Ο άνθρωπος που επανέφερε την λέξη «σοσιαλισμός» στην αμερικάνικη καθημερινότητα, υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών, γερουσιαστής του Βερμόντ, Μπέρνυ Σάντερς, ανακοίνωσε σήμερα ότι εγκαταλείπει την κούρσα, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τον Τζο Μπάιντεν, τον εκλεκτό του κατεστημένου του κόμματος. Ο Τζο Μπάιντεν είναι, πια, ο μόνος υποψήφιος για το χρίσμα, το οποίο πρέπει να θεωρείται δεδομένο, και ο Σάντερς έδωσε άδοξο τέλος σε έναν αγώνα που ο ίδιος ο Σάντερς είχε χαρακτηρίσει «Επανάσταση» για τα πολιτικά δεδομένα της χώρας, και ο οποίος, κατ’ ουσίαν, κράτησε πέντε χρόνια, αφού είχε ξεκινήσει με την αντιπαράθεσή του με την άλλη εκλεκτή του κατεστημένου, τη Χίλαρυ Κλίντον.

Κατά ειρωνεία της τύχης, η απόφαση του Σάντερς ανακοινώθηκε μετά την «πολύ καλή και φιλική» συνομιλία του νυν προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με τον Τζο Μπάιντεν, με θέμα την αντιμετώπιση της πανδημίας: οι δύο συνομιλητές συμφωνούν απολύτως στην κατεύθυνση της Υγείας και δεν συμπαθούν καθόλου τις προτάσεις Σάντερς για Υγεία Για Όλους. Η συγκυρία αυτή ακριβώς, της πανδημίας εν καιρώ προεκλογικού αγώνα, κάνει ακόμη πιο ακατανόητη την απόφαση του Σάντερς και του επιτελείου του, παρ’ ότι ο ίδιος επέρριψε ευθύνες και στον κορονοϊό. «Δεν μπορώ να συνεχίζω με ήσυχη τη συνείδησή μου μια εκστρατεία που δεν μπορώ να την κερδίσω και που θα δημιουργήσει περαιτέρω προβλήματα στην δύσκολη δουλειά που έχουμε να κάνουμε όλοι μας, αυτή τη δύσκολη ώρα», είπε συγκεκριμένα, την Τετάρτη, απευθυνόμενος μέσω ζωντανής διαδικτυακής σύνδεσης με τους εθελοντές της καμπάνιας του, που ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο σε ολόκληρη τη χώρα.

Παρ όλα αυτά, δήλωσε ότι θα παραμείνει στην εκλογική λίστα σε όσες πολιτείες έχουν ακόμη προεκλογικές διαδικασίες, «γιατί η εκστρατεία μπορεί να τελείωσε, δεν τελείωσε όμως και το κίνημά μας» – θεωρητικά, θα επιδιώξει να πιέσει μέσω των εκλεκτόρων για κάποιες δεσμεύσεις προς πιο λαϊκή κατεύθυνση το κόμμα του, αν και κάτι τέτοιο δεν είναι πρακτικά δυνατό: η έξοδος του Σάντερς από την κούρσα, που ήρθε μετά τα μικρά «πραξικοπήματα» των άλλων υποψηφίων υπέρ Μπάιντεν πριν και μετά τη Σούπερ Τρίτη και οι πιθανές δεσμεύσεις και υποσχέσεις που δόθηκαν, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για μιαν άλλη πολιτική.

Είναι γεγονός ότι, με την έναρξη της κρίσης του κορονοϊου στις ΗΠΑ και την αναστολή κάθε εκδήλωσης που απαιτούσε συγκέντρωση, ο Σάντερς βρέθηκε με πολύ λιγότερα όπλα στον αγώνα του – αφού το μεγάλο του ατού ήταν η λαϊκή στήριξη και οι ζωντανές του εμφανίσεις, με τις αντίστοιχες του Μπάιντεν μόνο προβλήματα να δημιουργούν στον πρώην αντιπρόεδρο. Παράλληλα, οι πιέσεις του Δημοκρατικού κόμματος προς τον Μπέρνυ να εγκαταλείψει την κούρσα εντάθηκαν. Και παρότι ο Σάντερς επέμενε να δηλώνει ότι «έχει κερδίσει τον αγώνα σε ιδεολογικό πεδίο, οδηγώντας το κόμμα σε πιο προοδευτική κατεύθυνση», το βαθύ κόμμα των Δημοκρατικών είναι που κατόρθωσε να κερδίσει τη μάχη, εν τέλει, επιτυγχάνοντας, και μέσω της πανδημίας, να τον βγάλει εκτός παιγνιδιού, αφού η φωνή του κι οι θέσεις του για την Υγεία δε θα ακούγονται πια. Κι αυτό ενώ σε αντίστοιχη περίπτωση, το 2016, όχι μόνο δεν εγκατέλειψε όταν φάνηκε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να νικήσει τη Χίλαρυ, αλλά έφτασε ως το τέλος. Και εδώ μπαίνει ένα από τα σημαντικά ερωτήματα: θα υποστηρίξει ο Σάντερς ανοικτά το Μπάιντεν, αφού είχε υποσχεθεί ότι θα στηρίξει όποιον λάβει το χρίσμα, και αν ναι, γιατί παραμένει στις εκλογικές λίστες όπου ακόμη δεν έχουν γίνει εκλογές εκλεκτόρων;

Κατά τα λοιπά, λογικά, ο 78χρονος Σάντερς κλείνει εδώ την πολιτική του πορεία: είναι αδύνατον να τον φανταστεί κανείς υποψήφιο το 2024. Το πιθανότερο είναι ότι θα στηρίξει την άτυπη διάδοχό του, Αλεξάντρια Οκάζιο Κορτέζ (AOC, για τους οπαδούς), η οποία, όπως δείχνουν τώρα τα πράγματα και από τις υποσχέσεις που φαίνεται να έχουν δοθεί, θα βρεθεί να διεκδικεί το χρίσμα απέναντι στον «δήμαρχο Πητ» Μπούτατζιτζ και την Ελίζαμπεθ Γουώρεν.