Το τελευταίο διάστημα, ως απάντηση στη συνεχιζόμενη γενοκτονία της Λωρίδας της Γάζας από το Ισραήλ, ανακοινώθηκαν μια σειρά από συμβολικές ακτιβιστικές δράσεις οι οποίες αποσκοπούν στο σπάσιμο του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας από αέρα, στεριά και θάλασσα και στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον δοκιμαζόμενο Παλαιστινιακό λαό.

Αυτές οι προσπάθειες έλαβαν σάρκα και οστά μέσα από το πλοίο «Madleen» του Freedom Flotilla Coalition -το οποίο πήρε τη θέση του πλοίου «Conscience» έπειτα από την επίθεση με drones που δέχτηκε το δεύτερο σε διεθνή ύδατα πλησίον της Μάλτας-, αλλά και στην παγκόσμια πρωτοβουλία «March to Gaza» και στο καραβάνι Soumoud το οποίο ξεκίνησε στις 9 Ιουνίου από την Τυνησία με προορισμό την Αίγυπτο. Πολλές από αυτές τις πρωτοβουλίες απάντησαν σε καλέσματα που απηύθυναν Παλαιστινιακά σωματεία σε αλληλέγγυους αγωνιστές του υπόλοιπου πλανήτη.

Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτές οι παγκοσμίου βεληνεκούς δράσεις αντιμετωπίστηκαν με περισσή αποστροφή τόσο από την κυβέρνηση του Ισραήλ όσο και από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι έσπευσαν να διοχετεύσουν την Ισραηλινή προπαγάνδα στα δυτικά και φιλοδυτικά ΜΜΕ. Έτσι, το Madleen και το ταξίδι του προς τη Γάζα βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο μάτι του κυκλώνα, ο οποίος επικεντρώθηκε κυρίως στις «εξέχουσες» προσωπικότητες της πολιτικής και του ακτιβισμού που επενέβαιναν στο σκάφος, όπως η ακτιβίστρια της οικολογίας Greta Thunberg και η Παλαιστινιακής καταγωγής Γαλλίδα ευρωβουλεύτρια Rima Hassan.

 

Σε αυτό το ήδη ασφυκτικό πλαίσιο, το Madleen μετατράπηκε στους πηχυαίους τίτλους των συστημικών ΜΜΕ σε «Πλοίο της Γκρέτα», σε «Γιοτ των Σέλφι» (“Selfie Yacht”), σε μια κίβδηλη ακτιβιστική δράση κάτι «αλαζονικών ηλιθίων» και «επαγγελματιών ακτιβιστών» που ήθελαν με κάθε τρόπο να στρέψουν τα βλέμματα πάνω τους, χωρίς καμία πραγματική πρόθεση να βοηθήσουν όντως τη Γάζα. Σωρεία άρθρων, μονταρισμένων βίντεο και εικόνων AI επιστρατεύτηκαν με σκοπό να υποτιμήσουν και να λασπολογήσουν το εγχείρημα του Madleen αλλά και την ηθική υπόσταση των ακτιβιστών. Αντίστοιχες κριτικές δέχτηκε -ευτυχώς, όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό- και το «March to Gaza», ως η ανέξοδη στάση δυτικών ανθρώπων που πάσχουν από κάποιο «σύνδρομο του σωτήρα».

Εκτός, όμως, από τη λυσσαλέα προπαγάνδα του Ισραήλ και των δυτικών συμμάχων του, τόσο το Madleen όσο και η «Πορεία προς τη Γάζα» αντιμετωπίστηκαν με κριτικό τρόπο και από τμήματα του προοδευτικού χώρου, τα οποία εξέφρασαν τη δυσφορία τους στον «επιτελεστικό ή επιδεικτικό ακτιβισμό» (performative activism) και την «πολλή φασαρία» που εμπεριέχουν αυτού τους είδους οι δράσεις οι οποίες στρέφουν το περιβόητο «δυτικό βλέμμα» σε διάφορες περσόνες και όχι εκεί που θα έπρεπε πραγματικά, στη Λωρίδα της Γάζας. Ταυτόχρονα, πράγματι αυτές οι δράσεις επιβεβαιώνουν για ακόμα μια φορά τη διαπίστωση πως οι ζωές των δυτικών μετράνε πολύ περισσότερο από εκείνες των Παλαιστινίων, οπότε και η όποια διακινδύνευσή τους αποτελεί το μοναδικό μέσο ευαισθητοποίησης των κατοίκων της δύσης για το οποιοδήποτε ζήτημα.

Βέβαια, οι λόγοι για τους οποίους ο Ισραηλινός στρατός επιτέθηκε στο πλοίο και απήγαγε τα μέλη του για μερικές ημέρες, απελαύνοντας μέχρι στιγμής τους εννιά από τους δώδεκα επιβαίνοντες ακτιβιστές χωρίς να τους αφήσει να κατευθυνθούν προς τον προορισμό τους, δεν φαίνεται να αφορούν ιδιαίτερα εκείνους που αποδέχονται ή υποστηρίζουν την Ισραηλινή προπαγάνδα, είτε λόγω πολιτικής σκοπιμότητας είτε αγνής ανοησίας. Τη νύχτα της 8ης Ιούνη, δώδεκα άνθρωποι που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη βαρβαρότητα του Ισραηλινού στρατού, με απειλές και τραμπουκισμούς που στο τέλος οδήγησαν στη βίαιη σύλληψή τους και την παράνομη μεταφορά τους σε ισραηλινές φυλακές, όπου βίωσαν μαρτυρικές στιγμές.

Ταυτόχρονα, λίγο πριν το πλοίο αναχαιτιστεί, όλοι οι ακτιβιστές προέτρεπαν τον κόσμο να ενισχύσει τα αντιπολεμικά και αλληλέγγυα κινήματα για τη Γάζα, να στρέψει το βλέμμα του στη γενοκτονία και να παλέψει για να σταματήσει ο κύκλος του αίματος και της σφαγής.

 

 

Αυτός ο επιτελεστικός ακτιβισμός, λοιπόν, με τα τραγούδια και τα χαμόγελα που προσπαθούσαν να ανυψώσουν το ηθικό των ακτιβιστών αλλά και το δικό μας, μήπως δεν ήταν τόσο επιτελεστικός όσο παρουσιάστηκε στα ΜΜΕ;

Πράγματι, οι ακτιβιστές δεν κατάφεραν να φτάσουν ποτέ στο λιμάνι της Γάζας και να μεταφέρουν τη βοήθεια προς τον Παλαιστινιακό λαό. Βάζοντας όμως τα ίδια τους τα σώματα μπροστά κατάφεραν κάτι εξίσου σημαντικό. Να επικεντρώσουν την προσοχή μας στις βάρβαρες πολιτικές του Ισραήλ ακόμα και σε ξένους ακτιβιστές, στην παράνομη αναχαίτιση ενός σκάφους που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια το οποίο στο ιστίο του είχε κρεμασμένη τη βρετανική σημαία, στην πλήρη αδιαφορία των δυτικών κυβερνήσεων προς τους υπηκόους τους, τους οποίους άφησε έρμαια στα χέρια του Νετανιάχου και των υπόλοιπων σφαγέων.

Αν λοιπόν, την εποχή των κοινωνικών δικτύων, όλες οι -μη παραδοσιακές- πολιτικές δράσεις λαμβάνουν χώρα με σκοπό την αυτοπροβολή και αν, από την άλλη, αυτές οι δράσεις είναι ο μοναδικός τρόπος κάπως να αλλάξουν τα πράγματα, μήπως η οποιαδήποτε μορφή ακτιβισμού, ακόμα και εκείνη του πληκτρολογίου, μας είναι άκρως απαραίτητη για τη δημιουργία και την ενίσχυση του οποιουδήποτε κοινωνικοπολιτικού κινήματος;

Ειδικά όταν πρόκειται κυρίως για συντηρητική προπαγάνδα που λειτουργεί χλευαστικά και υποτιμητικά προς κάθε είδους κίνημα.

«Επιτελεστικός ακτιβισμός», «Slacktivism» και οι μαχητές του διαδικτύου

 

Καταρχάς, για να τεθούν κάποιες βάσεις σε αυτή τη συζήτηση θα πρέπει να ορίσουμε τη σημασία του όρου «επιτελεστικός ή επιδεικτικός ακτιβισμός» όπως αυτός έχει νοηματοδοτηθεί τα τελευταία χρόνια. Ο όρος «Επιτελεστικός Ακτιβισμός» (Performative Activism) περιγράφει ενέργειες ή δηλώσεις υποστήριξης προς κοινωνικά κινήματα, οι οποίες εκφράζονται κυρίως για λόγους αυτοπροβολής, κοινωνικής αποδοχής ή διατήρησης της δημόσιας εικόνας ενός υποκειμένου, και όχι ως αποτέλεσμα βαθιάς δέσμευσης σε έναν πολιτικό ή κοινωνικό σκοπό. Συχνά συναντάται και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου άτομα, εταιρείες ή δημόσια πρόσωπα προβαίνουν σε συμβολικές ενέργειες – όπως η χρήση hashtags, η ανάρτηση εικόνων ή καταιγιστικών δηλώσεων– χωρίς να συνοδεύονται από ουσιαστική πολιτική δράση ή γενική αλλαγή στάσης. Αν και τέτοιες πράξεις μπορούν να αυξήσουν την ορατότητα ενός ζητήματος, συχνά καταλήγουν να αποδυναμώνουν τα κινήματα που υποτίθεται ότι στηρίζουν, εφόσον μετατρέπουν τον ακτιβισμό σε επιφανειακή επίδειξη ηθικής ευαισθησίας χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.

Κατά βάση, ο συγκεκριμένος όρος έλαβε τεράστια δημοσιότητα κυρίως από τη συντηρητική ατζέντα ως κριτική στην υποστηρικτική στάση αρκετών διάσημων και ημί-διάσημων προσωπικοτήτων σε κινήματα όπως το Black Lives Matter και το #MeToo. Αυτή η κριτική κατακεραυνώνει εκείνα τα δρώντα υποκείμενα που μέσα από εντελώς ανέξοδες υποστηρικτικές δηλώσεις ή δράσεις τους σε διάφορα κοινωνικά κινήματα, καταφέρνουν να κατασκευάσουν το προσωπικό τους πολιτικό κεφάλαιο ως «ευαισθητοποιημένοι» ή «woke» και να αυξήσουν έτσι τη δημοσιότητά τους στα πιο προοδευτικά τμήματα του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, στο ίδιο επίπεδο τοποθετούνται και οι διάφορες πολυεθνικές εταιρείες που μέσα από τακτικές pinkwashing, χρησιμοποιούν καιροσκοπικά τα διάφορα κινήματα ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή και, φυσικά, κέρδη. Με άλλα λόγια, ο «επιτελεστικός ακτιβισμός» θεωρείται περισσότερο ως ένα εργαλείο αυτοπροβολής παρά ως ένα πραγματικό πολιτικό μέσο ευαισθητοποίησης και αύξησης της ορατότητας σε ένα φλέγον κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, καθώς επικεντρώνει τη δράση στο ατομικό και όχι στο συλλογικό επίπεδο, δηλαδή σε μαζικές συλλογικές διεκδικήσεις.

Αρκετά κοντά στον επιτελεστικό ακτιβισμό βρίσκεται και ο όρος «Slacktivism», ο οποίος αφορά τα ευρύτερα τμήματα του κόσμου τα οποία υποτίθεται ότι έχουν την ψευδαίσθηση πως μέσα από μια έντονη διαδικτυακή δραστηριότητα θα συνεισφέρουν θετικά σε διάφορα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια σφαίρα. Αυτοί οι πολιτικά πιο ενεργοί χρήστες του διαδικτύου δεν σημαίνει απαραίτητα πως επιδιώκουν να κατασκευάσουν το προσωπικό πολιτικό τους κεφάλαιο, αλλά εντελώς αφελώς θέλουν με αυτόν τον επιφανειακό τρόπο να συμμετέχουν σε μια δράση, χωρίς, όμως, να εμπλακούν σε οποιαδήποτε συλλογική διαδικασία. Για παράδειγμα, η συλλογή υπογραφών για ένα ζήτημα ή η ανάρτηση διαφόρων hashtags ή η σποραδική αναφορά σε κινήματα στα οποία τα υποκείμενα δεν πρόκειται να λάβουν κάποια πιο ενεργή στάση.

Και στις δύο περιπτώσεις, η κριτική που λαμβάνει χώρα επικεντρώνεται στην εξατομικευμένη δράση των υποκειμένων, τα οποία εμφανίζονται ως αποκομμένα τόσο από τα πραγματικά πολιτικά κινήματα όσο και από τις διαδικασίες συλλογικών διεκδικήσεων. Αυτές οι στάσεις πολλές φορές θεωρούνται αποπολιτικοποιημένες, καθώς εκτονώνουν το θυμικό και τα συναισθήματα των υποκειμένων χωρίς να τους δίνεται κάποια προοπτική οργανωμένης πάλης. Ταυτόχρονα, η έλλειψη σοβαρής πολιτικής εμπλοκής στα εν λόγω κινήματα μειώνει τ

Πέραν όμως αυτού του είδους τις διαδικτυακές ακτιβιστικές δράσεις, η γενική κριτική απέναντι σε κάθε είδους «ακτιβισμό» δεν είναι καινούρια, ούτε και αποτελεί τη σύγχρονη αιχμή του δόρατος στη σύγχρονη πολιτική ανάλυση και στρατηγική. Τις παλαιότερες εποχές όπου ο οικολογικός ακτιβισμός βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα, έχοντας πολλές φορές αποκλείσει οποιαδήποτε ουσιαστική πολιτική ανάλυση εντός των διεργασιών του, μεγάλο μέρος της αριστεράς είχε εκφράσει δριμύτατη κριτική απέναντι σε αυτού του είδους την εξατομικευμένη διεκδικητική δράση που κατέληγε να αποκρύπτει ή και να συγκαλύπτει την εγκληματική επέμβαση του καπιταλιστικού συστήματος στο περιβάλλον και στις ανθρώπινες κοινωνίες. Μνημειώδης έχει παραμείνει η φράση του Τσίκο Μέντες, Βραζιλιάνου συνδικαλιστή και οικολογικού ακτιβιστή που πάλεψε για τη διάσωση του τροπικού δάσους του Αμαζονίου, πως «η οικολογία χωρίς ταξική πάλη είναι απλά κηπουρική».

Σε αυτό το πλαίσιο, οποιαδήποτε πάλη δεν εμπεριέχει μέσα της την ταξική πάλη καταλήγει ακτιβισμός, μια θεατρική περφόρμανς αποκρυσταλλωμένη από τα κοινωνικοπολιτικά συγκείμενα, η οποία είναι καταδικασμένη να παραμείνει ασφυκτικά οριοθετημένη, χωρίς να απευθύνεται στα λαϊκά στρώματα και στους ανθρώπους που πραγματικά πληγώνονται από το καπιταλιστικό σύστημα. Η ορατότητα και η ευαισθησία μπορεί να κερδίζεται σε ορισμένα θέματα -για παράδειγμα, με το LGBTQ κίνημα-, αλλά οι κοινωνικοπολιτικές δομές ούτε αλλάζουν ριζικά ούτε ουσιαστικά, απλά επιτελούν με τη σειρά τους ορισμένες αποδοχές για να επιβιώσουν.

Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι βάζουν τα σώματά τους μπροστά, τίποτα δεν έχει σημασία εάν δεν υπάρχει από πίσω τους ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα, το οποίο θα πλημμυρίσει τους δρόμους και τα σωματεία και θα επαναφέρει στο επίκεντρο την αντισυστημική πολιτική δράση.

Αυτό ακριβώς για το οποίο καλούν οι ακτιβιστές του Madleen σε κάθε τους βίντεο ακόμα και σήμερα, μετά την απελευθέρωση των περισσότερων, αυτό για το οποίο καλούν και οι συμμετέχοντες στην Πορεία προς τη Γάζα.

Επιτελεστικότητα και ακτιβισμός: Όταν η πάλη των λαών ξεφεύγει από το διαδίκτυο

 

Τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια πως η είσοδος των κοινωνικών δικτύων στην καθημερινότητά μας έχει ανατρέψει σε δομικό επίπεδο την ίδια την καθημερινότητά μας. Βρισκόμαστε διαρκώς εκτεθειμένοι σε πληροφορίες με τεράστιο όγκο και ένταση, από τις πιο αφελείς μέχρι τις πιο τρομακτικές, τις οποίες σπανίως έχουμε τη δυνατότητα να διαχειριστούμε δημιουργικά. Αντίθετα, όπως είχε επισημάνει η Susan Sontag σε κείμενα της, εξοικειωνόμαστε ολοένα και περισσότερο στον ανθρώπινο πόνο, για την ακρίβεια όπως είχε τονίσει, μετατρεπόμαστε σε «πρεζάκια του ανθρώπινου πόνου», με τα περισσότερα συναισθήματα να υποχωρούν μπροστά στην ατελείωτη φρίκη την οποία παρακολουθούμε όχι με σκοπό να τη σταματήσουμε, αλλά επειδή δεν μπορούμε να απεξαρτηθούμε από αυτή.

Από την υπόθεση των Τεμπών, μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας, οι ειδήσεις μας συνθλίβουν. Αυτή η αδυναμία να διαχειριστούμε τη δυστοπία προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το γκρεμοτσάκισμα των μεγάλων αφηγημάτων, την πλήρη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και του δόγματος ΤΙΝΑ. Δεν υπάρχει κοινωνία, δεν υπάρχει εναλλακτική, όλοι ζούμε το τέλος της ιστορίας όπως προέβλεψε ο Φράνσις Φουκουγιάμα. Η μόνη ιδιότητα που μας έχει απομείνει είναι εκείνη του καταναλωτή και θα πεθάνουμε στην προσπάθεια να την αποκτήσουμε.

Μήπως, όμως, αυτή αποτελεί τη μια πλευρά του νομίσματος; Μήπως είναι η οπτική γωνία που παρουσιάζει κατά κόρον ο νεοφιλελεύθερος λόγος ο οποίος προσπαθεί διαρκώς να ηγεμονεύσει έναντι των υπολοίπων αλλά πάντα κάτι συμβαίνει ο κόσμος γυρίζει, έστω και για λίγο, ανάποδα;

Τα τελευταία χρόνια, μαζί με το διαδίκτυο, εμφανίστηκαν και μια σειρά από κινήματα των οποίων η οργάνωση και η μαζικότητα βασίστηκε και επικοινωνήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό μέσα από τις διαδικτυακές υπηρεσίες. Το Black Lives Matter, το κίνημα κοινωνικών δικαιωμάτων που συντάραξε τις ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του αφροαμερικανού George Floyd από δυνάμεις της αστυνομίας, κατάφερε να αποκτήσει ολοένα και περισσότερη δημοσιότητα μέσα από τη διαρκή ενημέρωση στα κοινωνικά δίκτυα, όπως και τα συνεχόμενα καλέσματα σε συνελεύσεις και σε εκδηλώσεις οργανώσεων ξεκίνησαν κατά κύριο λόγω από ομάδες του διαδικτύου. Το ίδιο και τα LGBTQ και φεμινιστικά κινήματα, όπως το κυματώδες #MeToo που έφερε στην επιφάνεια τραύματα και βιώματα διαφόρων κακοποιητικών σχέσεων, ακόμα και μέσα στο απαστράπτον Hollywood. Από τη μια, σίγουρα υπήρχε κάποιος κόσμος που βρήκε ευκαιρία να προβεί σε «επαναστατική γυμναστική», που αγκάλιασε μεν τα εν λόγω κινήματα ως ένα βαθμό αλλά απομακρύνθηκε με την πρώτη ευκαιρία μόλις έγιναν σκούρα τα πράγματα. Από την άλλη, τα κοινωνικά κινήματα όσο και αν κρατήσουν και με όποιο αποτέλεσμα και αν έχουν, αποτελούν συνειδησιακή και ιδεολογική παρακαταθήκη για τους συμμετέχοντες. Μια παρακαταθήκη που ευαισθητοποίησε στη συνέχεια αρκετούς Αμερικανούς φοιτητές στο να καταλάβουν τα πανεπιστημιακά campus ως μέσο πάλης και πίεσης στην κυβέρνηση για να σταματήσει η γενοκτονία στην Παλαιστίνη. Και να δεχθούν, φυσικά, τη βάρβαρη καταστολή των αρχών.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, η αγανάκτηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας σχετικά με το ζήτημα των Τεμπών, οδήγησε σε δυο διαδηλώσεις -η δεύτερη ως απεργιακό κάλεσμα την ημέρα μνήμης του εγκλήματος- με πρωτοφανή συμμετοχή του κόσμου. Για ακόμα μια φορά, η δύναμη του διαδικτύου μέσα από τη σελίδα του Συλλόγου των Συγγενών υπήρξε καθοριστική για αυτές τις μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες αποτέλεσαν τη δίοδο για να εκφραστεί η γενικευμένη δυσφορία απέναντι στη κυβέρνηση της ΝΔ.

Στο έλεος της προπαγάνδας και της βαρβαρότητας

Η προπαγάνδα και η βία είναι αλληλένδετες μορφές καταστολής του κινήματος. Ό,τι δεν καταφέρνει να ηττηθεί με την ωμότητα και τη βαρβαρότητα των αστυνομικών δυνάμεων, καταστέλλεται μέσα από τη συστηματική υποτίμηση των ενεργών υποκείμενων που συμμετέχουν σε αυτά τα κινήματα και άρα αξίζουν και τις όποιες κυρώσεις μπορούν να λάβουν χώρα εις βάρος τους. Με άλλα λόγια, η προπαγάνδα κανονικοποιεί τη βία στις συνειδήσεις των μαζών, κατασκευάζει έναν εχθρικό «Άλλο», αυτή τη στιγμή των ακτιβιστή, που για το προσωπικό του συμφέρον διαταράσσει τα κοινωνικά και πολιτικά status quo, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Για να θυμηθούμε πάλι τη Sontag, η οποία τονίζει πως «η συμπόνια είναι ένα αφηρημένο συναίσθημα. Πρέπει να μεταφραστεί σε δράση, διαφορετικά ατροφεί».

Αυτή την αρχή, λοιπόν, έκαναν μέσα από τις δράσεις τους οι πρωτοβουλίες για τη Γάζα. Φυσικά, το Freedom Floatila Coalition, όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν ξεκίνησε πριν μια βδομάδα με το Madleen αλλά κουβαλάει από πίσω του ένα ιστορικό σχεδόν 20 χρόνων, με εκείνα τα ελληνικά ψαροκάικα που πρώτα έσπασαν τον αποκλεισμό της Γάζας το 2008. Ο λόγος που επάνω στο πλοίο βρέθηκαν πιο «εξέχουσες προσωπικότητες» είναι πολύ απλός. Ήταν ο μόνος τρόπος να στρέψουν όντως τα βλέμματα πάνω στο πλοίο και στη Γάζα, και ο μόνος τρόπος να παραμείνουν ζωντανοί οι επιβαίνοντες και όχι να καταλήξουν πτώματα στον πάτο της θάλασσας μετά την επέμβαση του Ισραήλ.

Ας μην ξεχνάμε πως, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, τρεις από τους 12 επιβαίνοντες ακτιβιστές ακόμα και δεν έχουν απελευθερωθεί. Συνεχίζουν να βρίσκονται φυλακισμένοι στα κολαστήρια-φυλακές του Ισραήλ.

Την ίδια στιγμή, οι Αιγυπτιακές αρχές έδειξαν το πραγματικό τους πρόσωπο, κλείνοντας τον δρόμο στους συμμετέχοντες της Πορείας προς τη Γάζα στο δεύτερο chechpoint λίγο έξω από την πόλη Ισμαϊλία και επιστρέφοντας τα μέλη των διεθνών αποστολών στο Κάιρο. Μόνο που οι αγωνιστές δεν σταματούν και δεν απογοητεύονται. Ανασυγκροτούνται, συνεδριάζουν και σχεδιάζουν τις επόμενες κινήσεις τους, γιατί η πορεία προς τη Γάζα είναι ταυτόσημη με την πορεία για την πάλη των λαών.

Η διαρκής πάλη ως απάντηση

Καταλήγοντας, λοιπόν, παρά την κριτική που δέχεται ο διαδικτυακός και μη ακτιβισμός, μέχρι στιγμής παραμένει ένα από τα πιο δυνατά όπλα κινητοποίησης ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Φυσικά και αυτό δεν αρέσει ούτε στην αστική τάξη ούτε και σε όσους την υπερασπίζονται με αποτέλεσμα να εξαπολύει χυδαία προπαγάνδα εις βάρος των δρώντων υποκειμένων με μια σειρά δολοφονίες χαρακτήρων και υποτίμηση της ηθικής τους.

Από την άλλη, πράγματι, τα λόγια της Sontag έχουν βάση. Ο πόνος που δεν μετατρέπεται σε δράση, μας ατροφεί συναισθηματικά, μας κάνει να τον συνηθίσουμε.

Οι γενναίοι άνθρωποι που γράφουν ιστορία αυτή τη στιγμή στην Αίγυπτο μας φωτίζουν έναν όμορφο, έναν αισιόδοξο δρόμο, εκείνου του πόνου που μετατρέπεται σε αγώνα, εκείνου του δρόμου που σταμάτησε κάπου στη Γένοβα το 2001 και τώρα παίρνει πάλι σάρκα και οστά. Οι γενναίοι άνθρωποι που έκαναν, τελικά, πράξη τη φιλοσοφική θεώρηση της «επιτελεστικότητας», αντιλήφθηκαν τους εαυτούς τους ως ακτιβιστές και κατάφεραν να μετατραπούν σε τέτοιους, σε σπουδαίους αγωνιστές.

Ίσως αυτό να αποτελεί και μια καλή λύση στη δική μας μελαγχολία και αδράνεια. Πριν από όλα, να ταυτιστούμε με τον δρόμο του πολιτικού αγώνα και της διαρκούς πάλης και μετά να σπάσουμε του φόβου το νήμα και της μιζέρια μιας ζωής. Να σταθούμε αλληλέγγυοι σε εκείνους που πρώτοι αποφασίζουν να βάλουν το σώμα τους μπροστά για να σταματήσει η αδικία, ο θάνατος, η φρίκη. Να εμπνευστούμε από εκείνους που πρώτοι βαδίζουν στους δρόμους της φωτιάς, μέχρι να καταφέρουμε και εμείς να οδοιπορήσουμε μαζί τους.

Για την Λωρίδα της Γάζας και την Παλαιστίνη, για τους λαούς του κόσμου.