της Αντιγόνης Ευστρατόγλου*

Η μόνη ερώτηση που απάντησε ευθέως αφορούσε τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας. Ο Γενικός Γραμματέας ομολόγησε ότι αυτά έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Δεν έχουν ούτε τα στοιχειώδη για τη λειτουργία τους υλικά (χαρτί και μελάνι), οι προσλήψεις εκπαιδευτών εξακολουθούσαν να γίνονται μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου και δεν έχουν ακόμα κληθεί οι απολύτως απαραίτητοι στις συγκεκριμένες δομές, Σύμβουλοι Ψυχολόγοι. Ισχυρίστηκε ότι αυτό συμβαίνει διότι στο συγκεκριμένο έργο η Γενική Γραμματεία παρέλαβε από την προηγούμενη Κυβέρνηση, καμένη γη.

Οι ερωτήσεις που διατυπώθηκαν για τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης τα οποία, ενώ έχει εκδοθεί πρόσκληση πρόσληψης εκπαιδευτών από τις αρχές του Ιούνη, εξακολουθούν να μη λειτουργούν, δεν του μεταφέρθηκαν.

Οι δεκάδες ερωτήσεις που έγιναν για την κατάσταση στη Δημόσια Κατάρτιση (ΙΕΚ), κορωνίδα, υποτίθεται, των μεταρρυθμίσεων που ο ίδιος εισήγαγε, δεν απαντήθηκαν ουσιαστικά.

Δε δόθηκε καμία απάντηση στην ερώτηση για ποιο λόγο πέρασε ένα ολόκληρο νομοσχέδιο και βγήκε μία Υπουργική Απόφαση η οποία ανέτρεψε τα κριτήρια μοριοδότησης του εκπαιδευτικού προσωπικού, παραβιάζοντας νόμους, ευρωπαϊκές οδηγίες και αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς κανένα αιτιολογικό και καμία απολύτως έρευνα που να τεκμηριώνει την αναγκαιότητά τους.

Δε δόθηκε απάντηση στην ερώτηση για ποιο λόγο αγνοήθηκαν τα σχετικά ερευνητικά αποτελέσματα για τη μετάβαση των αποφοίτων ΙΕΚ στην απασχόληση τα οποία δημοσίευσε στις 4/11, παρουσία του, το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, εκ των βασικών κοινωνικών εταίρων. Οι εκπαιδευτικοί που ήταν παρόντες υπενθύμισαν στον Γενικό Γραμματέα ότι στην διάρκεια της διαδικτυακής παρουσίασης ο διευθυντής του ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ, κύριος Γούλας, είπε ότι, σύμφωνα με την έρευνα, οι εκπαιδευτές είναι απαραίτητο να συνδυάζουν επιστημονική γνώση, επαγγελματική εμπειρία και πιστοποιημένη εκπαιδευτική επάρκεια στην εκπαίδευση ενηλίκων. Πρότεινε, ως εκ τούτου, να τροποποιηθεί ο κανονισμός λειτουργίας του Μητρώου Εκπαιδευτών το οποίο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην επαγγελματική εμπειρία, ώστε τα τρία σχετικά κριτήρια να αποκτήσουν ίση βαρύτητα. Τα αποτελέσματά αυτά ανατρέπουν τον ισχυρισμό του κυρίου Βούτσινου στον οποίο θεμελιώθηκαν οι αλλαγές στη στελέχωση των δομών, ότι τα δεινά των δημοσίων ΙΕΚ συσχετίζονται πρώτα και κύρια με την ποιότητα του έργου που παρέχουν οι εκπαιδευτές τους. Παρ’ όλα αυτά, τον ίδιο ακριβώς ισχυρισμό έκανε ο Γενικός Γραμματέας και τη μέρα της διαδικτυακής παρουσίασης της έρευνας του ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ, αλλά και εχθές.

Δε δόθηκε, άλλωστε, καμία απολύτως ουσιαστική απάντηση στην ερώτηση αν, ως αρχιτέκτονας του Μητρώου Εκπαιδευτών ΙΕΚ, ο Γενικός Γραμματέας είναι ικανοποιημένος από το πρώτο εξάμηνο της λειτουργίας του. Δε δόθηκε εξήγηση για το πώς είναι δυνατόν να σχεδιάζεται ένα πληροφοριακό σύστημα προκειμένου να επιταχυνθούν διαδικασίες και αυτό να μην είναι εξ αρχής συνδεδεμένο με τα υπόλοιπα πληροφοριακά συστήματα των ΙΕΚ, παρά να εγκρίνεται στα μέσα του Φλεβάρη σχετικό χωριστό κονδύλι. Δε δόθηκε πειστική εξήγηση για τον λόγο που έτρεξε δεύτερος διοικητικός έλεγχος αφού είχε ολοκληρωθεί ο πρώτος, χωρίς να προβλεφθεί, μάλιστα, δυνατότητα ενστάσεων, ούτε γιατί επιτρέπει η Γενική Γραμματεία να γίνονται διορθώσεις ακόμα και από το τηλέφωνο. Σε καμία άλλη από τις δεκάδες δυσλειτουργίες που παρουσίασε το Μητρώο δεν έγινε καν αναφορά.

Τέλος, ο Γενικός Γραμματέας ΕΕΚΔΒΜ δεν έδωσε την παραμικρή απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματα των εκπαιδευτών που αφορούν τις δεινές συνθήκες κάτω από τις οποίες ξεκινά το εαρινό εξάμηνο στα Δημόσια ΙΕΚ.

Δεν απάντησε για ποιο λόγο η Γενική Γραμματεία εξέδωσε στις 22/02 οδηγία προς τους Διευθυντές των ΙΕΚ η οποία οδηγεί πρακτικά σε περικοπή του 50% των εκπαιδευτών που κανονικά θα απασχολούνταν, χιλιάδων δηλαδή ανθρώπων. Δεν απάντησε με ποιο σκεπτικό συγχωνεύονται τμήματα, κατά παράβαση του Κανονισμού Λειτουργίας των ΙΕΚ, με το πρόσχημα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Δεν απάντησε με ποιο σκεπτικό κόβεται ο ένας εκ των δύο εκπαιδευτών που παραδοσιακά αναλάμβαναν τα απαιτητικά εργαστηριακά μαθήματα.

Στο πιο δύσκολο εξάμηνο που έχουν περάσει από τη σύστασή τους οι δομές Δια Βίου Μάθησης, το μόνο που ουσιαστικά εξασφάλισε το Υπουργείο Παιδείας είναι ότι θα λειτουργούν από απόσταση και θα στηρίζονται αποκλειστικά στις πλάτες των απλήρωτων και χωρίς σύμβαση, για άλλο ένα χρόνο, εκπαιδευτών τους.

Έτσι το Υπουργείο Παιδείας και η Γενική Γραμματεία ΕΕΚΔΒΜ δεν έχουν ανάγκη να πιέσουν να καλυφθούν επιτέλους τα λειτουργικά έξοδα των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας που έχουν να καλυφθούν εδώ και τρία ολόκληρα χρόνια ούτε, φυσικά, να αναζητήσουν στοιχεία για τον πραγματικό αριθμό των ανθρώπων με ελλείψεις σε βασικές δεξιότητες που αποκλείονται εδώ και ένα χρόνο από την εκπαίδευση. Δεν έχουν ανάγκη να προχωρήσουν τη λειτουργία των Κέντρων Δια Βίου Μάθησης. Ούτε να βρουν λύσεις για τις πρακτικές ασκήσεις των εργαζόμενων σπουδαστών των ΙΕΚ ή τις χιλιάδες των ανθρώπων που πληρώνουν τούτη τη στιγμή από την τσέπη τους εξοπλισμό και συνδρομές, για να σπουδάσουν σε δημόσιες δομές. Δεν έχουν, πάνω από όλα, καμία ανάγκη να αναγνωρίσουν τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτελείται το εκπαιδευτικό έργο, πόσο μάλλον να το υποστηρίξουν.

Είναι σαφές ότι το Υπουργείο Παιδείας συνολικά και προσωπικά ο Γενικός Γραμματέας δεν έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για τον τομέα της Δια Βίου Μάθησης.

Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί και οι σπουδαστές που έχουν επενδύσει χρόνο, χρήμα και όνειρα στις δομές αυτές, έχουν, όμως. Και δε θα επιτρέψουν τόσο εύκολα σε κανέναν περαστικό να τις υποβαθμίσει.

*Εκπαιδευτικός σε φορείς Δια Βίου Μάθησης
Μέλος ΔΣ του Πανελλήνιου Συλλόγου Συμβούλων και Ωρομισθίων Καθηγητών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (ΠΑ.Σ.Σ.Δ.Ε)