του Μιχάλη Γιαννεσκή

Το «Δημοσιονομικό Παρατηρητήριο» του ΔΝΤ δημοσιεύεται 2 φορές το χρόνο (Απρίλιο και Οκτώβριο) και εκθέτει τις προβλέψεις του Ταμείου για τις οικονομίες πολλών κρατών. Στις αρχές του Οκτωβρίου το ΔΝΤ άλλαξε τη μεθοδολογία του και λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο τις οφειλές των κρατών, αλλά και τα περιουσιακά τους στοιχεία. Η δικαιολογία για αυτή την αλλαγή είναι ότι «υπάρχουν μερικά εμπειρικά στοιχεία ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές προσέχουν ολοένα και περισσότερο ολόκληρο τον ισολογισμό  μιας κυβέρνησης και οι ισχυροί ισολογισμοί ενισχύουν την οικονομική ανθεκτικότητα».

Ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι η μείωση της κρατικής περιουσίας πλήττει την ανθεκτικότητα της οικονομίας μιας χώρας, ιδίως όταν αυτή είναι καταχρεωμένη. Με άλλα λόγια, η ιδιωτικοποίηση επιδεινώνει τις οικονομικές προοπτικές κάθε χρεωμένου κράτους.

Το ΔΝΤ δεν αποφάσισε ξαφνικά να καταδικάσει το νεοφιλελεύθερο τέχνασμα της μετάβασης της κρατικής περιουσίας σε ιδιωτικές εταιρείες ώστε να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, το οποίο ανέκαθεν υποστήριζε. Το Ταμείο απλώς εφεύρε έναν τρόπο ώστε οι προοπτικές της οικονομίας καταχρεωμένων κρατών με αξιόλογη περιουσία [1] να φαίνονται πολύ πιο ρόδινες. Αντίστοιχα, οι οικονομίες χωρών που έχουν ιδιωτικοποιήσει (δηλαδή έχουν ξεπουλήσει σε εξευτελιστικές τιμές) πολλά περιουσιακά τους στοιχεία, βρίσκονται σε πιο μειονεκτική θέση.

Ανάμεσα στις χώρες που 69 αναφέρονται στην έκθεση του ΔΝΤ η Νορβηγία κατέχει την πρώτη θέση ανθεκτικότητας και η Ελλάδα την τελευταία. Μολαταύτα, το Ταμείο προβλέπει ρεκόρ πρωτογενή πλεονάσματα στην περίπτωση της Ελλάδας. Η πρόβλεψη πλεονάσματος 1,7% του ΑΕΠ για το 2017 (Οκτώβριος 2017) αναβαθμίστηκε στο 3,7% (Απρίλιος 2018) και στο 4,2% (Οκτώβριος 2018) [2]. Παρόμοια, η πρόβλεψη για το 2018 αναβαθμίστηκε αντίστοιχα από 2,2% σε 2,9% και 3,5%.

Αναμφίβολα, οι τεχνοκράτες του Ταμείου θα μπορούν να επικαλεστούν κάποια δημοσιονομική αλχημεία για να εξηγήσουν πως η λιγότερο ανθεκτική οικονομία καταφέρνει να δημιουργεί ρεκόρ πλεονάσματα.  Ωστόσο, το ίδιο το ΔΝΤ χαρακτηρίζει τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ως «δημοσιονομική ψευδαίσθηση», καθότι «αυξάνει τα έσοδα και μειώνει τα ελλείματα, αλλά μειώνει και τα έσοδα από κρατικά περιουσιακά στοιχεία».

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι δηλώσεις του Ταμείου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόζει ανά τον κόσμο. Το 2016, το ΔΝΤ εξέφραζε την ανησυχία του για την αυξανόμενη ανισότητα στον κόσμο. Το 2017 πρότεινε μείωση της ανισότητας μέσω αύξησης της φορολογίας των πλουσίων, κατοχύρωσης βασικού εισοδήματος για όλους, και βελτίωσης της εκπαίδευσης και των υπηρεσιών υγείας για τους φτωχότερους πολίτες. Τον περασμένο Απρίλιο προωθούσε την κρατική αποταμίευση.

Παρόλα αυτά, το Ταμείο επιβάλλει ιδιωτικοποιήσεις και λιτότητα και απαιτεί δημοσιονομική προσαρμογή με νεοφιλελεύθερες προδιαγραφές. Όμως οι αρχές του νεοφιλελευθερισμού, η «ελεύθερη αγορά» και ο «ανταγωνισμός», ξεχνιούνται όταν οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις και οι τράπεζες κινδυνεύουν, και οι φορολογούμενοι καλούνται να τις διασώσουν.

Συνεπώς οι παραπάνω δηλώσεις του ΔΝΤ δεν μπορεί να ερμηνευθούν ούτε χαριστικά ως ευσεβείς πόθοι, αλλά μόνον ως φαρισαϊκές υπεκφυγές που όζουν ανειλικρίνεια. Υποκρισία στάζει από κάθε λέξη τους. Η περίπτωση της Ελλάδας προσφέρει τις πιο απτές αποδείξεις. Τα πλεονάσματα της αυξάνονται λόγω της ανθεκτικότητας όχι της οικονομίας, αλλά των ώμων των φορολογούμενων, οι οποίοι επωμίζονται τη λιτότητα που επιβάλλουν τα προαπαιτούμενα μέτρα.

[1] Κατ’ εξοχήν παράδειγμα είναι η Ιαπωνία. Το 2016, οι οφειλές της αντιστοιχούσαν στο 238% του ΑΕΠ της, και τα περιουσιακά της στοιχεία στο 220%. Οι προοπτικές της οικονομίας της αναβαθμίζονται σημαντικά με τους νέους υπολογισμούς του ΔΝΤ.
[2] Ενώ το αντίστοιχο προβλεπόμενο πλεόνασμα για την πιο «ανθεκτική» οικονομία (τη Νορβηγία) είναι μόλις 1,9%.