Νέα δεδομένα νομικής αντιμετώπισης όσων προχωρούν σε ρίψη μολότοφ δίνει το Ναυτοδικείο Πειραιά, με πρό ημερών βούλευμα που εξέδωσε. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δημοσίευμα στο «Βήμα», σε εκδίκαση υπόθεσης που αφορούσε έναν ναύτη ο οποίος συνελήφθη στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου του 2018, κατά τη διάρκεια επεισοδίων όπου και τραυματίστηκαν 6 αστυνομικοί, οι μολότοφ που εκρίθησαν όχι ως εκρηκτικός μηχανισμός, εφόσον δεν είναι ικανές να προκαλέσουν κάποια ιδιαίτερη έκρηξη αλλά ως εμπρηστικός μηχανισμός, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για επιεικέστερη αντιμετώπιση όσων συλλαμβάνονται. Σε σχέση δε, με τη ρίψη τους εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη, εφόσον οι αστυνομικοί των ΜΑΤ φέρουν ειδική εξάρτηση αλλά και πυροσβεστήρες, ενώ δίπλα τους επιχειρούσε όχημα ρίψης νερού.

Ειδικότερα, ο νεαρός ναύτης αντιμετώπιζε κατηγορίες που αφορούσαν σε διατάραξη κοινής ειρήνης, έκρηξη από κοινού, κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών από κοινού, απόπειρα βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από κοινού, εμπρησμό από κοινού, αντίσταση, παράνομη οπλοφορία, παράνομη χρήση εκρηκτικών υλών και οπλοχρησία.

«Δεν μπορεί να προκαλέσει έκρηξη»

Σύμφωνα όμως με το βούλευμα, η βόμβα μολότοφ δεν μπορεί να προκαλέσει έκρηξη λόγω μικρή συγκέντρωση αερίων, κατώτερης από το αναφλέξιμο μίγμα και άλλων παραγόντων. Επομένως το βούλευμα ορίζει τα εξής:

H βόμβα μολότοφ που εκσφενδονίζεται σε εξωτερικό περιβάλλον δεν μπορεί να προκαλέσει έκρηξη, γιατί η συγκέντρωση των αερίων είναι πάντοτε μικρότερη από το κατώτερο αναφλέξιμο μίγμα, κάτω από 1,5 %, και συνεπώς είναι πολύ φτωχό ως καύσιμο μίγμα, λόγω της παρουσίας μεγάλου ποσοστού οξυγόνου του ατμοσφαιρικού αέρα και αντίστοιχα μικρού ποσοστού ατμών βενζίνης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει κατηγορία για την πράξη της έκρηξης από κοινού. Για τον ίδιο λόγο δεν γίνεται κατηγορία για κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών από κοινού και για παράνομη χρήση εκρηκτικών υλών, κατά το ά. 272 ΠΚ και το ν. 2168/1993.

Σε σχέση δε, με τις κατηγορίες για εμπρησμό τις οποίες επίσης αντιμετώπιζε ο ναύτης, «δεν προέκυψαν ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου, αφού κανείς από τους μάρτυρες δεν ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος είχε βάλει φωτιά, ενώ η έκταση της φωτιάς δεν ήταν τέτοια ώστε να εξαπλωθεί. Εξάλλου οι φωτιές που είχαν τεθεί στους κάδους απορριμμάτων έσβησαν μόνες τους».

Δεν μπορεί να προκαλέσει σοβαρή σωματική βλάβη σε αστυνομικούς

Αναφορικά με την τρίτη κατηγορία, εκείνη της απόπειρας βαριάς σκοπούμενη σωματικής βλάβης, που επίσης αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος, αυτή μετατράπηκε σε απόπειρα απλής σωματικής βλάβης εις βάρος δημοσίων υπαλλήλων (αστυνομικών), «αφού δεν προέκυψε κοινή δράση του κατηγορουμένου με άλλους που να οδήγησε άμεσα στην πρόκληση σωματικής βλάβης σε κάποιον από τους 6 αστυνομικούς. Ωστόσο, η ρίψη κοκτέιλ μολότοφ δεν ήταν εντελώς ακίνδυνη και, ως εκ τούτου, μεταβάλλεται η κατηγορία».

Ενδεικτικό είναι όμως το σημείο στο οποίο το βούλευμα αναφέρει πως η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά αστυνομικού δεν είναι ικανή από βόμβα μολότοφ. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι:

Η φύση του κοκτέιλ μολότοφ ως όπλου δεν ενδείκνυται για πρόκληση βλάβης σε ανθρώπους που βρίσκονται σε εξωτερικό χώρο. Ως εμπρηστικός μηχανισμός πολύ μικρού μεγέθους είναι αποτελεσματικός όταν εκτοξεύεται σε οχήματα ή κτίρια όπου η φωτιά μπορεί να μεταδοθεί και επεκταθεί. Μπορεί να αποβεί θανατηφόρο όπλο όταν εντός των οχημάτων ή κτιρίων στόχων βρίσκονται άνθρωποι που εγκλωβίζονται (βλέπε υπόθεση MARFIN). Σε αυτήν την περίπτωση πάντως, οι βλάβες δεν προκαλούνται από την ίδια τη μολότοφ αλλά από την πυρκαγιά που αυτή προκαλεί. Σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχει καταγραφεί θάνατος από τη ρίψη κοκτέιλ μολότοφ, ούτε το Συμβούλιο έχει υπόψη του περίπτωση βαριάς σωματικής βλάβης από τέτοιο όπλο. Εν προκειμένω οι μολότοφ που πετούσε ο κατηγορούμενος αντικειμενικά δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρή σωματική βλάβη σε κάποιον για τους εξής λόγους. Οι μόνοι άνθρωποι που βρίσκονταν στην ακτίνα βολής του ήταν οι άνδρες των ΜΑΤ. Αυτοί έφεραν εξάρτυση αντιμετώπισης ταραχών δηλαδή ήταν αρκετά προστατευμένοι από ρίψεις μολότοφ. Το κοκτέιλ μολότοφ που εκτοξεύεται νύχτα είναι ορατό διότι φλέγεται και δεν έχει μεγάλη ταχύτητα βολής διότι ρίχνεται με το χέρι. Άρα υπάρχει χρόνος αποφυγής του. Ακόμα και εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν καθίστατο δυνατή η αποφυγή του, δεν υπήρχε πιθανότητα εξάπλωσης της φωτιάς στη στολή αστυνομικών διότι όπως οι μάρτυρες αστυνομικοί κατέθεσαν, δίπλα τους επιχειρούσε θωρακισμένο όχημα εκτόξευσης νερού ΚΕΡΒΕΡΟΣ που έσβηνε τυχόν φωτιά που προκαλείτο από τις μολότοφ.

Εκτός αυτού είναι γνωστό ότι όλες οι διμοιρίες ΜΑΤ διαθέτουν φορητό πυροσβεστήρα. Με αυτά τα δεδομένα που είναι προφανή, δεν μπορεί να θεωρηθεί πιθανό ο κατηγορούμενος να επιδίωκε με τη ρίψη των κοκτέιλ μολότοφ να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη σε κάποιον αστυνομικό. Αν όντως είχε τέτοιο σκοπό θα χρησιμοποιούσε άλλα μέσα κατάλληλα για το σκοπό αυτό, όπως φωτοβολίδες σε ευθεία βολή που κατατέθηκε ότι ερρίφθησαν, όχι όμως από τον κατηγορούμενο, ή πέτρες και μάρμαρα ικανού βάρους από μεγάλο ύψος, όπως τις ταράτσες των πολυκατοικιών.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η ρίψη τους δεν είναι ακίνδυνη «ακόμα και όταν στόχος είναι πεζοί άνδρες των ΜΑΤ», καθώς ο κατηγορούμενος «με τη ρίψη τους αποδεχόταν την πιθανότητα να τραυματιστεί ελαφρά κάποιος αστυνομικός, είτε από την θραύση του μπουκαλιού είτε από την μικρής έκτασης φωτιά που τυχόν μεταδιδόταν στη στολή του, αποτέλεσμα που πράγματι έχει την ικανότητα να προκαλέσει το συγκεκριμένο όπλο. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων τραυματίστηκαν έξι αστυνομικοί. Δεν προέκυψε όμως ότι ο τραυματισμός οποιουδήποτε από αυτούς προκλήθηκε από τα αντικείμενα που έριχνε ο κατηγορούμενος», επισημαίνεται.

Εν τέλει αναφορικά με την υπόθεση του ναύτη αποφασίστηκε η «παραπομπή του κατηγορουμένου για απόπειρα απλής σωματικής βλάβης, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, και για τις υπόλοιπες πράξεις, πλην της έκρηξης από κοινού, του εμπρησμού από κοινού, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών από κοινού και της παράνομης χρήσης εκρηκτικών υλών κατά τα ως άνω. Βλέπε και εν μέρει αντίθετη εισαγγελική πρόταση, που πρότεινε την παραπομπή για όλα».

Υπενθυμίζεται ότι στον Ποινικό Κώδικα, που ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 2019, οι μολότοφ αντιμετωπίζονταν ως κακούργημα. Συγκεκριμένα οριζόταν ότι «όποιος κατασκευάζει, προμηθεύεται, ή κατέχει εκρηκτικές ύλες, ή εκρηκτικές βόμβες από τις οποίες μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση τριών ετών», ενώ αν γχρήση των μολότοφ γίνεται σε δημόσιους χώρους ο δράστης θα τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη (κακούργημα). Να σημειωθεί ότι ο δράστης δεν τιμωρείται εάν παραδώσει με τη θέλησή του στις Αρχές τις εκρηκτικές ύλες που κατέχει ή εμπόδισε άλλους να κάνουν χρήση αυτών.

Ασυλία τραπεζιτών και «νέος τρομονόμος» στις αλλαγές του Ποινικού Κώδικα

Ωστόσο το δεδικασμένο του βουλεύματος, εφόσον αντιμετωπίζει τις μολότοφ ως εμπρηστική και όχι ως εκρηκτική ύλη, πιθανόν να σημαίνει την αποφυγή των κατηγοριών κακουργηματικού χαρακτήρα σε άτομα που συλλαμβάνονται κατά τη διάρκεια επεισοδίων.

Διαβάστε ολόκληρο το βούλευμα