της Εύης Προύσαλη
Δρ. Θεατρικών Σπουδών – Κριτικός Θεάτρου

Joel Pommerat, Όλα θα πάνε καλά. Η πτώση του Λουδοβίκου,
Στέγη Γραμμάτων και τεχνών
 
Ο Joel Pommerat, σημαντικός Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, έχει καταπιαστεί πολλάκις με τους όρους και τις παραμέτρους του «πολιτικού», σε αρκετές από τις συνθέσεις/διασκευές και τις σκηνοθεσίες του. Η παράσταση Όλα θα πάνε καλά. Το τέλος του Λουδοβίκου που παρουσίασε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών δεν είναι μια πολιτική παράσταση, με την έννοια της συγκεκριμένης θέσης ή αντίθεσης απέναντι σε συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα. Η παράσταση μιλά για την «πολιτική» ως «κατασκευή», προβάλλοντας και αναδεικνύοντας όλες τις εμπλεκόμενες συνιστώσες του φαινομένου της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, από την αυτοοργάνωση των κατώτερων τάξεων, τη διαδικασία ανάδειξης των αντιπροσώπων όλων των τάξεων, τις αντεγκλήσεις, τις επιδιώξεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα αλλά και τις συμμαχίες εντός της Εθνοσυνέλευσης, την ανάδυση της καθεστωτικής συμπεριφοράς στους κόλπους των επαναστατών, την πανταχόθεν τρομοκρατία και ασυδοσία, και φυσικά τον ρόλο αλλά και την ενίοτε διφορούμενη στάση του βασιλιά Δουδοβίκου ΙΣΤ΄, ο οποίος παραμένει ένα από τα πιο αινιγματικά ιστορικά πρόσωπα. Η φράση του βασιλιά «Όλα θα πάνε καλά», η οποία αποτελεί την κατακλείδα της παράστασης -πέρα από τον σαρκασμό και την ειρωνεία που περικλείει- καταδεικνύει με εύστοχο και ευφάνταστο τρόπο τη ρευστότητα και την αδυνατότητα πρόβλεψης της εξέλιξης μιας επανάστασης, όσο και την εκατέρωθεν επαγγελλόμενη δυναμική της.
 
Ο J. Pommerat δημιουργεί μία παράσταση ουσιαστικής σκηνικής διαφάνειας. Χωρίς να υποπίπτει σε κανενός είδους λαϊκισμό ή ακραίο νατουραλισμό, η παράστασή του, τολμά να είναι άκρως ρεαλιστική, χωρίς αναπαραστατικά τερτίπια και τεχνάσματα αφού «συμβαίνει» σε παρόντα χρόνο, σε μια σύνθεση παραστατικής «αναπαράστασης». Οι ηθοποιοί του -αξιόλογες και καθαρές ερμηνείες- αναμιγνύονται με το κοινό, χωρίς να επιδιώκουν τη διάδραση, αλλά για να συστήσουν από «κοινού» μία συνέλευση: Εθνοσυνέλευση, λαϊκή συνέλευση, Θεατρική συν-έλευση. Διασπείρονται στη αίθουσα, υποδυόμενοι παραλλαγμένα ιστορικά πρόσωπα, εναλλάσσουν ρόλους, σε μια διαρκή ροή πολλαπλότητας «πολιτικών» θέσεων και διαλεκτικής. Ο χρόνος της παράστασης σκηνικά πυκνός -αν και η διάρκειά της ξεπερνά τις 4 ώρες! Δραματουργικά τίποτα δεν θα μπορούσε να έχει αφαιρεθεί -ίσως ούτε μία φράση ή κάποια σκηνική πράξη- χωρίς να διαταράξει την αρτιμέλεια του παραστασιακού σκελετού. Οποιαδήποτε απόπειρα μείωσης του κειμένου θα απέβαινε μοιραία για τη διαφάνεια και την ευθυβολία των δρώντων και των δρώμενων. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην επισημανθεί η ακουστική «ενόχληση» που προκαλείται στον θεατή από την άκρατη οχλαγωγία, τις φωνασκίες και τα συνεχή χειροκροτήματα -σήμα κατατεθέν, όμως, των απανταχού συνελεύσεων.


 
Μέσα σε ένα ελεγχόμενο μυθοπλασιακό πλαίσιο, με μια χειρουργικής ακρίβειας δομημένη σκηνική οικονομία -τρεις (!) συνεργάτες για τη δραματουργία: Marion Boudier, Guillaume Mazeau, Guillaume Lambert- με λιτό σκηνικό διάκοσμο κι ενδυματολογικό ύφος (Eric Soyer) συν-τίθενται λόγος και πράξη, σε μια καθόλα απειλητική και επικίνδυνη θεατρική οντότητα, που φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του «πολιτικού» επί σκηνής, ήτοι την ολόπλευρη αντιπροσώπευση, τη διαλεκτική, τη στρατηγική, το ήθος των κοινωνικών τάξεων κ.ο.κ. Ένας χάρτης του «πολιτικού» αναπτύσσεται με αξιοθαύμαστη συνέπεια επί σκηνής: απογυμνώνονται ιδεολογίες και πολιτικές πρακτικές ενώ μέσα στη δίνη της παράστασης ξεδιπλώνεται ο σκεπτικισμός πάνω στην επιλεκτική και μονομερή χρήση του ορθολογισμού –«ποια εναλλακτική έχουμε»;- και στις συνθήκες και την ιστορική πορεία της Γαλλικής Επανάστασης -«ποιος δημιούργησε αυτήν την αναταραχή»; Καθώς, οι απόλυτοι όροι και πόλοι της επανάστασης -εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι- δεν έχουν εκλείψει, πολλώ δε μάλλον έχουν επιταθεί, η παράσταση καθίσταται ευθέως επίκαιρη και καίρια.


 
Ουγκώ : μια ουτοπία, Στέγη, Σκηνοθεσία Σ. Μαραθάκη
 
Στον αντίποδα των ανωτέρω παραστασιακών χαρακτηριστικών κινείται η παράσταση «Ουγκώ: μια ουτοπία» σε σκηνοθεσία της Σοφίας Μαραθάκη (Ομάδα Θεάτρου ΑΤΟΝΑλ), η οποία είναι μια παραγωγή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση και το βασικό της κείμενο προέρχεται από το βιβλίο: Βίκτωρ Ουγκώ, Ύμνος στην Ενωμένη Ευρώπη. Στην παράσταση συμ-παρατίθενται: οι απόψεις του Ουγκώ για την πορεία της Γαλλικής Επανάστασης και τους σκοπούς της αλλά και για την ουτοπία μιας Ενωμένης Ευρώπης ως ιδεατής κοινωνίας, με δεδομένα από τους μετέπειτα πολέμους (Ναπολεόντιους, Βαλκανικούς και Παγκόσμιους που συγκλόνισαν και αιματοκύλησαν τη Γηραιά Ήπειρο), με ρήσεις και σκέψεις από μεταγενέστερους του Ουγκώ στοχαστές, μέχρι τη σύγχρονη μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης της κρίσης και της οικονομικής εξαθλίωσης.
 
Τα σκηνικά προβλήματα εκκινούν από τη δραματουργία (Έλενα Τριανταφυλλοπούλου), η οποία είναι αφηγηματική και μονολογική, χωρίς ίχνος θεατρικότητας ή αφορμές κι εφαλτήρια παραστασιμότητας.  Αποβαίνει, έτσι, στείρα περιγραφική, μονοδιάστατη και γραμμική -τόσο στο πρώτο μέρος που αφορά στις σκέψεις του Ουγκώ όσο και στο δεύτερο μέρος όπου παρουσιάζεται ένας πιο σύνθετος λόγος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ούτε η επιλογή των κειμένων, ούτε η σύνθεση, ούτε η ανέλιξή τους, φαίνεται να προχωρούν πέρα από την «κοπτοραπτική» σκέψεων και γεγονότων. Η προσπάθεια να ακολουθηθεί η «ιστορική» πορεία, από γεωμορφολογική σκοπιά, της διαμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Ηπείρου -ιδίως στην έναρξη της παράστασης με την αναφορά στην Λαυρασία / Παγγαία, την αδιαμόρφωτη ακόμη  Ήπειρο κατά την περίοδο πριν 650-350 εκατομμύρια χρόνια, όπως και η πρώτη αποίκιση της Ευρώπης από τους ανθρώπους της παλαιολιθικής εποχής που είχαν προέλθει από την Αφρική- ουσιαστικά μένουν στοιχεία ανεκμετάλλευτα καθώς δεν καθίσταται ορατή η σχέση και η διασύνδεσή τους με το υπόλοιπο παραστασιακό κείμενο. Αναφέρονται μεν ως γεγονότα, παραμένουν δε οργανικώς ανένταχτα. Προκύπτει, έτσι, μία εμφανής επιφανειακότητα στη διαχείριση των συγκεκριμένων ιδεών αλλά και στην περαιτέρω αναφορά στις κοινωνικο-πολιτικές παραμέτρους.  Ανάσα δραματουργικής δροσιάς αποτελούν τα εμβόλιμα τραγούδια.


 
Το κόστος του δραματουργικού κενού επηρεάζει και τη σκηνοθεσία. Η Σοφία Μαραθάκη μοιάζει αμήχανη να διαχειριστεί το κειμενικό υλικό. Υιοθετεί την φορμαλιστική οδό -και ορθώς- καθώς δεν διαθέτει άλλου είδους δραματουργικό έρεισμα. Τοποθετεί στη σκηνή τους πέντε ηθοποιούς της, αρχικά ως αφηγητές και στην πορεία ως εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής συμπολιτείας, όλων των τάξεων και αποχρώσεων. Άλλοτε πρόκειται για τους αριστοκράτες/ευγενείς, άλλοτε για τον απλό λαό που δεινοπαθεί ή για τους στρατιώτες που οδηγούνται σε μάταιους πολέμους, είτε για τους στοχαστές -όπως ο Ουγκώ- που έγραψαν και αγωνίστηκαν για μια «Ευρώπη των Λαών» και «όχι των Βασιλέων». Η όλη σκηνοθετική οπτική, μοιάζει να «περιγράφει» την αφηγηματικότητα της δραματουργίας. Ένας φαύλος, αλυσιτελής κύκλος, χωρίς διέξοδο.
 
Αναμενόμενες σκηνικές «αντιδράσεις» -μπρος-πίσω σε έντονο βηματισμό και κατακερματισμένη εκφορά του λόγου κατά την περιγραφή οδυνηρών γεγονότων-, σκηνές χωρίς έμπνευση -πτώση των ηθοποιών ως ένδειξη πλήρους απόγνωσης κι εξαθλίωσης-, ένα αλληγορικό «όνειρο» που έγινε πραγματικότητα με άτεχνο τρόπο και ιδίως σκηνικές εικόνες χωρίς εσωτερική συνάφεια και διασύνδεση με τον λόγο. Εν ολίγοις, λόγος και σκηνική πράξη βαδίζουν παράλληλα, χωρίς συγκλίσεις και χωρίς ηχηρές, γόνιμες αντιστικτικές αποκλίσεις. Ξεχωρίζουν δύο μικρές σκηνικές εικόνες, οι οποίες με τον ειρωνικό και καυστικό τους σχολιασμό συμπυκνώνουν την ουσία των λεγομένων της υπόλοιπης παράστασης : η χλευαστική αλλά και πικρή περιγραφή των αφελών πολιτών που «χορεύουν» και διασκεδάζουν ενώ η Ευρώπη κανιβαλίζει τους λαούς της και το «γεύμα» στο οποίο με κάθε επισημότητα,  παρευρίσκονται αριστοκράτες, επιχειρηματίες, ηγέτες -αναλόγως με την εποχή που αυτό τοποθετείται ίσως και γεύμα των σύγχρονων «διαπραγματεύσεων»- στο οποίο οι γευστικές μερίδες θα μπορούσαν, αλληγορικώ τω τρόπω, να αποτελούνται από τις σάρκες των ευρωπαϊκών λαών. Με ανεπαισθήτως επιτηδευμένες κινήσεις (κίνηση Βρισηίδα Σολωμού), χαμηλόφωνη και χαριτόβρυτη εκφορά λόγου αποδίδονται οι νύξεις και οι υπαινιγμοί ενός προαναγγελθέντος θανάτου: εκείνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των Λαών! Οι ηθοποιοί (Μιχάλης Βαλάσογλου, Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Γιώργος Σύρμας) διεκπεραίωσαν με συνέπεια και επαγγελματισμό τις σκηνικές φιγούρες τους. Η παράσταση αναδεικνύει τελικώς την αποτυχία της Ευρώπης να δημιουργήσει την επαγγελλόμενη κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης και αδελφοσύνης, αλλά και ευημερίας των λαών.
 
Στοχασμός πάνω στην Επανάσταση
 
Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να αρθρώνεται ένας τέτοιος λόγος σε έναν πολιτιστικό φορέα -εν προκειμένω τη Στέγη– ο οποίος της παραμονές του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015 είχε ανοιχτά εκφράσει την υποστήριξή του σε αυτήν την Ευρωπαϊκή Ένωση, προπαγανδίζοντας τη στάση της με το ευφυές motto «Στέγη μας είναι η Ευρώπη»! Γεγονός καθόλα αντιφατικό. Άραγε, τι συμβαίνει ακριβώς; Είτε η Στέγη άλλαξε γνώμη -από το 2015 μέχρι σήμερα, πράγμα πολύ θεμιτό. Είτε η Στέγη δεν είναι «υποχρεωμένη να συμφωνεί ή να εκφράζεται» μέσα από το περιεχόμενο των παραστάσεών της. Είτε, αντιθέτως η πρακτική της είναι προς επευφημίαν καθώς παρέχει βήμα και σε εκείνους με τους οποίους διαφωνεί. Είτε, τέλος, η θεατρική παράσταση που παρουσιάζεται στη Στέγη απογυμνωμένη από την όποια πολιτική της αιχμή, εκλαμβάνεται αποκλειστικώς ως ένα «θέαμα», ανεξαρτήτως περιεχομένου, που καταναλώνεται, προσφέροντας στους θεατές του μια επίφαση κοινωνικής αντίδρασης.
 
Στην πρεμιέρα της συγκεκριμένης παράστασης οι προσκεκλημένοι κλήθηκαν από την Υπεύθυνη Δραματουργίας της Στέγης, Iλειάνα Δημάδη, στο bar του ισογείου για ένα δημιουργικό «eat drink think» session, το οποίο περιλάμβανε συζήτηση για και στοχασμό  πάνω στην Επανάσταση, με ταυτόχρονη κατανάλωση αφρίζοντος ποτού σαμπανιζέ, μπατόν σαλέ και γαλλικών εδεσμάτων. Άραγε, μπορούμε να «τρώμε», να «πίνουμε» και ταυτοχρόνως να «στοχαζόμαστε» πάνω στην Επανάσταση; Να σκεφτόμαστε τους λαούς της Ευρώπης που υποφέρουν από τις Ευρωπαϊκές επιταγές -ανάμεσά τους και εμείς- και να συζητούμε «πολιτισμένα» εντός ενός φορέα υποστηρικτή αυτής της πολιτικής;


 
«Don’ t be shy», είναι το motto που ακολουθεί τη νέα αυτήν πρακτική που εγκαινιάζει η Στέγη φέτος. «Να μην ντρεπόμαστε ή δειλιάζουμε», λοιπόν, επειδή συμμετέχουμε σε αυτό το πολιτιστικό γεγονός; «Να μην ντρεπόμαστε ή δειλιάζουμε» επειδή απολαμβάνουμε ένα ακόμη «θέαμα», ενώ άλλοι δεν μπορούν; «Να μην ντρεπόμαστε ή δειλιάζουμε» να εκφραζόμαστε παντοιοτρόπως, ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει γύρω μας; Φαίνεται ότι ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει ανάγκη πλέον από «ντροπές».
 
Είναι προφανές, ότι η Στέγη έχει κατορθώσει να προσφέρει έναν τόπο «πολιτισμού» (βλ. σημείωση 1) εντός του οποίου οι άλλοι τόποι αγνοούνται και εξουδετερώνονται, έναν τόπο, δηλαδή, όπου αίρονται οι αντιφάσεις και οι αντινομίες. Έναν τόπο όπου το λογικώς αυτονόητο εξοβελίζεται, δίνοντας τη θέση του σε ένα «ομοίωμα»/simulacrum του «πραγματικού», το οποίο οι θεατές προσλαμβάνουν ως πραγματικό. Τι συμβαίνει τότε με τις αποκαλούμενες παραστάσεις του «πολιτικού» που παρουσιάζονται ή «παράγονται» σε Ιδιωτικά (βλ. σημείωση 2Πολιτιστικά Ιδρύματα; Ti σημαίνει, δηλαδή, το να αποκόβεται το έργο τέχνης από το περικείμενο και τις σχέσεις παραγωγής μέσα στις οποίες αρθρώνεται; Σημαίνει ότι το θεατρικό φαινόμενο -και οι καλλιτέχνες που το υπηρετούν- απολλύει τη φουκωική του ετεροτοπία -την εγγενή δυνατότητα αμφισβήτησης και ανατροπής του κυρίαρχου λόγου-, αποδέχεται τον συστημικό λειτουργισμό και τη «λογική» του, η οποία θεωρεί ότι μπορεί να γίνει συζήτηση για την επανάσταση εντός των όρων και των κόλπων του συστήματος -π.χ σε ένα φουαγιέ θεάτρου με το ποτό και το μπισκοτάκι ανά χείρας. Καλλιεργείται, έτσι, ένας μηχανισμός σκέψης και συμπεριφοράς ο οποίος σταδιακά προσλαμβάνεται ως δόκιμος, καθίσταται έξις, εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι η επανάσταση μπορεί να είναι αντικείμενο συζήτησης εντός των θεσμών, τους οποίους η ίδια επιθυμεί να ακυρώσει και να ανατρέψει! Πρόκειται για την εγκαθίδρυση μιας πολιτιστικής σχιζοφρένειας η οποία επηρεάζει και την πολιτική σκέψη.
 
Η εμπλοκή της θεατρικής πρωτοπορίας -ελληνικής και ξένης- με τους θεσμικούς πολιτιστικούς φορείς περιχαρακώνει την αισθητική της και υποσκάπτει την αυτονομία της. Την αυτονομία που η τέχνη κατέκτησε μετά από πολλούς αιώνες υποτέλειας στην θρησκεία και την εξουσία. Σε καιρούς διαρκούς αισθητικοποίησης της καθημερινότητας, σύμφωνα με τις αρχές μιας κουλτούρας της διασκέδασης και του θεάματος, η θεατρική τέχνη, μοιάζει να ενδίδει στις σειρήνες της εμπορευματοποίησης και της πραγμοποίησής της. Ας «στοχαστούμε», λοιπόν, θεατές, καλλιτέχνες και θεωρητικοί του θεάτρου για το αν «δεν ντρεπόμαστε» να συζητούμε για την επανάσταση χρηματοδοτούμενοι από την «αντεπανάσταση».



1. Το παράδειγμά της ακολουθούν και άλλοι ιδιωτικοί και κρατικοί φορείς πολιτισμού
2. Είτε Κρατικά Ιδρύματα και Θεσμικούς φορείς;