Όταν οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν παλιά εγκλήματα για να νομιμοποιήσουν τα μελλοντικά

της Νταϊάνα Τζόνστοουν*

Οι πολεμοχαρείς φιλελεύθεροι αναζητούσαν τριγύρω ένα πρόσχημα που θα μπορούν να επικαλεστούν ως «νόμιμο»  για να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της Συρίας και κατελήξαν στον «πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου» του 1999.

Καμμία έκπληξη, αφού εξ αρχής ο πρωταρχικός σκοπός αυτού του ακατάπαυστου βομβαρδισμού των 78 ημερών από ΗΠΑ/ΝΑΤΟ ήταν να δημιουργηθεί προηγούμενο για περισσότερους τέτοιους πολέμους. Το πρόσχημα της «δίασωσης των Κοσοβάρων» από μια φανταστική «γενοκτονία» ήταν τόσο ψευδές όσο και τα «όπλα μαζικής καταστροφής» που γίναν πρόσχημα για τον πόλεμο κατά του Ιράκ – αν και η χάλκευση αυτή υπήρξε πολύ πιο επιτυχής στο ευρύ κοινό. Ως εκ τούτου, το Κοσσυφοπέδιο διατηρεί τη χρησιμότητά του στο οπλοστάσιο της προπαγάνδας.

Στις 24 Αυγούστου, οι New York Times ανέφεραν ότι οι σύμβουλοι του προέδρου Ομπάμα σε θέματα ασφαλείας, «μελετούν τον απ’ αέρος πόλεμο του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο ως πιθανό πρότυπο, για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να ενεργήσουν χωρίς την εντολή των Ηνωμένων Εθνών». (Παρεμπιπτόντως, ο «απ’ αέρος πόλεμος» δεν περιορίστηκε «στο Κοσσυφοπέδιο», αλλά έπληξε ολόκληρη την τότε Γιουγκοσλαβία, καταστρέφοντας κυρίως μη στρατιωτικές υποδομές της Σερβίας κι απλώνοντας και στο Μαυροβούνιο την καταστροφή.

Την Παρασκευή, ο Ομπάμα παραδέχθηκε ότι η εισβολή και επίθεση σε μια άλλη χώρα «χωρίς εντολή του ΟΗΕ και χωρίς σαφείς αποδείξεις» εγείρει ζητήματα διεθνούς δικαίου.

Σύμφωνα με τους New York Times, «το Κόσοβο αποτελεί ένα προφανές προηγούμενο για τον Ομπάμα, επειδή, όπως στη Συρία, σκοτώθηκαν άμαχοι και η Ρωσία είχε μακροχρόνιους δεσμούς με τους κυβερνώντες που κατηγορούνταν για τις παραβάσεις. Το 1999, ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον χρησιμοποίησε την υποστήριξη του ΝΑΤΟ και τη λογική της προστασίας μιας ευάλωτης πληθυσμιακής ομάδας για να δικαιολογήσει  78 ημέρες βομβαρδισμών». 

«Είναι ακόμα πρόωρο να μιλήσουμε για τη εκπόνηση σχεδίων νομιμοποίησης κάποιας δράσης, δεδομένου ότι ο πρόεδρος δεν έχει αποφασίσει», δήλωσε ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος, ο οποίος δέχθηκε να συζητήσει τις διαβουλεύσεις υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Ωστόσο το Κοσσυφοπέδιο αποτελεί, φυσικά, ένα προηγούμενο για κάτι πιθανώς παρόμοιο».

Η κυβέρνηση μπορεί να ισχυριστεί πως η χρήση χημικών όπλων στη Συρία ισοδυναμεί με σοβαρή επείγουσα ανθρωπιστική κρίση, όπως ακριβώς και η κυβέρνηση Κλίντον υποστήριξε το 1999 ότι «μια σοβαρή ανθρωπιστική κρίση» οδήγησε τη «διεθνή κοινότητα» την «ευθύνη να δράσει», σύμφωνα με τον Ίβο Χ. Ντάλντερ, πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.

 Δημιουργική νομιμότητα αντάξια του υπ 'αριθμόν ένα Κράτους Παρία του πλανήτη.

Ένας Παράνομος Πόλεμος ως Προηγούμενο για Περισσότερους Πολέμους

Ο πόλεμος των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, κατά τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ισχύ μονομερώς για να διαλυθεί ένα κυρίαρχο κράτος, να αποσπαστεί η ιστορική σερβική επαρχία του Κοσσυφοπεδίου και να μετατραπεί σε δορυφόρο των ΗΠΑ, αποτελούσε σαφή παραβίαση του διεθνούς δικαίου.

Αξιολογώντας το νομικό καθεστώς του πολέμου αυτού, για την Εξεταστική Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Βρετανικού Κοινοβουλίου, ο κορυφαίος Βρετανός ειδικός του διεθνούς δικαίου, σερ Ίαν Μπράουνλαϊ (1936-2010), παρουσίασε, το Μάιο του 2000, ένα Μνημόνιο 16.000 λέξεων.

Ο Μπράουνλαϊ υπενθύμισε ότι στις βασικές διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αναφέρεται πεντακάθαρα ότι «όλα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις οφείλουν να απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους αλλά και από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους Σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών.».

Το προβαλλόμενο ως δικαίωμα, δηλαδή να κάνουν χρήση βίας για ανθρωπιστικούς λόγους, δεν ήταν συμβατό με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, κατά τον Μπράουνλαϊ.

Την τελευταία δεκαετία, οι Δυτικές δυνάμεις έχουν εφεύρει και προωθήσει ένα θεωρητικό σχήμα, αυτό του «Δικαιώματος Να Προστατεύουν» (R2P – Responsibility to protect), σε μια προσπάθεια να παρακάμψουν τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για πολέμους των οποίων ο τελικός στόχος είναι η αλλαγή του καθεστώτος. Η χρήση του R2P για την ανατροπή Καντάφι στη Λιβύη πρόδωσε το παιχνίδι, εξασφαλίζοντας την ρωσική και κινέζικη αντίδραση σε οποιονδήποτε περαιτέρω τέτοιο ελιγμό στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Όσον αφορά τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, στο Μνημόνιό του ο καθηγητής Μπράουνλαϊ κατέληξε στα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα:

– Ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας είχε πάντα ως κύρια αιτιολογία την επιβολή των ΝΑΤΟϊκών σχεδίων για το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σχεδιάστηκαν οι βομβαρδισμοί τον Αύγουστο του 1998.

– Οι απειλές μαζικών αεροπορικών επιδρομών έγιναν στο ίδιο πλαίσιο και ήρθαν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα τον Οκτώβριο του 1998. Ούτε ο σκοπός των προγραμματισμένων αεροπορικών επιδρομών, ούτε η εφαρμογή τους σχετιζόταν με τα γεγονότα του Κοσσυφοπεδίου τον Μάρτιο του 1999.

– Η αιτία των αεροπορικών επιδρομών ήταν αρκετά απλή: αφού ότι η Γιουγκοσλαβία δεν είχε ενδώσει στις απειλές, οι απειλές έπρεπε να πραγματοποιηθουν.

– Η νομική βάση της δράσης, όπως παρουσιάστηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλα κράτη του ΝΑΤΟ, δεν είχε επαρκώς διασαφηνιστεί σε κανένα στάδιο.

– Η ανθρωπιστική επέμβαση, η δικαιολογία που καθυστερημένα προέβαλαν τα κράτη του ΝΑΤΟ, δεν έχει θέση ούτε στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ούτε στο εθιμικό Διεθνές Δίκαιο.

– Αν ήταν της άποψης (σ.μ. Οι ΗΠΑ/ΝΑΤΟ) ότι τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αναγνωρίζαν την ανάγκη για ανθρωπιστική δράση, τότε θα επεδίωκαν οπωσδήποτε ένα ψήφισμα.

– Οι προθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου περιλάμβαναν την απομάκρυνση της κυβέρνησης της Γιουγκοσλαβίας. Τέτοιοι σκοποί είναι αδύνατον να συμβιβαστούν με την ανθρωπιστική επέμβαση.

– Ο ισχυρισμός ότι ενεργούν για ανθρωπιστικούς λόγους είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με τη δυσανάλογη χρήση βίας με την εμπλοκή βαρέων όπλων και πυραύλων. Οι συνέπειες από τις εκρήξεις ήταν εκτεταμένες και οι πύραυλοι είχαν εμπρηστικά στοιχεία. Ένα υψηλό ποσοστό των στόχων βρισκόνταν σε πόλεις και κωμοπόλεις. Πολλά από τα θύματα ήταν γυναίκες και παιδιά. Επτά εβδομάδες μετά την έναρξη της βομβιστικής επίθεσης τουλάχιστον 1.200 άμαχοι είχαν σκοτωθεί και 4.500 είχαν τραυματίστει.

– Παρά τις αναφορές στην ανάγκη για ειρηνική λύση με την προσφυγή σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι δημόσιες δηλώσεις της κας Όλμπραϊτ, του κ. Κουκ, του κ. Χόλμπρουκ και άλλων, καθώς και οι επαναλαμβανόμενες απειλές μαζικών αεροπορικών βομβαρδισμών, καθιστούν απολύτως σαφές πως δεν υπήρξε πρόθεση για τη συνήθη διπλωματία.

Η «Αντιμετώπιση του Κοσσυφοπεδίου»

Στην κατακλείδα, ο Μπράουνλαϊ έγραψε ένα προφητικό σημείωμα σχετικά με τη μελλοντική χρήση της «αντιμετώπισης του Κοσσυφοπεδίου»:

«Ο συγγραφέας έχει επαφές με ένα μεγάλο αριθμό διπλωματών και δικηγόρων διαφορετικών εθνικοτήτων. Έξω από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, η αντίδραση στους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς ήταν γενικά εχθρική. Τα περισσότερα κράτη έχουν προβλήματα αποσχιστικών τάσεων και θα μπορούσε, σε επιλεκτική βάση, να είναι τα αντικείμενα της Δυτικής «διαχείρισης κρίσεων». Η επιλογή κρίσεων για την επιβολή της «αντιμετώπισης του Κοσσυφοπεδίου»  θα εξαρτηθεί από την γεωπολιτική και επιμέρους ατζέντα. Με αυτό το κριτήριο, και όχι με το κριτήριο μιας ανθρωπιστικής ατζέντας, είναι που ο κατακερματισμός της Γιουγκοσλαβίας επιλέχθηκε να γίνει σε φυλετική βάση, σε αντίθεση με της Ρωσίας και της Ινδονησίας».

Και πρόσθεσε: «Η βίαιη επέμβαση που εξυπηρετεί ανθρωπιστικούς στόχους είναι ισχυρισμός τον οποίο μπορούν να κάνουν μόνο ισχυρά κράτη σε βάρος των λιγότερο ισχυρών. Η μοίρα της Γιουγκοσλαβίας ζημίωσε πολύ την προσπάθεια περιορισμού των όπλων μαζικής καταστροφής.».

Το Μνημόνιο του Μπράουνλαϊ  προς το Βρετανικό Κοινοβούλιο είναι η πιο ενδελεχής αξιολόγηση του νομικού καθεστώτος του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο. Είναι απορίας άξιον πως τα φιλελεύθερα γεράκια του πολέμου γύρω από τον Ομπάμα σκέφτονται να χρησιμοποιήσουν αυτό τον πόλεμο ως «νομικό προηγούμενο» για ένα νέο πόλεμο κατά της Συρίας.

Είναι σα να λένε ότι ένα έγκλημα που διαπράττεται μια φορά μπορεί να αποτελέσει «προηγούμενο» για να δικαιολογηθεί ένα μεταγενέστερο έγκλημα.

Πόσες Φορές Μπορείς να Ξεγελάσεις τους Πολλούς;

Ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο αποτελεί πράγματι ένα προηγούμενο που θα πρέπει να λειτουργήσει ως ένα προειδοποιητικό σήμα.

Πόσες φορές μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να χρησιμοποιήσουν ένα ψευδή συναγερμό για να ξεκινήσουν έναν επιθετικό πόλεμο; Ανύπαρκτη «γενοκτονία» στο Κοσσυφοπέδιο και τη Λιβύη, ανύπαρκτα όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, και τώρα ό, τι φαίνεται σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου σαν μια «επιχείρηση παραπλάνησης» χημικής επίθεσης στη Συρία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοινώνουν ως συνήθως την παρουσία ενός επιθυμητού casus belli, απορρίπτοντας τα αιτήματα για συγκεκριμένες αποδείξεις.

Στο Κοσσυφοπέδιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέτυχαν την απόσυρση των διεθνών παρατηρητών που θα μπορούσαν να έχουν καταθέσει για το αν υπήρχαν ή όχι αποδεικτικά στοιχεία της «γενοκτονίας» των Κοσοβάρων. Οι κατηγορίες κλιμακώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, και όταν στη συνέχεια κανένα στοιχείο μιας τέτοιας μαζικής δολοφονίας δε βρέθηκε, το θέμα ξεχάστηκε.

Στο Ιράκ δεν υπήρξε ποτέ καμία απόδειξη ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής, αλλά παρ’ όλα αυτά οι ΗΠΑ προχώρησαν σε εισβολή.

Στη Λιβύη, το πρόσχημα για τον πόλεμο ήταν μια παραποιημένη δήλωση του Καντάφι που απειλούσε με «σφαγή των αμάχων» στη Βεγγάζη. Η δήλωση διαψεύστηκε, αλλά και πάλι, το ΝΑΤΟ βομβάρδισε, το καθεστώς ανατράπηκε, και το πρόσχημα έπεσε στη λήθη.

Την Κυριακή, μόλις η συριακή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι είναι πρόθυμη να επιτρέψει στους διεθνείς επιθεωρητές να διερευνήσουν τους ισχυρισμούς περί χρήσης χημικών όπλων, ο Λευκός Οίκος απάντησε, «πολύ αργά!».

Ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης Ομπάμα, που ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία του (μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει ότι επρόκειτο για την πολεμοχαρή σύμβουλο του Ομπάμα σε θέματα εθνικής ασφάλειας Σούζαν Ράις) εξέδωσε ανακοίνωση υποστηρίζοντας ότι υπήρχουν «ελάχιστες αμφιβολίες» ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις του πρόεδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ χρησιμοποιήσαν χημικά όπλα κατά των αμάχων και ότι η υπόσχεση να επιτρέψει σε επιθεωρητές των Ηνωμένων Εθνών πρόσβαση στην περιοχή δόθηκε «πολύ αργά για να είναι αξιόπιστη.».

Πέρα από την αμερικάνικη ζώνη επιρροής, στην υπόλοιπη υφήλιο, υπάρχει μεγάλη αμφισβήτηση ειδικά όσον αφορά την αξιοπιστία της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν αναζητεί προσχήματα για να πάει για πόλεμο. Επιπλέον, ο ορισμός των «χημικών όπλων» ως της «κόκκινης γραμμής» που υποχρεώνει τις ΗΠΑ να πάνε για πόλεμο είναι εντελώς αυθαίρετη. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να σκοτώσεις ανθρώπους σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Η επιλογή ενός εξ αυτών ως έναυσμα για την αμερικάνικη παρέμβαση, εξυπηρετεί πρωτίστως τους αντάρτες, παρέχοντάς τους ένα καλό λόγο για μια «επιχείρηση παραπλάνησης» που θα φέρει το ΝΑΤΟ στον πόλεμο, τον οποίο χάνουν.

Ποιος πραγματικά θέλει ή χρειάζεται μια επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών; Ο αμερικανικός λαός; Τι καλό θα τους κάνει να εμπλακούν σε έναν ακόμη ατελείωτο πόλεμο στη Μέση Ανατολή; Αλλά, ποιος έχει επιρροή στον Ομπάμα; Ο αμερικανικός λαός;  Ή μήπως ο «πιο πιστός μας σύμμαχος», ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για την αναδιάταξη στη γειτονιά της Μέσης Ανατολής;

«Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να συνεχιστεί η κατάσταση αυτή», δήλωσε ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, εκφράζοντας αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για τους πολίτες της Συρίας «οι οποίοι δέχτηκαν μια τόσο βάρβαρη επίθεση με όπλα μαζικής καταστροφής.». «Τα πιο επικίνδυνα καθεστώτα στον κόσμο δεν πρέπει να επιτρέπεται να κατέχουν τα πιο επικίνδυνα όπλα στον κόσμο», πρόσθεσε ο Νετανιάχου.

Παρεμπιπτόντως, έχουν διεξαχθεί δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι, για ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, το πιο επικίνδυνο καθεστώς στον κόσμο είναι του Ισραήλ, και αυτό επιτρέπεται να κατέχει τα πιο επικίνδυνα όπλα – πυρηνικά όπλα. Αλλά δεν υπάρχει καμία πιθανότητα το Ισραήλ να δεχτεί ποτέ «τη θεραπεία του Κοσσυφοπεδίου».


Το άρθρο της Νταϊάνα Τζόουνστόουν δημοσιεύτηκε στο Counterpunch και μεταφράστηκε από τον Μάνο Ανδριώτη για το The Press Project.

Η Νταϊάνα Τζόουνστοουν είναι η συγγραφέας του Fools Crusade: Yugoslavia, NATO and Western Delusions.