Σύμφωνα με δημοσίευμα του Αθηναϊκού Πρακτορείου, η εξέλιξη ήρθε μετά από προσφυγή ζευγαριού δανειοληπτών, λογιστών στο επάγγελμα, που δικαιώθηκε και υποχρέωσε την τράπεζα από την οποία είχαν λάβει τα εν λόγω δάνεια σε ελβετικό φράγκο, να δεχτεί την εξόφληση στην παλιά ισοτιμία που ίσχυε κατά την εκταμίευση. Όπως αναφέρεται, ο όρος της σύμβασης που προέβλεπε την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων δυνάμει της τρέχουσας ισοτιμίας, κρίθηκε τελεσίδικα άκυρος και καταχρηστικός λόγω της αδιαφάνειάς του.
 
Κατά την enikonomia.gr, οι δύο λογιστές προσέφυγαν το 2015 στη Δικαιοσύνη, λόγω της μεγάλης διολίσθησης του ελβετικού νομίσματος έναντι του ευρώ, κάτι που είχε αντίκτυπο στο ύψος των δόσεων του και στο κεφάλαιο των δανείων.
 
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά στο οποίο προσέφυγαν, με την υπ΄ αριθμ. 619/2016 απόφασή του, τους δικαίωσε κρίνοντας ότι οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της Τράπεζας για τον κίνδυνο στην μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πράγμα απαραίτητο, διότι, καίτοι λογιστές, δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ούτε περιουσία ή εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο.
 
Σημειώνεται, ότι πολλοί δανειολήπτες, την περίοδο 2006-2008, προτίμησαν να λάβουν δάνεια από τραπεζικά ιδρύματα σε ελβετικό νόμισμα, απόρροια του επιτοκιακού οφέλους, ενώ το πλεονέκτημα αυτό είχε διαφημιστεί αρκετά και από τις σχετικές καμπάνιες των τραπεζικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο να προωθούνται μαζικά την περίοδο εκείνη.
 
Όπως τονίζει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, από τις αρχές του 2008 η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ευρώ, ενώ στη συνέχεια η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας απέσυρε το πλαφόν 1,20 στην ισοτιμία, με αποτέλεσμα όσοι Έλληνες είχαν λάβει δάνεια σε ελβετικό φράγκο να εγκλωβιστούν και ενώ πλήρωναν κανονικά τις δόσεις, το κεφάλαιο παρέμενε ίδιο ή και πολλές φορές αυξανόταν.
 
Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου Πειραιά, οι «όροι των δανειακών συμβάσεων που υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι δεν περιείχαν καμία κρούση για τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου, ενώ δεν αποκαλύπτονταν ο ακριβής τρόπος λειτουργίας του μηχανισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος, καθώς και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε οι εφεσίβλητοι να μπορούν να προβλέπουν βάσει ευδιάκριτων κριτηρίων τη βαρύτητα του συναλλαγματικού οικονομικού κινδύνου».
 
Στον προαναφερόμενο όρο, που ήταν προδιατυπωμένος από την Τράπεζα, δεν διατυπώνονταν με σαφήνεια οι συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν οι εφεσίβλητοι, τόσο σε σχέση με το ύψος των δόσεων, όσο και με το ύψος του κεφαλαίου.
 
«Η συγκεκριμένη απόφαση, ως τελεσίδικη, δηλαδή απόφαση εκτελεστή πλέον και μάλιστα η πρώτη από μεγάλο Εφετείο της Επικράτειας, συνιστά ισχυρό νομολογιακό προηγούμενο για 70.000 συμπολίτες μας, που τυγχάνουν δανειολήπτες αντίστοιχων προϊόντων, δηλαδή δανείων με ρήτρα αποπληρωμής σε ελβετικό φράγκο» αναφέρει σε δήλωσή του ο συνήγορος των δύο δανειοληπτών, Γ.Καλτσάς.
 
Προσθέτει ότι «οι παραδοχές της υπ΄ αριθμ. 791/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά είναι αποκαλυπτικές για τη συνθετότητα των συγκεκριμένων προϊόντων, τα οποία εμπεριέχουν σαφή επενδυτικά χαρακτηριστικά, την έλλειψη προσυμβατικής ενημέρωσης των δανειοληπτών για τους κινδύνους που ελλοχεύει η επιλογή τέτοιου είδους δανείων, αλλά και για την αδιαφάνεια που ενέχει ο συγκεκριμένος επίμαχος Γενικός Όρος Συναλλαγών, δηλαδή ο ΓΟΣ αποπληρωμής με βάση την τρέχουσα ισοτιμία και όχι την ισοτιμία της εκταμίευσης».
 
«Περαιτέρω γίνεται σαφής μνεία ότι η Τράπεζα γνώριζε ότι επίκειται ραγδαία υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος, ωστόσο επέλεξε να προωθήσει μαζικά στην αγορά τη χορήγηση των εν λόγω προϊόντων» συμπληρώνεται.
 
Επισημαίνεται ότι το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, στην υπ΄ αριθμό 791/2017 απόφασή του, μνημονεύει στο σκεπτικό της, την πρόσφατη απόφαση- «σταθμό» της 20ής Σεπτεμβρίου 2017 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στην υπόθεση c-186/16 (Ruxandra Paula Andriciuc κλπ κατά Banca Românească SA) για τα δάνεια σε συνάλλαγμα και τις ασφαλιστικές δικλείδες που πρέπει να διασφαλίζει το πιστωτικό ίδρυμα, στο πλαίσιο της προσυμβατικής ενημέρωσης του δανειολήπτη, για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην εξέλιξη του δανείου από μία ραγδαία μεταβολή στη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων.