του Θάνου Καμήλαλη

Το πρώτο μισό του Δεκεμβρίου του 2021, εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τα ΜΜΕ και την Ελευθερία του Τύπου, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου, των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα και άλλων διεθνών οργανώσεων πραγματοποίησαν έρευνα για την κατάσταση της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, στον απόηχο σειράς υποθέσεων (π.χ. δολοφονία Καραϊβάζ, Λίστα Πέτσα) που απασχόλησαν την κοινή γνώμη, αλλά και της κατρακύλας της χώρας στην 70η θέση παγκοσμίως στον δείκτη Ελευθερίας του Τύπου.

«Το ασφυκτικό κλίμα για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην Ελλάδα υπήρξε πηγή αυξανόμενης ανησυχίας» τονίζουν στην έρευνά τους οι οργανώσεις, που συγκροτούν τη Media Freedom Rapid Response, έναν μηχανισμό που σκοπό έχει να καταγράφει και να παρεμβαίνει ενάντια σε επιθέσεις στην Ελευθερία του Τύπου στην Ευρώπη. Έχοντας ήδη εκδώσει σειρά ανακοινώσεων, καταγγέλλοντας πρακτικές της ελληνικής κυβέρνησης, οι οργανώσεις προχώρησαν σε δεκάδες συνεντεύξεις με δημοσιογράφους, εκπροσώπους των δημοσιογραφικών Ενώσεων και ερευνητές, προσπαθώντας να κατανοήσουν, αλλά και να προσελκύσουν ευρωπαϊκό ενδιαφέρον, γύρω από την κατάσταση στην Ελλάδα.

Το ΤPP εκπροσωπήθηκε σε αυτήν την έρευνα, μετά απο πρόσκληση των οργανώσεων για διαδικτυακή συνέντευξη.

Η έρευνα, που δημοσιεύεται σήμερα, Δευτέρα 28 Μαρτίου, εκθέτει αναλυτικά τις πρακτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δικαιώνοντας όλη τη κριτική που έχει ασκηθεί για τις συνεχείς απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ. Έρχεται μάλιστα λίγες μέρες μετά τη συνέντευξη εκπροσώπου των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα στο euractiv, όπου τόνισε πως «η κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα γίνεται συγκρίσιμη με αυτή της Ουγγαρίας. Μπορούμε να δούμε μια σκόπιμη πολιτική βούληση για τη μείωση της ελευθερίας του Τύπου»,

«Οι προκλήσεις για την ανεξαρτησία των ΜΜΕ και την ασφάλεια των δημοσιογράφων είναι συστημικές στη χώρα. Αν και τα προβλήματα που εξετάζονται σε αυτήν την έκθεση δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα, η ένταση τους εδώ είναι ιδιαίτερα προβληματική και διαφοροποιεί τη χώρα από τα περισσότερα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ», τονίζεται στην έρευνα.

«Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι ειδήσεις που είναι άβολες, ή μη κολακευτικές για την κυβέρνηση, ειδήσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν και αναφορές για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν δημοσιεύονται σε πολλά ΜΜΕ.
Δημιουργείται έτσι ένα σοβαρό εμπόδιο στην πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες σχετικά με ζητήματα της επικαιρότητας και κατ’ επέκταση, στην ενημερωμένη συμμετοχή τους στη δημοκρατική διαδικασία. Η κατάσταση μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο έχοντας υπόψιν την πλήρη εικόνα, με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης αλλά και τα διαχρονικά προβλήματα του Κράτους Δικαίου και τη λογοδοσία των δυνάμεων επιβολής του Νόμου. Κατά μία έννοια, λίγα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα σήμερα είναι καινούρια. Ωστόσο, η κρίση έχει βαθύνει, ως αποτέλεσμα της εμμονής της κυβέρνησης της  Νέας Δημοκρατίας με τον έλεγχο της πληροφορίας, όπως ακούσαμε ξανά και ξανά στο πορεία αυτής της διερευνητικής αποστολής»

Με τίτλο, «Ελέγχοντας το Μήνυμα: Οι προκλήσεις για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην Ελλάδα» το πόρισμα περιέχει, επιγραμματικά, τα παρακάτω συμπεράσματα:

1) Η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ αποτελεί μία μαύρη σελίδα για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα και προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον γύρω από την ασφάλεια των δημοσιογράφων στη χώρα. Αντίθετα με τις υποσχέσεις των αρχών, η πρόοδος στις έρευνες για την εξιχνίαση του εγκλήματος φαίνεται να είναι αργές και χωρίς στοιχειώδη διαφάνεια. Αυτό, σε συνδυασμό με τις απειλές για τη ζωή του που δέχθηκε ο Κώστας Βαξεβάνης, έχει δημιουργήσει ένα ανατριχιαστικό προηγούμενο και οδηγεί σε δυσπιστία σχετικά με την ικανότητα της κυβέρνησης να προστατεύσει τους δημοσιογράφους.

2) Η συστημική κρίση που επηρεάζει την Ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί από τις προσπάθειες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να “ελέγχει το μήνυμα” και να μειώνει τις φωνές που είναι επικριτικές ή διαφωνούν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα πολιτικά πολωμένο και κατακερματισμένο τοπίο στα ΜΜΕ. Εφημερίδες και δημοσιογράφοι που κινούνται ιδεολογικά προς την αντιπολίτευση, ή τηρούν ουδέτερη στάση, στοχοποιούνται από την κυβέρνηση, με άνιση μεταχείριση που υπονομεύει τη δημοσιογραφική τους δραστηριότητα. Αυτό επιδεινώθηκε περισσότερο με την έλλειψη διαφάνειας γύρω από την κρατική χρηματοδότηση για διαφήμιση, που μοιράστηκε σύμφωνα με κομματικές γραμμές.

3) Η δημοσιογραφία γύρω από το Προσφυγικό, με θέματα όπως οι παράνομες επαναπροωθήσεις και άλλες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα με την Ε.Ε., είναι ολοένα και πιο δύσκολη. Οι παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου συνδέονται με τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει τη δημόσια κριτική των πολιτικών της, οδηγώντας στην παρεμπόδιση των δημοσιογράφων, με μεθόδους όπως οι αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, η απαγόρευση πρόσβασης, η παρακολούθηση και η παρενόχληση.

4) Η κάλυψη των διαδηλώσεων είναι ακόμα ένας προβληματικός τομέας. Οι δημοσιογράφοι πέφτουν θύματα βίας, τόσο από την αστυνομία, όσο και από διαδηλωτές. Οι συνεντευξιαζόμενοι παρουσίασαν παραδείγματα δημοσιογράφων που κρατήθηκαν, δέχθηκαν επίθεση, η παρεμποδίστηκαν στη δουλειά τους από την Αστυνομία. Δημοσιογράφοι που ρωτήθηκαν απάντησαν ότι δεν φορούν διακριτικά σε διαδηλώσεις ώστε να αποφύγουν στοχοποίηση από διαδηλωτές. Υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης ως προς τη διασφάλιση ότι οι δημοσιογράφοι μπορούν να κάνουν με ασφάλεια της δουλειά τους σε διαδηλώσεις.

5) Οι απειλές για δικαστικές αγωγές είναι έναν σημαντικό πρόβλημα της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Σε αυτό συγκαταλέγονται οι ποινικές διώξεις και τα «SLAPPs», απειλές που αφορούν κυρίως δημοσιογράφους που ασχολούνται με τη διαφθορά και ΜΜΕ που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. Τα περιορισμένα οικονομικά μέσα που έχουν αυτοί οι δημοσιογράφοι σημαίνει ότι τέτοιες απειλές μπορεί να οδηγούν και στην αυτολογοκρισία.

«Αξιοσημείωτο το πόσο λίγη κάλυψη έχει υπάρξει από τα ΜΜΕ γύρω από τη δολοφονία Καραϊβάζ»

Πιο αναλυτικά, ως προς τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, οι οργανώσεις σημειώνουν πως «παρά την αρχική υπόσχεση ότι η εξιχνίαση της δολοφονίας θα ήταν βασική προτεραιότητα για την ΕΛΑΣ, μέχρι στιγμής κανένας δεν έχει συλληφθεί, ούτε κριθεί ύποπτος». Στο πόρισμα φιλοξενούνται δηλώσεις του γιου του δολοφονημένου δημοσιογράφου, Δημήτρη Καραϊβάζ, που εμφανίζεται απαισιόδοξος για την εξιχνίαση της υπόθεσης, λέγοντας πως «σύμφωνα με τα στατιστικά οι πιθανότητες είναι λίγες». Ο Δημήτρης Καραϊβάζ ωστόσο πιστεύει ότι οι αρχές διερευνούν τη σύνδεση της δολοφονίας με το δημοσιογραφικό έργο του πατέρα του. Άλλοι συνεντευξιαζόμενοι όμως είναι πιο απαισιόδοξοι, υποστηρίζοντας ότι οι αρχές έχουν κάνει ελάχιστα, ενώ ένας χαρακτήρισε την αδράνεια αυτή «ύποπτη».

Οι οργανώσεις τονίζουν ότι «είναι αξιοσημείωτο το πόσο λίγη κάλυψη έχει υπάρξει από τα ΜΜΕ γύρω από τη δολοφονία. Ακόμα και ο σταθμός όπου εργαζόταν ο Καραϊβάζ, πέρα από συναισθηματικά βίντεο, δεν έχει κάνει δημόσια σκληρές ερωτήσεις, ούτε έχει ζητήσει την απόδοση δικαιοσύνης για τον δημοσιογράφο του. Ένας δημοσιογράφος απάντησε πως αυτό είναι αποτέλεσμα αποδοχής πως “έτσι είναι τα πράγματα”. Ο Δημήτρης Καραϊβαζ σχολίασε σχετικά πως “οι άνθρωποι δεν θέλουν να πολεμήσουν όπως ο πατέρας μου, με γεγονότα και λέξεις”». Στη συνέχεια αναφέρεται ότι λιγότερο από έναν μήνα μετά τη δολοφονία Καραϊβάζ, ο εκδότης του «Documento», Κώστας Βαξεβάνης δημοσίευσε κείμενο υποστηρίζοντας πως υπάρχει συμβόλαιο θανάτου εναντίον του.

«Συχνά, τα συμφέροντα των ολιγαρχών των ΜΜΕ και της κυβέρνησης ευθυγραμμίζονται»

«Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, πολλά δημοσιογραφικά συγκροτήματα έκλεισαν, ή άλλαξαν χέρια, με μεγιστάνες να αξιοποιούν την ευκαιρία και να αποκτούν εταιρείες ΜΜΕ. Με αυτήν τη κυβέρνηση, η κατοχή των ΜΜΕ από επιχειρηματικά συμφέροντα είναι μεγαλύτερο πρόβλημα για τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης και το επαγγελματικό ρεπορτάζ από ό,τι στο παρελθόν, καθώς τα συμφέροντα των ιδιοκτητών και οι πολιτικές της κυβέρνησης συχνά ευθυγραμμίζονται, καθιστώντας δύσκολη την εύρεση ισχυρών αντιπολιτευτικών φωνών […] Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι αδύναμος και ότι αυτό το κομμάτι των ΜΜΕ χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από μία φιλοκυβερνητική στάση».

Στο δεύτερο κομμάτι της έρευνας, καταγράφονται τα προβλήματα στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ, τόσο μέσω των κρατικών χρηματοδοτήσεων της «Λίστας Πέτσα», όσο και με τη συγκέντρωση τους στα χέρια ολιγαρχών, που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα γύρω από τις κυβερνητικές πολιτικές. Σημειώνεται επίσης έντονα η απουσία λογοδοσίας, με κρατικούς αξιωματούχους να αρνούνται να απαντήσουν σε αιτήματα για συνεντεύξεις με δημοσιογράφους που ασκούν κριτική, ή να αρνούνται να δημοσιεύσουν πληροφορίες που θα έπρεπε να είναι δημόσιες. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταγγέλλεται επίσης για πιέσεις σε ανταποκριτές ξένων ΜΜΕ που βρίσκονται στην Ελλάδα.

Μολονότι καταγράφεται η ύπαρξη νέων και κυρίως ψηφιακών ΜΜΕ, που παράγουν ποιοτικό περιεχόμενο και κριτική δημοσιογραφία σε θέματα δημοσίου συμφέροντος, αναφέρεται επίσης πως η έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία των πολιτών στα συστημικά ΜΜΕ, τους οδηγεί να επηρεάζονται από αμφιβόλου ποιότητας ιστοσελίδες και ατεκμηρίωτες πληροφορίες που κυκλοφορούν σε μπλογκς.

Ειδική αναφορά γίνεται για το σκάνδαλο της «Λίστας Πέτσα» που χαρακτηρίζεται ως παράδειγμα «αδιαφάνειας στην κρατική χρηματοδότηση» ενδεικτικής της «σοβαρότητας της κατάστασης». Η έρευνα καταγράφει την επίμονη άρνηση της κυβέρνησης να δώσει τα στοιχεία γύρω από τα οποία αποφασίστηκε η χρηματοδότηση, τον έλεγχο της Εξεταστικής Επιτροπής από τη ΝΔ, που οδήγησε ακόμα και στο να μην καταθέσει ο ίδιος ο Στέλιος Πέτσας, αλλά και τη δικαστική δικαίωση του Vouliwatch στην προσπάθειά του να δοθούν στη δημοσιότητα τα κριτήρια για τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ από την κυβέρνηση.

Αυθαίρετες προσαγωγές, παρακολούθηση από την ΕΥΠ και στοχοποίηση

«Πολλοί συνεντευξιαζόμενοι περιέγραψαν στην αποστολή μας πώς οι δυνάμεις επιβολής του Νόμου χρησιμοποιούν τις αυθαίρετες συλλήψεις και τη στέρηση της ελευθερίας, ως τακτική για να παρενοχλούν τους δημοσιογράφους και να παρεμποδίζουν την κάλυψή τους από τα προφυγικά καμπ. Η πρακτική αυτή φαίνεται να είναι πολύ συνηθισμένη. […] Όλοι περιέγραψαν την ίδια διαδικασία: Δημοσιογράφοι ελέγχονται από την Αστυνομία και παρά το γεγονός ότι επιδεικνύουν τη δημοσιογραφική τους ταυτότητα (ή εξαιτίας αυτού), προσάγονται σε αστυνομικά τμήματα πολύ μακριά από το σημείο, παρεμποδίζοντας έτσι τη δουλειά τους. Κρατούνται για 7-8 ώρες και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι, τις περισσότερες φορές χωρίς κατηγορίες και χωρίς να τους παραδίδονται επίσημα έγγραφα. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η Αστυνομία δεν δίνει κανένα νομικό επιχείρημα για την κράτησή τους και καμία εξήγηση για τους λόγους της προσαγωγής. Σε κάποιες περιπτώσεις, στους δημοσιογράφους δεν επετράπη επικοινωνία με δικηγόρο, ενώ τους κατασχέθηκαν προσωπικά αντικείμενα και υλικό που είχαν συλλέξει. Μερικοί περιέγραψαν πως όταν έθεσαν σε αστυνομικούς τα δικαιώματά τους ως κρατούμενοι, λοιδωρήθηκαν, ενώ ξένοι ανταποκριτές έλαβαν την απάντηση πως “εδώ είναι αλλιώς”».

Η εξήγηση που δίνουν οι διεθνείς οργανώσεις Τύπου για αυτές τις πρακτικές, είναι πως η κυβέρνηση προσπαθεί να αποκρύψει τις συνέπειες των απάνθρωπων ευρωπαϊκών πολιτικών που υλοποιεί στο Προσφυγικό.

Σε ξεχωριστά κεφάλαια, καταγράφονται οι υποθέσεις της παρακολούθησης από την ΕΥΠ (που υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού πλέον) του δημοσιογράφου Σταύρου Μαλιχούδη. Ο Μαλιχούδης αλλά και άλλοι συνεντευξιαζόμενοι περιγράφουν ότι υπάρχει ένα αστείο μεταξύ των δημοσιογράφων, να λένε μεταξύ τους «γεια και στους υπόλοιπους που παρακολουθούν το τηλέφωνο» κατά τη διάρκεια τηλεφωνικών τους κλήσεων. «Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι από τους συναδέρφους μου παρακολουθούνται» σχολίασε άλλος δημοσιογράφος.

Καταγράφεται επίσης η στοχοποίηση και η προσπάθεια της δολοφονίας χαρακτηρα της Ολλανδής δημοσιογράφου, Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ, μετά από την ερώτηση που έκανε στον Κυριάκο Μητσοτάκη για τις παράνομες επαναπροωθήσεις, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. Δράστης, όπως αναφέρεται, ήταν ο φιλοκυβερνητικός Τύπος.

Οι διώξεις δημοσιογράφων και τα «fake news» στον Ποινικό Κώδικα

Εκτενώς παρουσιάζονται και οι δικαστικές υποθέσεις που αφορούν δημοσιογράφους, με ειδικές αναφορές σε όλες τις καταγεγραμμένες αγωγές «SLAPP» στη χώρα, αλλά και τη δίωξη των δύο δημοσιογράφων, Κώστα Βαξεβάνη και Γιάννας Παπαδάκου, για την ερευνητική δημοσιογραφία τους γύρω από το σκάνδαλο Novartis (στην περίπτωση της δεύτερη και για τη Λίστα Λαγκάρντ).

Οι αγωγές εναντίον της Σταυρούλας Πουλημένη, του Τάσου Σαράντη, του Θοδωρή Χονδρόγιαννου και των ιστότοπων Solomon και Reporters United παρουσιάζονται με λεπτομέρειες, ως απόπειρες φίμωσης της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Σημειώνεται ότι στις περιπτώσεις αγωγών, το κόστος για τα νομικά έξοδα είναι δυσβάσταχτο, γεγονός που ειδικά σε μικρότερα μέσα μπορεί να αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για το έργο τους. «Προκαλείται έντονη ανησυχία» από τη σύνδεση της ερευνητική δημοσιογραφίας με πολύ σοβαρές κατηγορίες, όπως αυτή της εγκληματικής οργάνωσης, τονίζουν οι οργανώσεις για την υπόθεση των διώξεων δημοσιογράφων γύρω από το σκάνδαλο Νovartis.

Όπως αναφέρεται μάλιστα, ως συνέπεια των απειλών για εξοντωτικές αγωγές, δημοσιογράφοι αναγκάζονται να αυτολογοκρίνονται, μειώνοντας την ένταση της κριτικής τους.

Επικρίσεις διατυπώνονται και για την εισαγωγή του άρθρου 191 στον Ποινικό Κώδικα για τη «διασπορά ψευδών ειδήσεων». Σύμφωνα με αυτό, «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή».

Στην έρευνα αναφέρεται πως όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι θεωρούν προβληματική αυτή τη διάταξη, με τις ερμηνείες να ποικίλουν μεταξύ κάποιον που τη θεωρούν «ανατριχιαστική» και αυτών που απλά πιστεύουν ότι «δεν θα εφαρμοστεί στην πράξη», αλλά δείχνει μία σαφή κατεύθυνση.