικής επίθεσης στην πορεία του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 2002, την ώρα που οι αστυνομικοί βρίσκονταν σε απόσταση μόλις δέκα μέτρων.

Η έκθεση είναι αποκαλυπτική και περισσότερα από 20 χρόνια αργότερα μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρη, με μέρη της να έχουν δημοσιευτεί και στην εφημερίδα «Τα Νέα» λίγα χρόνια πριν την Καθημερινή. Μάλιστα, σε αυτό το δημοσιεύμα αναφερόταν πως «τα περισσότερα μέλη της Χρυσής Αυγής οπλοφορούν παράνομα, προμηθευόμενοι όπλα από βουλευτές (σ.σ. βουλευτές της ΝΔ κατά την έκθεση) και παρουσιάζονται ως συνοδοί τους». Ακόμα, γινόταν λόγος για στενές σχέσεις με εν ενεργεία αξιωματικούς, μόνιμους υπαξιωματικούς και απόστρατους της αστυνομίας, αλλά και στελεχών των ενόπλων δυνάμεων.

Σημειώνεται δε πως σχέσεις της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή κατέγραφε και το πόρισμα της πολύμηνης έρευνας που διεξήγαγε κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ. Όπως έγραψε η Καθημερινή έναν σχεδόν χρόνο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον Ρουπακιά και τη Χρυσή Αυγή, η σχετική δικογραφία με εκατοντάδες σελίδες περιλαμβάνει πλήθος υποθέσεων αστυνομικών με σχέσεις με την εγκληματική οργάνωση, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως Εφημερίδα των Συντακτών και Ριζοσπάστης αξιολόγησαν ως «πενιχρά» τα αποτελέσματα των ερευνών.

Με θητείες στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, και παλιότερα υπουργείο Δημοσίας Τάξης, τις περιόδους 19 Φεβρουαρίου 1999 – 7 Ιουλίου 2003, 7 Οκτωβρίου 2009 – 7 Σεπτεμβρίου 2010, 7 Μαρτίου 2012 – 17 Μαΐου 2012 και από τις 9 Ιουλίου μέχρι και τις ημέρες μας, εάν ο σημερινός υπουργός παραλάμβανε μία αντίστοιχη έκθεση, για πόσο διαφορετική εικόνα θα μπορούσε να υπερηφανεύεται;