Όπως επισημαίνει η Ιβ Γκέντι, διευθύντρια συνηγορίας της Διεθνούς Αμνηστίας στην ΕΕ, στην ιστοσελίδα της Αμνηστίας, το νέο σύμφωνο για την προσφυγική κρίση που παρουσίασε την Τετάρτη η επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αποτελεί σχέδιο που «καθιστά την κράτηση κανόνα και βασίζεται στην αποτροπή, τον περιορισμό σε καταυλισμούς και τη συνεργασία με κυβερνήσεις που καταπατούν δικαιώματα».

Καταργείται η υποχρεωτική ποσόστωση στην υποδοχή προσφύγων για τα κράτη της ΕΕ

Η Γκέντι ξεκαθάρισε ότι παρά το όποιο «περιτύλιγμα» προσπαθεί να βάλει η Κομισιόν στο νέο Σύμφωνο, πρόκειται για συνταγή που έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει.

«Ακόμα και αν εμφανίζεται ως καινούργια αρχή, η νέα  συμφωνία σχεδιάστηκε για να υψώσει τα ήδη υπάρχοντα τείχη και να ενισχύσει τους φράκτες. Αντί να προτείνουν μια νέα προσέγγιση που θα βοηθούσε να εξασφαλιστεί η ασφάλεια ανθρώπων, προτιμούν να “βαφτίσουν” ένα σύστημα που έχει εφαρμοστεί εδώ και χρόνια και έχει αποτύχει, με δραματικές συνέπειες.

Αυτή η συμφωνία δεν πρόκειται να βοηθήσει με κανέναν τρόπο τους χιλιάδες ανθρώπους που έχουν εγκλωβιστεί σε κέντρα στα ελληνικά νησιά ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη. Αν και η δέσμευση για την παρακολούθηση των κακομεταχειρίσεων στα σύνορα είναι ευπρόσδεκτη, δεν αντισταθμίζει το γεγονός ότι το Σύμφωνο καθιστά την κράτηση κανόνα και βασίζεται στην αποτροπή, τον περιορισμό σε καταυλισμούς και τη συνεργασία με κυβερνήσεις που καταπατούν δικαιώματα.

Οι ευρωπαίοι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων πρέπει τώρα να βελτιώσουν αυτές τις προτάσεις επενδύοντας στην αξιοπρέπεια και την προστασία των ανθρώπων. Πρέπει να αναπτύξουν ένα φιλόδοξο σχέδιο για ασφαλείς και νόμιμες οδούς και να διασφαλίσουν μια ανθρωπιστική και βιώσιμη προσέγγιση που θα σχεδιαστεί για να διαρκέσει σε βάθος χρόνου».

Σημειώνεται ότι η Κομισιόν ανακοίνωσε πως εγκαταλείπει την ιδέα για υποχρεωτική ποσόστωση των προσφύγων στα κράτη- μέλη, στο νέο της σχέδιο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, κάνοντας λόγο για έναν μηχανισμό «υποχρεωτικής αλληλεγγύης» που αποσκοπεί στο να «φέρει μια νέου είδους ισορροπία ανάμεσα στην ευθύνη και την αλληλεγγύη».

Οι χώρες πρώτης υποδοχής θα συνεχίσουν να δέχονται την συντριπτική πλειοψηφία προσφύγων και μεταναστών, τη στιγμή που εναπόκειται στη θέληση χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης να φιλοξενήσουν κάποιους από τους χιλιάδες κατατρεγμένους που φτάνουν κυρίως στις ακτές της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας.

Για να δεχθούν πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο, οι συγκεκριμένες  χώρες θα λαμβάνουν 10.000 ευρώ για κάθε ενήλικο, από χρήματα του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ενώ καμιά χώρα δεν θα είναι υποχρεωμένη να προσφέρει άσυλο.

Αλλαγές στην επεξεργασία αιτήσεων ασύλου

Η πρόταση της Κομισιόν αναθεωρεί την αρχή που συνίσταται στο να ανατίθεται στην πρώτη χώρα εισόδου ενός μετανάστη στην ΕΕ η ευθύνη της επεξεργασίας του αιτήματός του για άσυλο. Η χώρα που είναι υπεύθυνη για το αίτημα ασύλου θα μπορεί να είναι εκείνη στην οποία ένας μετανάστης έχει αδελφό ή αδελφή, στην οποία έχει εργαστεί ή σπουδάζει. Επίσης, η χώρα που έχει χορηγήσει βίζα σε έναν μετανάστη θα είναι εκείνη που θα πρέπει να επιφορτισθεί με την αίτηση ασύλου.

Σε διαφορετική περίπτωση, αυτές οι χώρες πρώτης εισόδου θα παραμείνουν υπεύθυνες για την αίτηση ασύλου. Η Κομισιόν τονίζει πως  θέλει να εισαγάγει έναν κανόνα ότι σε όλους τους αφιχθέντες θα ολοκληρώνονται οι έλεγχοι υγείας και ασφάλειας εντός πέντε ημερών.

Παράλληλα, προτείνει την καθιέρωση μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας συνόρων, η οποία για πρώτη φορά περιλαμβάνει έλεγχο πριν από την είσοδο που καλύπτει τον προσδιορισμό όλων των ατόμων που διασχίζουν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ χωρίς άδεια ή έχουν αποβιβαστεί μετά από έρευνα και επιχείρηση διάσωσης. Αυτό συνεπάγεται επίσης έλεγχο της υγείας και της ασφάλειας, δακτυλικά αποτυπώματα και εγγραφή στη βάση δεδομένων Eurodac. Μετά τον έλεγχο, τα άτομα μπορούν να προωθούνται στη σωστή διαδικασία, είτε στα σύνορα για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων είτε σε μια κανονική διαδικασία ασύλου.

Στις προτάσεις της Κομισιόν γίνεται λόγος για βελτίωση της διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων, ενώ επισημαίνεται πως το μόνιμο σώμα της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, που έχει προγραμματιστεί να αναπτυχθεί από την 1η Ιανουαρίου 2021, θα παρέχει αυξημένη υποστήριξη όπου χρειάζεται.