του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Η φαντασία, η ονειροπόληση, η οραματική πρόσληψη του μέλλοντος, ένα «εργαλείο» στην προσπάθεια μας να σχετιστούμε με την εσωτερική μας πραγματικότητα, οδήγησε, ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες, στη διαμόρφωση και στη στήριξη μιας τόσο διαστρεβλωμένης συλλογικής αυτό-εικόνας, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Ψευδή Συλλογικό Εαυτό».  Πρόκειται για το «Δυτικό Συλλογικό Εαυτό». Ο «Εαυτός» αυτός, έσπευσε να υιοθετήσει το συνολικό πλαίσιο ιεράρχησης των αναγκών του βίου, όπως αυτό εγκαθιδρύθηκε στον κόσμο της νεωτερικότητας, μετά τον Διαφωτισμό, ανυποψίαστος μήπως ο, μέχρι τότε, δικός του Τρόπος, δεν ήτανε και πολύ compatible με κάτι τέτοιο. Το νοησιαρχικό «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» υιοθετήθηκε φαντασιακά, με ισχύ περίπου εξ αποκαλύψεως, ως αναντίρρητο αξίωμα και συνοδεύτηκε, αναγκαστικά, από μια μειονεκτική απώθηση του όποιου άλλου νοηματοδοτικού cogito που θα μπορούσε να ισχυριστεί, για παράδειγμα, ότι «νιώθω, άρα υπάρχω», «αγγίζομαι, άρα υπάρχω», «αγαπώ, άρα υπάρχω» ή ακόμη και ένα σεξιστικό «πηδιέμαι, άρα υπάρχω». Αν για τη Δύση, η μονοδιάστατη αντίληψη για την ύπαρξη, ο εργαλειακός ορθολογισμός, που μετατρέπει την ύπαρξη σε επιστημονικό μετρήσιμο αντικείμενο, ήταν μια χαρά καταφύγιο από το μεσαιωνικό της διωγμό, στην ελληνική Ανατολή, η «βιωμένη σωματικά εμπειρία», το γειωμένο συναίσθημα, ακόμη και  στην ηδονιστική εκδοχή του, ήταν βέβαιο ότι θα «κλώτσαγε», τροφοδοτώντας μια επώδυνη ενδοψυχική σύγκρουση σε συλλογικό επίπεδο. Με την έννοια αυτή, επιβλήθηκε μεν στα σχολεία το «σκέφτομαι και γράφω» -βλέπεις δεν μας πέρασε καθόλου από το μυαλό κάτι σαν το «νιώθω και γράφω»- το λαϊκό τραγουδάκι, όμως, υποστήριζε άλλα: «στα είπα όλα, φίλα με τώρα».

Πολύ περισσότερο, η θεμελιωτική ισχύς του καρτεσιανού cogito ήταν τέτοια, που δεν επέτρεψε καν να τεθεί το ερώτημα μήπως ένα υπαρξιακό τρίπτυχο που θα αναφέρεται τόσο στη σκέψη, όσο και στο συναίσθημα, αλλά και στο σωματικό άγγιγμα, θα μας επέτρεπε μια πιο ολοκληρωμένη υπαρξιακή θεμελίωση. Αυτοί οι προβληματισμοί δεν τέθηκαν ποτέ στην νεοελληνική συλλογικότητα, εκτός ίσως από τα κρεββάτια κάποιων εραστών ή τα ντιβάνια των ψυχαναλυτών, παρά το γεγονός ότι η βιωμένη παράδοση του Τόπου μαρτυρούσε με δεκάδες τρόπους σχετικά. Η υπερδιανοητικοποιημένη ύπαρξη, που έπαιζε στα δάχτυλα «το διαλεκτικό μαρξισμό και τις σχέσεις των αντιθέτων», έμενε πάντα κουμπούρας στις στενές διαπροσωπικές της σχέσεις. Κι’ άλλο τόσο, στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος,  θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς τους ανά τη χώρα #μένουμεΕυρώπη, «στ’ αλήθεια τώρα, εσύ που σκέφτεσαι και άρα υπάρχεις, το νιώθεις κιόλας ή μόνο το σκέφτεσαι;» Η ασώματος και άψυχη ελληνική κεφαλή είναι εδώ και κυριαρχεί.

Αλλά, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Αν η επανάσταση του ’21 ολοκληρώνονταν, η ελληνική συλλογικότητα θα χρειαζόταν όλο και λιγότερο τις «αποικιοκρατικές» φροντίδες των Μεγάλων δυνάμεων που ξεγέννησαν το κρατίδιο των Αθηνών και η κοινωνία μας θα απομακρύνονταν από τη «μητρική προστασία», σαν ένα βρέφος που αναγνωρίζει το γεγονός ότι είναι ένα διακριτό πρόσωπο. Ταυτόχρονα, οι όποιες αστοχίες μας, οι αναπόφευκτες αποτυχίες μας, θα μας εισήγαγαν στην πραγματική διάσταση της διεθνούς ζωής, αναπτύσσοντας τις απαραίτητες δεξιότητες και προσαρμογές, ώστε να αποκτούμε όλο και μεγαλύτερο έλεγχο, καλύπτοντας τις δυσμενείς τους συνέπειες. Όμως, αυτή η φυσιολογική αποδέσμευση από την «προστατευτική αγκάλη της διεθνούς τροφού», δεν συνέβη στην ελληνική περίπτωση.  Κληρονομήσαμε, σχεδόν εκ γενετής, ένα αυξημένο άγχος προσκόλλησης στη δυτική επικυριαρχία και κατάπιαμε αμάσητο το νεωτερικό πρόταγμα, όπως ένα βρέφος που θεωρεί πως μόνο αν ταυτιστεί αρκετά με τη μητέρα του, εκείνη δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ.   

Η νεοελληνική συλλογικότητα καθρεφτίστηκε στα μάτια της Δυτικής Ευρώπης και αντί να διαμορφώσει τη δική της αυτό-εικόνα, επιχείρησε να ταυτιστεί με την ευρωπαϊκή. Και από την άλλη, η Δύση, δεν έχασε την ευκαιρία να προβάλει στο «νεοελληνικό νεογέννητο» τις δικές της ανασφάλειες, τις δικές της επιδιώξεις και τα δικά της σχέδια για το μέλλον του. Μάλλον, ακόμη χειρότερα, η Δύση, αν και συνέβαλλε τα μέγιστα στη γέννηση του ελλαδικού κρατιδίου και στην ανάδυση της νεοελληνικής συλλογικότητας από τα οθωμανικά σκοτάδια, πρόβαλλε πάνω του την ακαμψία της δικής της αμυντικότητας. Τη στενότητα της νοησιαρχίας της και του εργαλειακού της ορθολογισμού. Ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία μας, που κοιτάξαμε μέσα μας και δεν είδαμε τον εαυτό μας. Κι όταν αδυνατείς να πιστοποιήσεις την εαυτότητα σου, τότε κάθε δημιουργική ικανότητα ατροφεί και δεν σου μένει παρά μονάχα η απόσυρση. Το νεοελληνικό έθνος-κράτος, έτσι όπως ξεπετάχτηκε ακρωτηριασμένο μέσα από την επανάσταση του ’21, ταυτίστηκε με την «ορθολογική σύγχυση» της νεωτερικότητας, την οποία επιπλέον φαντάστηκε πως ήταν η μάνα του. Γι’ αυτό και παράμεινε χωρίς έναν καθρέφτη. Τον καθρέφτη, που ψάχνουμε αγωνιωδώς, από τότε και μετά.  

Με άλλα λόγια, ο συλλογικός μας εαυτός, στην όποια πορεία του από την ανωριμότητα και την εξάρτηση, προς την ωριμότητα, ταυτίστηκε τόσο πολύ με το δυτικό κοσμοείδωλο του, που έχασε την ταυτότητα του ως διακριτή οντότητα.  Σπεύσαμε, με τέτοιο πάθος, να ταυτιστούμε με το νεωτερικό πρόταγμα του «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» -αυτό θα μας απάλλασσε από το «οθωμανικό άγχος», αλλά και πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν- που ούτε καν μπήκαμε στον υπαρξιακό πειρασμό να αναρωτηθούμε, αν αυτό το νιώθουμε κιόλας ή μήπως μονάχα το σκεφτόμαστε. Γιατί ήταν φανερό, ότι δεν το νιώθαμε, όσο και αν κυρίαρχες ελίτ της διανόησης, που ιδεολογικοποίησαν την ενδοψυχική τους σύγκρουση, προσπάθησαν να μας πείσουν να αρκεστούμε σ’ αυτή τη μονοδιάστατη εκδοχή της ύπαρξης, που εμείς, δεν υπήρξαμε ποτέ. Το καθρέφτισμά μας στον υπερδιανοητικοποιημένο ανθρωπολογικό τύπο, που κινείται αποκλειστικά με γνώμονα το ατομικό του συμφέρον, «πέτυχε» μια υπαρξιακή καρικατούρα, σαν εκείνα τα κάτοπτρα που έχουν στα λούνα πάρκ, ευτυχώς όμως, ίσως όχι τόσο απάνθρωπη, όσο το δυτικό πρωτότυπο του. Γι’ αυτό και οι «φασισμοί μας», για παράδειγμα, είχαν τόσο πολύ χαρακτηριστικά κωμικής φάρσας. Γι’ αυτό και η Αριστερά μας, είχε πάντα τόσα δείγματα θυσιαστικής αυταπάρνησης και δραματικής συναισθηματικότητας. 

Όμως, αυτό το στρεβλό καθρέφτισμα, αυτή η παραμορφωτική αντανάκλαση,  δεν μας επέτρεψε να έρθουμε σε μια αυτόματη και φυσική επαφή με το παρελθόν, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες του συλλογικού μας Εαυτού. Αντίθετα, μάλιστα, κάθε τέτοια επαφή ήταν υπό τον αυστηρό έλεγχο των νοησιαρχικών φίλτρων, με τα οποία μας εμβολίασε το δυτικό υπόδειγμα.  Η άποψη μας για τον αρχαίο ή τον μεσαιωνικό ελληνισμό, ήταν κατά βάσιν, εισαγόμενη. Οφείλαμε να νοιώθουμε «κάπως» απέναντι στο παρελθόν. Και μετονομάσαμε τις καταναλωτικές επιθυμίες μας, σε αδήριτες ανάγκες.  Οι πρωταρχικές ανάγκες μας, για συναισθηματική και σωματική ασφάλεια, για αυτονομία, για σχέση, για αυτοέκφραση και αυτοεκτίμηση, έμειναν εκ γενετής ανεκπλήρωτες, ακρωτηριασμένες και υπό διαρκή απειλή. Ίσως στην πορεία και να τις «ξεχάσαμε», ή τις θυμόμαστε μόνο στις ερωτικές μας σχέσεις και στις πολυθρόνες των ψυχοθεραπευτών. Αυτό ακριβώς, οδήγησε σε μια χρόνια -και βαθμιαία κλιμακούμενη- ανικανότητα ανταπόκρισής μας στον Κόσμο. Να η αιτία του χρόνιου αντιπαραγωγικού παρασιτισμού μεγάλου τμήματος της κοινωνίας μας.

Σε όλο το μακρύ διάβα της Ιστορίας, από την  ίδρυση του ελλαδικού κρατιδίου, από το ’21 μέχρι και σήμερα, μπορεί να δει κανείς, ότι η νεοελληνική συλλογικότητα δέχεται επίμονα από το ευρύτερο περιβάλλον της έναν υπερ-ερεθιστικό ταραγμό, στον οποίο σπάνια κατορθώνει να αντιδράσει με επάρκεια, επιβεβαιώνοντας το θεμελιώδες ανολοκλήρωτο που την συνέστησε. Και αυτή ακριβώς η ανεπάρκεια, υποχρέωσε στην ανάπτυξη ενός κάποιου «εαυτού που αντιδρά», ενός «ψευδούς εαυτού».  Για την ακρίβεια, ενός «ψευδούς δυτικού εαυτού», που «σκέφτεται, άρα υπάρχει», που «διαρκώς προοδεύει», που «καταναλώνει», που κάνει κάθε είδους «χρήση» -από τους Άλλους μέχρι το φυσικό περιβάλλον-, που «εκσυγχρονίζεται», που «μεταρρυθμίζεται», που «είναι ο Εαυτός του», που «μένει Ευρώπη»…αφού. Με άλλα λόγια, η νεοελληνική συλλογικότητα αναπτύχθηκε σαν μια προέκταση ενός (αντιληπτού ή μη) εχθρικού περιβάλλοντος και όχι σαν μια προέκταση του αυθεντικού πυρήνα της ύπαρξης της.

Ο ψευδής Δυτικός εαυτός μας, πολύπλοκος όπως κάθε ψευδής εαυτός, λειτούργησε με τρόπο ώστε να κρατήσει κρυμμένο καλά τον αληθινό εαυτό μας. Μπορεί για δεκαετίες ολόκληρες να έμοιαζε συμβατικά, ότι είχαμε έναν κάποιον χαρακτήρα στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας, αλλά η απώλεια του αληθινού μας εαυτού μας προκαλούσε πάντα μια αστάθεια, που γινόταν προφανής, ιδιαίτερα όταν κάναμε το λάθος να θεωρούμε τον ψευδή, σαν αληθινό εαυτό. Και δεν συνέβη λίγες φορές αυτό. Ήταν κάθε φορά, που στην ιστορική μας διαδρομή βιώναμε ένα μόνιμο αίσθημα συλλογικής ματαιότητας. Όπως και τώρα.     

Εγκλωβισμένοι μέσα στην εξαρτημένη σχέση μας με τη Δύση, αναγκαστήκαμε να συμβιβαστούμε με αυτή τη λειτουργία, προκειμένου…να κάνουμε ευτυχισμένο τον «ψευδή δυτικό εαυτό» μας. Σχεδόν, αντί να βιώνουμε τα δικά μας συναισθήματα και συγκινήσεις, βιώναμε τα συναισθήματα που είχε ανάγκη ο δυτικός εαυτός μας. Μάθαμε να νιώθουμε με ξένα συναισθήματα, δανεικές λέξεις και δάνειες συνταγές. Ακόμη και «δανεικές προσευχές» χρησιμοποιήσαμε, μπας και βγάλουμε άκρη. Κάπως έτσι, εγκαθιδρύθηκε μία μόνιμη ψευδής εικόνα του εαυτού, που μάλλον «ζούσε» κάπου στις Βρυξέλλες, και που πάντα αναζητούσε τρόπους να ικανοποιήσει τις προσδοκίες του ευρωπαϊκού «μονδέρνου» περιβάλλοντος του, χωρίς ο ίδιος να μπορέσει να ζήσει ως ο δικός του, μοναδικός, δημιουργικός και «αληθής» εαυτός.   

Το μεγάλο πρόβλημα των καιρών είναι, ότι ύστερα από τόσα Μνημόνια, ο Ψευδής Εαυτός μας είναι πια κλινικά νεκρός. Η μηχανική υποστήριξη θα διακοπεί, αργά ή γρήγορα, παρά τις οιμωγές των απελπισμένων συγγενών του #μένουμεΕυρώπη, παρά τη ριζοσπαστική φλυαρία της νομισματικής «αριστεράς».  Έτσι κι αλλιώς, και η γνήσια δυτική εκδοχή του, δεν νιώθει και πολύ καλά τελευταία. Ευτυχώς, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς! Επιτέλους, θα απαλλαγούμε από τις ψευδαισθήσεις μας. Αλλά, το ζήτημα για μας, είναι που δεν ξέρουμε τώρα, τι να βάλουμε στη θέση του ετοιμοθάνατου ψευδούς Εαυτού, μιας και έχουμε λησμονήσει, πού, καταχωνιάσαμε την Αλήθεια μας και…οι μικρασιάτισσες γιαγιάδες μας έχουν πεθάνει, εδώ και καιρό…

Υ.Γ.1 Ο τίτλος είναι δάνειο από τη «ΖΩΗ ΜΕΤΑ» του Αρκά.
Υ.Γ.2 Το άρθρο στολίζει το έργο «ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ» του Ν. Εγγονόπουλου