-της Ανθής Παζιάνου

Από τον Ιανουάριο μέχρι και λίγο μετά το τέλος των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού COVID- 19 δούλευε 70 ώρες την εβδομάδα. Στο πλευρό της και οι συναδέλφισσές της, βάρδιες επτά ημέρες την εβδομάδα, «πρωί, νύχτα… νύχτα».

Η Δέσποινα Καβίρη νοσηλεύτρια επιτήρησης Λοιμώξεων της Μονάδας Λοιμώξεων του Νοσοκομείου Μυτιλήνης μίλησε στην «Π» για το υποτιμημένο και σε μεγάλο βαθμό απαξιωμένο επάγγελμα του νοσηλευτή και της νοσοκόμας, το επάγγελμα της «φροντίδας» όπως αποκαλεί η ίδια.
«Έι ψιτ, έι ψιτ, κοπελίτσα» συνηθίζουν να τις αποκαλούν ασθενείς ή συνοδοί ασθενών στο διάδρομο του Νοσοκομείου, έχοντας ενσωματώσει την υποτίμηση του επαγγέλματός τους στον λόγο τους. «Το ζητούμενο δεν είναι η προσφώνηση αλλά τι υποβόσκει σε αυτήν. Ο γιατρός αξιώνει σεβασμό, ενώ ο νοσηλευτής ή η νοσοκόμα απαξιώνεται στον κυρίαρχο τρόπο σκέψης», εξηγεί.

Όταν η σύζυγος του πρωθυπουργού, κ. Μητσοτάκη απηύθυνε κάλεσμα για χειροκρότημα το βράδυ εκείνο προς το προσωπικό των Νοσοκομείων, η Δέσποινα Καβίρη έγραφε… ένα πρωτόκολλο. «Τρέχαμε, διαβάζαμε κάθε μέρα νέες οδηγίες στον ΕΟΔΥ, λυπάμαι, προηγούνταν άλλα από το χειροκρότημα» σχολίασε με νόημα.

Το επάγγελμα της νοσοκόμας που δεν αναγνωρίζονταν μέχρι πρότινος κοινωνικά, ήρθε στο προσκήνιο, εξηγεί η Δ. Καβίρη, με καταγωγή από τη Χίο. Θεωρείται «βοηθητικό προσωπικό».

Ο όρος ήρωες και ηρωίδες σε ό,τι αφορά το επάγγελμά της, το οποίο αποδόθηκε στους νοσηλευτές και τις νοσηλεύτριες κατά κόρον την περίοδο των μέτρων της πανδημίας, τη δυσαρεστεί. «Όποτε ακούμε για ήρωες, συνδέουμε τη λέξη με θυσίες και αίμα. Εδώ όμως μιλάμε για ανθρώπους που κάνουν τη δουλειά τους. Έχουμε να κάνουμε με επαγγελματική ευθύνη». Τονίζει. Και παρατηρεί το οξύμωρο που συνέβη κατά την περίοδο της πανδημίας, ότι ενώ οι νοσοκόμες βγήκαν στο προσκήνιο, οι ασθενείς με κορονοϊό δεν μπορούσαν να δουν τα πρόσωπά τους. Και το χαρακτηρίζει οξύμωρο γιατί το επάγγελμα αυτό συνδέεται κατ’ εξοχήν με το πρόσωπο και τα χέρια. 
Η ίδια ήρθε «σε επαφή» με το πρώτο κρούσμα, αλλά και με ένα παιδί που εξετάζονταν για ύποπτο κρούσμα και φάνηκε εξαιρετικά στενοχωρημένη που δεν γίνονταν να εμφανιστεί μπροστά του- παρά μόνο με μια στολή που έκρυβε το πρόσωπό της, με αποτέλεσμα η επικοινωνία να αλλάζει χαρακτήρα άρδην. «Φορούσα μάσκα, γυαλιά, ολόκληρη τη στολή, ένιωθα περίεργα και ήταν σοκαριστικό για τους ασθενείς» γιατί ο περιβόητος Covid άλλαξε εντελώς το πώς φαίνονται νοσηλευτές και νοσοκόμες. Όμως έπρεπε να πάρουν τα απαιτούμενα μέτρα για να είναι και την επόμενη ημέρα στο πόστο τους.

Από την άλλη κατά τη διάρκεια του κοσονοϊού, οι ασθενείς φορείς του ιού, που αντικειμενικά δεν μπορούσαν να είναι με τους φροντιστές τους έρχονταν σε επαφή με τις νοσηλεύτριες και τους νοσηλευτές με έναν μοναδικό τρόπο.

Εν μέσω πανδημίας
«Είναι τόσες οι ώρες που περνάμε στο Νοσοκομείο, που είναι σαν σπίτι μας» διαπιστώνει η Δ. Καβίρη που εργάζεται στο «Βοστάνειο» από το 2004, όταν και παραδόθηκε η τότε καινούρια πτέρυγα. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν άλλες δύο πτέρυγες, σε σύνολο πέντε κτιρίων.

Κατά τη διάρκεια του επιχειρησιακού σχεδίου αντιμετώπισης της πανδημίας, νοσηλεύτριες, αλλά και όλο το προσωπικό του Νοσοκομείου Μυτιλήνης έπρεπε να προσέχει πώς προσέρχεται και πώς εξέρχεται από δεκάδες πόρτες στα πέντε αυτά κτήρια, με όλα τα απαιτούμενα μέτρα ατομικής προστασίας.

Έχοντας ήδη «θητεύσει» για χρόνια στη Μονάδα Λοιμώξεων, κατ’ εξοχήν χώρος με μολυσματικές ασθένειες, εκείνη και οι συνάδελφοί της ήρθαν αντιμέτωποι με κάτι καινούριο που μέχρι τον Ιανουάριο έμοιαζε απλή οδηγία του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας. Κάτι άγνωστο, λοιπόν, εμπειρικά και κάτι πρωτόγνωρο που άλλαξε τις ζωές όλων μας.

Η Δ. Καβίρη βοήθησε όλη την ομάδα στο στήσιμο των οικίσκων, την είσοδο και την έξοδο στα κτήρια, τη μετακίνηση και μεταφορά, την εξέταση και το εξιτήριο υπόπτων περιστατικών εντός του Νοσοκομείου. Είναι στον χαρακτήρα της, εξάλλου, να θέλει να βοηθήσει και να φροντίσει.

Τι δεν ξέρουμε;
Η νοσηλευτική παραμένει επιστήμη της υγείας, ξεκαθαρίζει η Δ. Καμπίρη, την οποία ρωτήσαμε τι θα έλεγε σε όλους όσοι δεν δουλεύουν στο νοσοκομείο και καλό είναι να γνωρίζουμε. «Η νοσηλευτική είναι η τέχνη της φροντίδας, και δεν μπορούμε να την παίρνουμε αψήφιστα» εξηγεί. Αν συμβόλιζε με κάτι τη νοσηλευτική, αυτό θα ήταν –κι όμως- μια πάπια! «Θεωρείται υποτιμητική η πάπια. Είναι όμως κάτι πολύ σημαντικό για τον ασθενή και την ανακούφισή του. Είναι μια απόλυτα προσωπική στιγμή», προσθέτει.

Η φροντίδα δεν είναι μόνο τα φάρμακα, ούτε οι επιστημονικές γνώσεις μόνο. Είναι ότι νοιάζεσαι, ότι είσαι εκεί, αυτό είναι που κάνει τη διαφορά, σημειώνει.
Δεν υπάρχει καμία τυπική «κανονική» μέρα σε αυτή τη δουλειά. «Όταν έχεις να κάνεις με φροντίδα αρρώστων, είτε είναι ένας είτε είναι πέντε, δεν έχει σημασία. Μπορεί για έναν ασθενή να μην προλάβεις να πιεις ούτε νερό. Είναι μύθος η κανονικότητα» μας λέει.

Η ελληνική ιδιομορφία
Οι νοσοκόμες, δεδομένης και της έλλειψης προσωπικού, έχουν να αντιμετωπίζουν και τις συμπεριφορές των ασθενών, αλλά και των συνοδών τους. «Και σε αυτές τις περιπτώσεις όλοι έχουν δίκιο, δεδομένης της ιδιομορφίας της ελληνικής περίπτωσης».

Και το λέει αυτό γιατί στο εξωτερικό, ο συνοδός δεν είθισται να φροντίζει όπως στην Ελλάδα, που μπορεί να είναι 24 ώρες το 24ωρο με έναν ασθενή, που θεωρείται «άρρωστός του»- εξηγεί καθώς έχει και ανθρωπολογικές γνώσεις ως πτυχιούχος του τμήματος στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η συνεργασία, απέναντι σε όποια διένεξη.

*Αναδημοσίευση από το «Στο Νησί»