Οι οδηγίες προς τις πρεσβείες ήταν σαφείς: συλλέξτε όλα τα ξένα δημοσιεύματα και αξιολογήστε τα με βάση την σοβαρότητα, την κυκλοφορία, το είδος του εντύπου και φυσικά την στάση τους έναντι της Ελλάδος. Ήταν μια «εύλογη» πρακτική για ένα ανασφαλές καθεστώς όπως ήταν η ελληνική Χούντα τον Μάιο του 1973. Από τότε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών θα λάμβανε ακριβείς καταχωρήσεις ξένων δημοσιεύσεων τις οποίες οι υπάλληλοι του καθεστώτος θα τις χαρακτήριζαν με κριτήριο την στάση τους στο στρατιωτικό καθεστώς σε: «υποκειμενικές» (φιλικές), «αντικειμενικές»(ουδέτερες) και «δυσμενείς»(εναντίον του καθεστώτος). Στα αρχεία του Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών βρίσκεται μια τέτοια ενδιαφέρουσα επισκόπηση τύπου της πρεσβείας Λονδίνου που εντυπωσιάζει για την ειλικρίνειά της.

Κατέγραφε την Daily Express η οποία στις 3 Μαΐου 1973 σημείωνε: «Επιστροφή εις δημοκρατίαν απίθανος»! Ενώ επρόκειτο για ένα τίτλο που ουσιαστικά δυσφήμιζε το καθεστώς στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, που επιθυμούσε μια δημοκρατική στροφή, παρόλα αυτά η εφημερίδα χαρακτηρίστηκε ως «αντικειμενική» και όχι «δυσμενής»(!) αποδεικνύοντας πως μεταξύ τους οι καθεστωτικοί γνώριζαν ότι η εφημερίδα έγραφε απλά.. την αλήθεια. Το καθεστώς δεν σκόπευε σε επιστροφή σε αβασίλευτη ή βασιλευόμενη δημοκρατία όπως άλλωστε απέδειξε και το νόθο δημοψήφισμα του 1973 για το πολιτειακό.

Μετά τη δραματική πολιτική αλλαγή το καλοκαίρι του 1974 και τη διαδοχή του καθεστώτος Ιωαννίδη από εκείνο του Καραμανλή το πολιτειακό ζήτημα ήρθε αναπόφευκτα ξανά στην επιφάνεια. Οι Έλληνες έπρεπε να ξανα-αποφασίσουν ελεύθερα αυτή τη φορά εάν ήθελαν έναν ξένο βασιλικό Οίκο να τους κυβερνά ή έναν Πρόεδρο Δημοκρατίας. Με το νέο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 θα λυνόταν το ζήτημα μια για πάντα.

Λίγες όμως μέρες πριν το δημοψήφισμα ο Έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο, Σταύρος Ρούσσος -άνθρωπος που υπηρέτησε την Xούντα ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος του καθεστώτος στην ΕΟΚ- ενημερώθηκε έκπληκτος από τους Βρετανούς για ένα ενημερωτικό δελτίο που διαμοιράστηκε στους ίδιους που αποτύπωνε το ελληνικό πολιτειακό debate. Αιφνιδιασμένος ο Έλληνας πρέσβης δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την ύπαρξη ενός τέτοιου δελτίου και ζήτησε εξηγήσεις από τον Διευθυντή του Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών Κοτζιά. Χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση  το δελτίο είχε δοθεί από το ίδιο το Γραφείο Τύπου και ο Κοτζιάς δικαιολογήθηκε πως το έγγραφο δόθηκε διότι απλά ενδιαφέρονταν οι βρετανοί δημοσιογράφοι. Ο δυσαρεστημένος πρέσβης διαμαρτυρήθηκε με τηλεγράφημά του στο Υπ. Εξωτερικών στην Αθήνα ότι κακώς δόθηκε ένα τέτοιο έγγραφο στην δημοσιότητα καθότι δεν είχε κανένα εθνικό ενδιαφέρον αλλά  πρόβαλλε στο εξωτερικό «εσωτερικές αντιγνωμίες και διακρίσεις».

«Το δημοψήφισμα που θα διεξαχθεί στην Ελλάδα το Σάββατο 8  Δεκεμβρίου»  σημείωνε το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της πρεσβείας, «σχετικά με την μορφή του πολιτικού συστήματος που θα εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα, έχει προκαλέσει μια έντονη πανεθνική συζήτηση για το θέμα. Το δημοψήφισμα θα διεξαχθεί με εθνική συναίνεση και όλοι οι συμμετέχοντες στην εκστρατεία, είτε βασιλόφρονες είτε δημοκρατικοί,  έχουν συμφωνήσει να σεβαστούν την ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. Η εκστρατεία διεξάγεται σε συνθήκες ελευθερίας. Έχει δοθεί ο ίδιος τηλεοπτικός χρόνος και στις δύο πλευρές. Δεν υπήρξαν καταγγελίες στην κυβέρνηση για άδικη μεταχείριση. Η κυβέρνηση και το κυβερνόν κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» έχουν παραμείνει ουδέτεροι επί του θέματος. Όλα τα άλλα κόμματα έχουν ταχθεί εναντίον της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Το ερώτημα που τίθεται στο λαό θα είναι «βασιλευόμενη δημοκρατία» ή «αβασίλευτη δημοκρατία»;  Θα παρέχεται ένα καφέ ψηφοδέλτιο για την πρώτη επιλογή και ένα πράσινο για την τελευταία. Μια περίληψη των βασικών επιχειρημάτων που επικαλούνται τα δύο στρατόπεδα δίνεται παρακάτω».
 

Μοναρχικοί: ο «αντιστασιακός» Κωνσταντίνος και η συσσωρευμένη εμπειρία του Μονάρχη

Κατ’ αρχήν για τους βασιλόφρονες, σύμφωνα με το Δελτίο, ο βασιλιάς τους καθαιρέθηκε παράνομα από τη δικτατορία και επομένως έπρεπε να επιστρέψει χωρίς δημοψήφισμα ενσαρκώνοντας την ελληνική παράδοση και όλες τις ελληνικές αρετές ενώ υποστήριζαν ότι ήταν ο πρώτος που αντιστάθηκε στην Χούντα. Συγκεκριμένα  τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Μονάρχη ήταν:

1) Υπό τη βασιλευόμενη δημοκρατία μια κυβέρνηση είναι σταθερή υπό τον έλεγχο του Κοινοβουλίου και η διάκριση των εξουσιών μεταξύ του Αρχηγού του Κράτους και του Πρωθυπουργού έχει ήδη προβλεφθεί.

2) Ο βασιλιάς, ο εγγυητής του Συντάγματος, είναι υπεράνω κομματικής πολιτικής, αυξάνοντας έτσι την αξιοπρέπεια του αξιώματός του και την ενίσχυση της εθνικής ενότητας.

3) Η βασιλευόμενη δημοκρατία εξασφαλίζει θεσμική σταθερότητα, την αδιάκοπη υπηρεσία από τον μόνιμο επικεφαλής του κράτους που επωφελείται από την αυξανόμενη συσσώρευση γνώσης και εμπειρίας στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

Δεδομένης της έντονης λαϊκής αντιπάθειας που προκαλούσε η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη οι βασιλικοί πρότασσαν τη δέσμευση του Κωνσταντίνου ότι η μητέρα του δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, αν και αρνήθηκε να την αποκηρύξει  επικαλούμενος τις ελληνικές παραδόσεις στην ενότητα της οικογένειας.

Η πολιτική αστάθεια και η σύγκρουση, έλεγαν, είναι το σήμα κατατεθέν της Δημοκρατίας. Οι Πρόεδροι αναπόφευκτα, επιζητώντας τη λαϊκή ψήφο, παρασύρονται σε ένα πολιτικό παιχνίδι και συχνά καταφεύγουν σε άθλιους συμβιβασμούς, προκειμένου να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν το αξίωμα του. Λόγω της προσωρινότητας του αξιώματος στην αβασίλευτη δημοκρατία, ο εκάστοτε κυβερνήτης είναι αναποτελεσματικός να διοικήσει διότι είναι εκτεθειμένος στο έλεος των ιδιοτροπιών ενός ιδιαίτερα ασταθούς εκλογικού σώματος όπως είναι οι Έλληνες.

Την ακαταλληλότητα της Δημοκρατίας, οι βασιλόφρονες δεν την απέδιδαν μόνο στην προαναφερόμενη αναποτελεσματικότητα αλλά και στο φαινόμενο της συγκέντρωσης υπερβολική ισχύος από την εκτελεστική εξουσία. Η πρόσφατη εξάλλου επιβολή δικτατορίας, όπως αναφέρεται, ήταν παράδειγμα μιας ασταθούς δημοκρατίας που ξεστράτισε ενώ οι σταθερές σκανδιναβικές μοναρχίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για τους Έλληνες που υποφέρουν από πολιτική αστάθεια και εσωτερικές διαφωνίες.

Δημοκράτες: μόνο στην δημοκρατία οι σκάρτοι ηγέτες αντικαθίστανται

Στα επιχειρήματα των υποστηρικτών της αβασίλευτης δημοκρατίας το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών αφιέρωσε όπως φαίνεται μεγαλύτερη έκταση αν αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι. Έτσι στα παραπάνω επιχειρήματα των φιλομοναρχικών οι δημοκρατικοί απαντούσαν πως σε μια δημοκρατία το ελέω θεού κληρονομικό δικαίωμα που έχει εκχωρηθεί σε μια και μόνο οικογένεια να παρέχει εσαεί τους ηγέτες του κράτους καταργείται ως αναχρονιστικό. Η μοναρχία επιβλήθηκε στον ελληνικό λαό από τις ξένες δυνάμεις μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, προκειμένου να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους στην Ελλάδα, κάτι το οποίο υπηρετείται πιστά από όλους τους εκάστοτε Έλληνες βασιλιάδες, συμπεριλαμβανομένου και του Κωνσταντίνου.

Αντίθετα, στη δημοκρατία οι Έλληνες θα είναι σε θέση κάθε φορά να εκλέγουν -ή να απορρίπτουν- έναν από τους υποψήφιους συμπατριώτες τους που θεωρούν ότι ταιριάζει καλύτερα για το αξίωμα του Αρχηγού Κράτους, χωρίς να τους επιβάλλεται μια ξένη δυναστεία όπως είναι ο Κωνσταντίνος που «σέβεται» την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας  μόνο στα λόγια.  Οποιαδήποτε κατάχρηση της εξουσίας από τον εκλεγμένο Αρχηγό του Κράτους και ως εκ τούτου μια λάθος επιλογή του μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω των νόμιμων συνταγματικών διαδικασιών για την απομάκρυνσή του.

Ο βασιλιάς, αντίθετα, είναι μόνιμος θεσμός απόγονος μιας ξένης δυναστείας που ο μοναδικός τρόπος να απομακρυνθεί είναι μόνο με τη βία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η  «βασιλευόμενη δημοκρατία» είναι από μόνη της αντιφατική, δεδομένου ότι δημοκρατία σημαίνει ότι η λαϊκή κυριαρχία ασκείται σε όλους τους τομείς, ενώ ο θεσμός της βασιλείας δεν υπόκειται σε κανένα λαϊκό έλεγχο.

Ιστορικά προηγούμενα δείχνουν ότι στην βασιλευομένη δημοκρατία οι εκλεγμένες κυβερνήσεις «διοικούσαν» κατά τη διακριτική ευχέρεια του παλατιού το οποίο  πάντα συγκέντρωνε την πραγματική εξουσία. Σύμφωνα με του δημοκράτες, οι βασιλιάδες επανειλημμένα παραβίαζαν διαδοχικά το Σύνταγμα θυμίζοντας μάλιστα πως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανάγκασε τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να παραιτηθεί διότι αρνήθηκε να του επιτρέψει να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Άμυνας.

Οι πρόσφατες υποσχέσεις του Κωνσταντίνου να σεβαστεί την λαϊκή βούληση και να διαφυλάξει το Σύνταγμα ακούγονται υποκριτικές, υπό το φως των προηγούμενων ενεργειών του από τις οποίες ξεχώρισε η ορκωμοσία του στην στρατιωτική Χούντα και η επικύρωση των νόμων και των διαταγμάτων καθιστώντας έτσι τον εαυτό του  συνεργό τους.

Ο ισχυρισμός του Κωνσταντίνου ότι ήταν ο πρώτος που αντιστάθηκε στην στρατιωτική Χούντα έρχεται σε αντίθεση με τις δικές του πράξεις: Πρώτον, ορκίστηκε στην στρατιωτική Χούντα, δεύτερον ήταν από τους πρώτους που συνεχάρησαν τον Παπαδόπουλο όταν γλίτωσε από την απόπειρα δολοφονίας από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, τρίτον, μέχρι την καθαίρεσή του από το στρατιωτικό καθεστώς δεν καταδίκασε ποτέ δημόσια τους Απριλιανούς για τα εγκλήματά τους, τέταρτον σιώπησε στη σφαγή του Πολυτεχνείου και το πραξικόπημα στην Κύπρο και τέλος αρνήθηκε να υποστηρίξει το περίφημο Κίνημα του Ναυτικού το 1973.