αναδημοσίευση από το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:

– Με το άρθρο 63 παρ. 3 του Ν. 4042/2012 θεσπίστηκε για πρώτη φορά τέλος υπέρ του Δημοσίου από ενεργές, αποθεματικές και αργούσες παραχωρήσεις μεταλλείων και άδειες μεταλλευτικών ερευνών. Το ύψος αυτού του τέλους καθορίστηκε με την ΚΥΑ ∆8/∆/Φ1/οικ.10697/2714/23.06.2014.

– Με την παρ. 3 του άρθρου 12 του νόμου 4203/2013 ορίστηκε ότι ποσοστό 20% των τελών αυτών θα διατίθεται στους Δήμους εντός των ορίων των οποίων διενεργείται η μεταλλευτική δραστηριότητα. ΟΜΩΣ:

Η διάθεση του ποσού αυτού θα γίνεται ΜΟΝΟΝ και ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για την κάλυψη του συνόλου του προϋπολογισμού εγκεκριμένων έργων που προγραμματίζονται από τους εν λόγω Δήμους και χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό ή την κάλυψη του συνόλου της εθνικής συμμετοχής για αντίστοιχα έργα που συγχρηματοδοτούνται και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πρόκειται δηλαδή για ποσά που το Δημόσιο θα διέθετε ούτως ή άλλως στους Δήμους για τη χρηματοδότηση προγραμματισμένων έργων. Οι “δικαιούχοι” Δήμοι δεν έχουν το δικαίωμα να τα αξιοποιήσουν όπως επιθυμούν, γιατί τα έχει προϋπολογίσει το Δημόσιο για να καλύψει δικές του χρηματοδοτικές υποχρεώσεις. Ουσιαστικά το Δημόσιο μεταφέρει αυτά τα ποσά στους Δήμους για να πληρώσουν εκείνοι, για λογαριασμό του, την χρηματοδότηση των έργων. Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι στην Ελληνική πραγματικότητα ακόμα κι αυτό έχει μια κάποια χρησιμότητα, αφού το μονίμως αναξιόπιστο Ελληνικό Δημόσιο καθυστερεί, αμελεί ή δίνει αλλού τα χρήματα, με αποτέλεσμα έργα απαραίτητα για τους Δήμους να λιμνάζουν για χρόνια. Με αυτό το “σχήμα” διευκολύνεται μεν η ροή της χρηματοδότησης, αλλά δεν είναι δα και λόγος πανηγυρισμού.

Στις 23-11-2020, με απόφαση του Υπουργού κ. Χατζηδάκη εγκρίθηκε η αύξηση από το 20% στο 40% του  ποσοστού που θα διατεθεί στο Δήμο Αριστοτέλη από τα μεταλλευτικά τέλη των ετών 2018 και 2019, καθώς “συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις που δικαιολογούν την αναπροσαρμογή αυτή”.

Οι “εξαιρετικές περιπτώσεις”, κατά το σκεπτικό της απόφασης ήταν αφ’ ενός ότι, για αδιευκρίνιστους λόγους, δεν είχε αποδοθεί στον Δήμο το ποσοστό του από τα τέλη του 2017 και έπρεπε να κλείσει με εύσχημο τρόπο αυτή η εκκρεμότητα και αφ’ετέρου ότι:

σημειώθηκαν κατά τα έτη 2018 και 2019 πολλά σημαντικά έργα ανάπτυξης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Αριστοτέλη (μεταλλευτικές εγκαταστάσεις συνολικής έκτασης 4.110 στρ.) και αυξήθηκε η δυναμικότητα παραγωγής εντός των μεταλλευτικών παραχωρήσεων που καλύπτουν συνολική επιφάνεια 264.000 στρ. από τα συνολικά 740.000 στρ. της έκτασης του Δήμου Αριστοτέλη.

Με την απόφαση αυτή ο Δήμος Αριστοτέλη θα λάβει περίπου 500.000 ευρώ επιπλέον, αθροιστικά για τα έτη 2017-2019. Αλλά για το επιπλέον ποσό ισχύει ο,τι ισχύει για τα μεταλλευτικά τέλη γενικά: ο νόμος δένει τα χέρια της δημοτικής αρχής και δεν της επιτρέπει να το διαθέσει όπως θεωρεί καλύτερο. Η μόνη δυνατότητα είναι να βρει να το “κολλήσει” σε κάποιο χρηματοδοτούμενο από το Δημόσιο ή συγχρηματοδούμενο από την ΕΕ έργο που για κάποιο λόγο δεν έχει πληρωθεί κανονικά. Όμως τα χρονικά περιθώρια για να γίνει αυτό είναι εξαιρετικά στενά, δεδομένου ότι βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν το τέλος του έτους και αν το ποσό δεν απορροφηθεί εντός του οικονομικού έτους 2020, χάνεται οριστικά για το Δήμο.

Το πρόβλημα της αδυναμίας διάθεσης των μεταλλευτικών τελών με τον τρόπο που επιθυμεί ο Δήμος είναι φυσικά σε γνώση του Δημάρχου Αριστοτέλη κ. Βαλιάνου (παρ’οτι αποφεύγει να το παραδεχτεί δημόσια). Με επιστολή του προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Δήμαρχος ζήτησε να γίνει οριστική και μόνιμη η απόδοση στον Δήμο Αριστοτέλη ποσοστού 40% αντί για 20%, “με ταυτόχρονη απελευθέρωση των δυνατοτήτων αξιοποίησης του συγκεκριμένου πόρου, κατά την κρίση του Δήμου. Τα αιτήματα του Δήμου δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτά από το ΥΠΕΝ, διότι αυτό θα σήμαινε προνομιακή μεταχείριση του συγκεκριμένου Δήμου, κατ’ εξαίρεση των νόμων που ισχύουν για όλους τους άλλους. Δηλαδή:

  • Η μόνη λύση στο πρόβλημα της αξιοποίησης των μεταλλευτικών τελών από τους Δήμους είναι η τροποποίηση του άρθρου 12 του ν. 4203/2013. Μια τέτοια τροποποίηση θα έπρεπε να ισχύσει όχι μόνο για το Δήμο Αριστοτέλη αλλά για το σύνολο των μεταλλευτικών Δήμων στη χώρα, πράγμα που θα οδηγούσε σε σημαντική μείωση των δημόσιων εσόδων. Ως εκ τούτου μάλλον θα πρέπει να αποκλειστεί.
  • Η μονιμοποίηση της απόδοσης του 40% των τελών στον Δήμο Αριστοτέλη δεν θα έβαζε μεν χρήματα στα ταμεία του, αλλά θα του έδινε την ευχέρεια να εντάξει περισσότερα έργα σε δημόσια ή ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης. Έτσι όμως θα άνοιγε ο δρόμος για παρόμοιες διεκδικήσεις και από άλλους Δήμους, κάτι που το ΥΠΕΝ μάλλον θα θέλει να αποφύγει.

Επίσης έχει περίπου προαναγγελθεί μέσω διαρροών στα μέσα ενημέρωσης, ότι η νέα σύμβαση που θα έρθει σύντομα προς κύρωση από τη Βουλή θα προβλέπει υψηλότερα τέλη υπέρ του Δημοσίου από τη δραστηριότητα της Ελληνικός Χρυσός. Η αύξηση των τελών έχει προβληθεί πολύ επικοινωνιακά, αλλά δεν αντισταθμίζει ούτε στο ελάχιστο την απώλεια φορολογικών εσόδων που θα υποστεί το Δημόσιο από τη μη καθετοποίηση της παραγωγής, που με τη νέα σύμβαση αναμένεται ότι θα παραπεμφθεί οριστικά στις καλένδες για να μην υλοποιηθεί ποτέ. Το πρόβλημα των εξαιρέσεων από τους ισχύοντες νόμους υπάρχει και εδώ. Αύξηση των μεταλλευτικών τελών δεν θα μπορούσε να γίνει γενικά και για όλους, ούτε και προβλέπεται από την ΚΥΑ ∆8/∆/Φ1/οικ.10697/2714/23.06.2014 η αύξηση των τελών μόνο για μία επιχείρηση ή μόνο για ένα ορυκτό – π.χ. για το χρυσό που τυχαίνει να τον εξορύσσει μόνο η Ελληνικός Χρυσός και αυτό το διάστημα έχει υψηλή τιμή. Θα δούμε πώς θα τα λύσουν τα ζητήματα αυτά στα “μαγειρεία” του ΥΠΕΝ και της Eldorado.

Τελικά η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου αν είναι αιτία πανηγυρισμών η αύξηση των μεταλλευτικών τελών δεν αφορά μόνο τον Δήμο Αριστοτέλη αλλά όλους τους μεταλλευτικούς Δήμους της χώρας:

Πρώτον, τα ποσά αυτά δεν μπορούν καν να ονομαστούν “έσοδα του Δήμου” (πόσο μάλλον “σημαντική ανάσα ρευστότητας”, όπως παραπλανητικά τα χαρακτηρίζει το capital.gr). Πραγματικά έσοδα είναι τα τέλη που απο πολλά χρόνια καταβάλουν οι επιχειρήσεις εξόρυξης λατομικών ορυκτών απευθείας στους Δήμους όπου δραστηριοποιούνται, και οι οποίοι μπορούν να τα εντάξουν στους προϋπολογισμούς τους και να τα χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν. Το κράτος κοροϊδεύει τους μεταλλευτικούς Δήμους της χώρας: ενώ νομοθετεί να τους αποδίδεται ένα ποσό, με το ίδιο άρθρο του ίδιου νόμου το αφαιρεί από τους Δήμους και το βάζει πίσω στην τσέπη του, δηλαδή στον κρατικό προϋπολογισμό. Ζούμε τη μεγάλη αδικία να έχουν έσοδα από τις εξορύξεις οι Δήμοι που έχουν στην έκτασή τους απλά λατομεία αδρανών και όχι αυτοί που έχουν πραγματικά επικίνδυνα μεταλλεία και βαρύτατες και συχνά μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Δεύτερο και πιο σημαντικό: η απόδοση στους τοπικούς Δήμους, έστω με τη μορφή έργων ΕΣΠΑ, τμήματος των μεταλλευτικών τελών που εισπράττει το Δημόσιο νοείται ως ένα μικρό αντιστάθμισμα της συνολικής βλάβης (περιβαλλοντικής, κοινωνικής, οικονομικής) που αυτοί υφίστανται. Αλλά πόσο μπορούν αυτά τα έργα να αποζημιώσουν οικισμούς που ζουν με το φόβο των εκρήξεων και των απαλλοτριώσεων, πώς να αντισταθμίσουν το φυσικό περιβάλλον που υποβαθμίζεται καθημερινά και την αδυναμία ανάπτυξης άλλων δραστηριοτήτων, που και να αναπτυχθούν θα είναι ασύμβατες με την εξόρυξη; Πώς να αποτιμηθούν και με τι ποσά να αντισταθμιστούν  οι τυχόν βλάβες στην υγεία των πολιτών στις περιοχές όπου αυτές εκτελούνται;

Η αύξηση του ποσοστού για το Δήμο Αριστοτέλη στο μέγιστο προβλεπόμενο εκ του νόμου σηματοδοτεί την έμμεση αναγνώριση από το αρμόδιο Υπουργείο των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη δραστηριότητα της Ελληνικός Χρυσός, οι οποίες είναι φανερές στην υπουργική απόφαση παρά την προσεκτική της διατύπωση:

– 4.110 στρ. μεταλλευτικών εγκαταστάσεων
 μεταλλευτικές παραχωρήσεις που καλύπτουν 264.000 στρ. από τα συνολικά 740.000 στρ. ή το 45% της έκτασης του Δήμου Αριστοτέλη.
– Α
ύξηση της δυναμικότητας παραγωγής εντός της τελευταίας διετίας και μάλιστα:
α) με το μεταλλείο Ολυμπιάδας να λειτουργεί σε δυναμικότητα υποδιπλάσια της προβλεπόμενης για την τελική φάση του επενδυτικού σχεδίου ανάπτυξης,
β) το μεταλλείο 
Μαύρων Πετρών να υπολειτουργεί λόγω εξάντλησης των αποθεμάτων και
γ) χωρίς να έχει μπει ακόμα σε λειτουργία το μεγάλο μεταλλείο των Σκουριών.

Το μέλλον για τον Δήμο Αριστοτέλη θα περιλαμβάνει: Σκουριές, πλήρη λειτουργία της Ολυμπιάδας, επέκταση της εκμετάλλευσης των Μαύρων Πετρών (που ήδη αδειοδοτήθηκε) και έναν άγνωστο ακόμα αριθμό νέων μεταλλείων αφού η εταιρεία συνεχώς ερευνά το σύνολο της μεταλλευτικής της “ιδιοκτησίας” (το 45% της έκτασης του Δήμου) για εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις θα πολλαπλασιαστούν ενώ η φέρουσα ικανότητα του τόπου έχει προ πολλού ξεπεραστεί.