Η σύγχρονη ιστορία είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορία της δημοσιογραφίας. Όποιος θέλει να κατανοήσει την εξέλιξη του δυτικού κόσμου πρέπει οπωσδήποτε να ξεφυλλίσει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων των τελευταίων αιώνων. Το 1834 η εφημερίδα The Sun της Νέας Υόρκης έγραφε στο editorial: «Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι όλοι διαβάζουν The Sun […] Από τον αριστοκράτη που τον μεταφέρουν με την άμαξα, μέχρι τον εργάτη που καθαρίζει τον δρόμο από τον οποίο περνάνε τα άλογα, όλοι τους διαβάζουν The Sun. Δεν θα βρείτε ούτε έναν δωδεκάχρονο που ζει στη Νέα Υόρκη ή σε κάποιο περίχωρο, που να μη γνωρίζει το πρωτοσέλιδό μας». Η δύναμη ήταν τεράστια και μετατρεπόταν σε κάτι που σήμερα μπορεί να φαντάζει εντελώς τετριμμένο, αλλά ως έννοια εφευρέθηκε μόλις πριν από 200 χρόνια: την «κοινή γνώμη». Η κοινή γνώμη ήταν πλέον ένα μετρήσιμο μέγεθος, κάτι που μπορούσε να επηρεαστεί και να χρησιμοποιηθεί προς τη μια κατεύθυνση ή την άλλη. Ήταν ένα πανίσχυρο όπλο που όποιος μπορούσε να το στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση είχε στα χέρια του τον κόσμο ολόκληρο. Ήταν όμως ταυτόχρονα και ένα όπλο χωρίς άμυνα. Σαν ένα δυνατό άρμα μάχης παρατημένο στη μέση μιας ερημιάς. Όποιος θα κατάφερνε να το αποκτήσει, μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο.

Η ενημέρωση όρισε τις κοινότητες, δημιουργώντας κοινή γλώσσα και κοινή κατανόηση της πραγματικότητας. Η δημοσιογραφία βοήθησε τις κοινωνίες να ορίσουν τους στόχους τους, τους ήρωες και τους αντιήρωές τους. Προσέφερε το κοινό υπόβαθρο σε μια εποχή που τα κέντρα επιρροής ήταν κατακερματισμένα, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν σχεδιασμένο μόνο για τους ισχυρούς. Για τους σύγχρονους ιστορικούς είναι πολύ δύσκολο να απομονωθεί από την ιστορία των τελευταίων αιώνων η έννοια της δημοσιογραφίας από την έννοια του σχηματισμού των κοινοτήτων και την ίδια την επικράτηση της έννοιας της δημοκρατίας.

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1690 ο εκδότης Richard Pierce κρατούσε στα χέρια του την πρώτη σύγχρονου τύπου εφημερίδα. Μέχρι τότε οι «ενημερωτικές εκδόσεις» ήταν ολιγοσέλιδες και τυπώνονταν σε ελάχιστο τιράζ. Διανοούμενοι, αριστοκράτες και καλλιτέχνες συγκεντρώνονταν στα καφενεία Ευρώπης και Αμερικής για να τις βρουν αναρτημένες και κάποιος με βροντερή φωνή αναλάμβανε να τις διαβάσει. Η Publick Occurences όμως τυπώθηκε σε μεγάλο τιράζ, ήταν μηνιαία και πολυσέλιδη, και η τιμή της ήταν προσιτή. Η θεματολογία της ήταν ευρεία και η οπτική της ιδιαίτερα κριτική προς τις αποικιοκρατικές βρετανικές αρχές. Και αυτό το τελευταίο… δεν άρεσε καθόλου στις αρχές, οι οποίες την ίδια ημέρα απαγόρευσαν την κυκλοφορία της, κατάσχεσαν όλα τα φύλλα και σφράγισαν το τυπογραφείο. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αποικιοκρατικής Κυβέρνησης στη Βοστόνη, ο εκδότης δεν έχει φροντίσει να πάρει άδεια πριν προχωρήσει στην έκδοση. Αλλά το πιο διασκεδαστικό είναι ότι όταν κατά τη ακρόασή του ο Pierce επεσήμανε ότι δεν υπήρχε διαδικασία αδειοδότησης για την έκδοση εφημερίδας, οι αρχές απάντησαν «από σήμερα θα υπάρχει».

Οι κυβερνήτες της Βοστόνης ήταν αρκετά διορατικοί ώστε να προβλέψουν την τεράστια δύναμη του ανερχόμενου μέσου, αλλά και αρκετά ηλίθιοι ώστε να πιστέψουν ότι θα μπορούσαν να τη σταματήσουν, τουλάχιστον με αυτό τον άγαρμπο τρόπο. Χρειάστηκε να περάσει λίγος χρόνος μέχρι να δημιουργηθεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός προπαγάνδας, λογοκρισίας και χειραγώγησης.

Εκείνα τα χρόνια -και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα- οι εφημερίδες εκδίδονταν από νέα, φιλόδοξα μέλη της αστικής τάξης που δεν είχαν διασυνδέσεις με την παραδοσιακή αριστοκρατία των ολιγαρχών. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία των ατμομηχανών κατάφεραν να ανεβάσουν το τιράζ και να ρίξουν τις τιμές, προσεγγίζοντας τεράστιες μάζες πολιτών. Οι νέες «εφημερίδες της πεντάρας» ήταν προσιτές σε όλους και η τρομακτική τους επιτυχία δημιούργησε σύντομα έντονο ανταγωνισμό, ο οποίος με τη σειρά του δημιούργησε δύο νέες τάσεις: τη «δημοσιογραφία για τους φτωχούς» και την εφεύρεση της «αντικειμενικότητας». Οι εφημερίδες προσπαθούσαν να κερδίσουν όλο και περισσότερους αναγνώστες, και για να το πετύχουν αυτό έπρεπε να απευθύνονται σε όλο και μεγαλύτερες μάζες. Οι φτωχοί ήταν φυσικά πάντα η μεγαλύτερη, αλλά και αυτοί ήταν χωρισμένοι σε υποομάδες με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις και καταβολές. Η λύση που σκέφτηκαν οι λαϊκιστικές εφημερίδες που σήμερα είναι γνωστές ως «κίτρινος Τύπος» ή «tabloid» ονομάστηκε «αντικειμενικότητα». Η ιδέα ήταν απλή: Αν παρουσιάζονταν τα γεγονότα, χωρίς ερμηνείες και αναλύσεις, τότε θα υπήρχαν λιγότερες διαφωνίες και άρα μεγαλύτερα τμήματα των πολιτών θα μετατρέπονταν σε πελάτες του μέσου.

Είναι διασκεδαστικό ότι η «αντικειμενικότητα» (που, όπως θα δούμε παρακάτω, αποτελεί έτσι και αλλιώς αφελές σχήμα) ήταν ανακάλυψη της λαϊκιστικής ενημέρωσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, στο τέλος δηλαδή της περιόδου της αθωότητας, τα ΜΜΕ χωρίστηκαν στα δύο και αρκετές μεγάλες εφημερίδες πήραν διαζύγιο από τη δημοσιογραφική δεοντολογία και το εκδοτικό όραμα της εκπαίδευσης των μαζών.

Μη φαντάζεστε ωστόσο και τη «δημοσιογραφία για τους φτωχούς», που παρέμεινε πιστή στις αρχές της, ως κάτι πιο προχωρημένο από την εποχή της. Η βρετανική Guardian που εδραιώθηκε ως προοδευτική εφημερίδα -και θεωρείται σήμερα από τα πλέον αξιόπιστα κέντρα ενημέρωσης- έγραφε το 1831 στο editorial του πρώτου φύλλου της: «Αντιπροσωπεύουμε τη μάζα, τους φτωχούς, αυτούς που υποφέρουν, τους εργάτες και την παραγωγική τάξη […] θα σας μάθουμε τη δύναμή σας και θα σας μάθουμε ότι οι εκπρόσωποι της εξουσίας είναι οι αφέντες σας και όχι εσείς οι σκλάβοι τους». Οι αφέντες δεν έπρεπε να νιώθουν απειλούμενοι από τη νέα αυτή εποχή, και αυτό το γνώριζαν οι εκδότες.