Είναι Παρασκευή απόγευμα και είμαι 16 χρονών – σκάρτα. Δεν μου περνάει καν από το μυαλό ότι κάποτε θα είμαι 57 χρονών, πολύ περισσότερο ότι θα είμαι 57 και θα κάθομαι να ασχολούμαι με το τι έκανα στα 16.
 
Είμαι 16 χρονών σκάρτα και βρίσκομαι έξω από το Πολυτεχνείο, τρίτο απόγευμα στη σειρά. Το πρωί μαθητής, το βράδυ διαδηλωτής. Όλοι λένε εκ των υστέρων ότι βρέθηκαν εκείνες τις μέρες μέσα στο Πολυτεχνείο. Εγώ είμαι απέξω. Το άλμα πάνω από τα κάγκελα είναι πολύ μεγάλο για τα κυβικά μου. Άλλωστε φοβάμαι πολύ – τι να λέμε τώρα.
 
Φοβάμαι αλλά όλο εκεί τριγυρνάω, να φωνάζουμε συνθήματα για την Ταϋλάνδη και να πετάμε χειρόγραφες προκηρύξεις μέσα από τα παράθυρα των διερχόμενων τρόλεϊ. Όπου τη δεύτερη μέρα τελικά τον κλείσαμε το δρόμο μπροστά στη Σχολή και διακόψαμε την κυκλοφορία, γεγονός που από μόνο του μου φάνηκε άκρως επαναστατικό.
 
Είμαι 16 χρονών, έχω ακόμα όλα μου τα δόντια και φωνάζω ό,τι σύνθημα πέσει δίπλα μου, «Κάτω το κράτος» και «Γενική απεργία», δεν κάνω διακρίσεις, άλλωστε τα πολιτικά αντανακλαστικά μου δεν έχουν οξυνθεί ακόμα. Ωστόσο, το σύνθημα που μιλάει πιο πολύ μέσα μου είναι το «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία». Δεν έχω πεινάσει ποτέ, ακόμα κι όταν απολύσανε τον πατέρα μου από την τράπεζα, η παιδεία δεν είναι το καλύτερό μου και περί ελευθερίας ας μην το συζητάμε, πάντως το σύνθημα δεν μου φαίνεται άτοπο, τον συμβολισμό τον πιάνω. Δεν μου περνάει καν απ’ το μυαλό η ιδέα ότι 41 χρόνια μετά θα βρεθεί κάποιος διανοούμενος να γράψει αναδρομικά ότι το σύνθημα ήταν από τότε, σύμφωνα με την αποψάρα του, αναχρονιστικό.
 
Εκεί λοιπόν που επιδίδομαι σε όλες αυτές τις δραστηριότητες, ξαφνικά νιώθω μια κινητικότητα, ένα ψυχρό ρεύμα, μια ανατριχίλα, μπόλικη αναστάτωση γύρω γύρω, κι αμέσως μετά ακούω δυνατούς κρότους που σύμφωνα με τη μικρή αντιληπτική μου ικανότητα δεν μπορεί παρά να είναι σφαίρες, είμαι 16 είπαμε και δεν σας γαμώ τα λύκεια γιατί απλώς δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα υπάρξουν λύκεια, αλλά τελικά δεν είναι σφαίρες, όχι εκείνη τη στιγμή ούτε όσο είμαι εγώ παρών, είναι δακρυγόνα, πράγμα πρωτόγνωρο για τη γενιά μου, εμείς μόνο τα κλομπ ξέραμε, κι ούτε μπορούσαμε να φανταστούμε τίποτα περί δακρυγόνων, αυτά συνέβαιναν μόνο στον κινηματογράφο, Φράουλες και αίμα που για να είμαι ειλικρινής ούτε εκεί συνέβαιναν, γιατί λογικά την ταινία πρέπει να την είδαμε αναδρομικά, μετά τη μεταπολίτευση. Κι ούτε βέβαια μπορώ να φανταστώ τι εστί μεταπολίτευση, ούτε πολύ περισσότερο τι εστί η αποδόμησή της.
 
Πέφτουν δακρυγόνα, λοιπόν, κι εγώ δεν μπορώ να φανταστώ την ύπαρξη αυτού του πνιγηρού συναισθήματος, και για να είμαι ειλικρινής, εκ πρώτης όψεως τα δακρυγόνα μου φαίνονται προτιμότερα από τα κλομπ, δεν έχω δει άλλωστε ποτέ αύρες, αυτές θα έρθουν αργότερα και μετά θα περάσουν στην απόσυρση, ούτε μπορώ να φανταστώ δακρυγόνα χειρότερα από τα κλομπ -αυτά τα χημικά, δηλαδή, τα σημερινά-, τους ψεκασμούς, τα ΜΑΤ και τα ΕΚΑΜ, τον θόρυβο του κλομπ πάνω στην ασπίδα, κι ακόμα χειρότερα πάνω σε κεφάλι.
 
Οι ειδικοί διατείνονται ότι το χτύπημα από εκείνα τα ξύλινα κλομπ ήταν λιγότερο οδυνηρό από ό,τι το χτύπημα από τα σημερινά, τα ελαστικά, που πραγματοποιούν την ώρα της πρόσκρουσης κραδασμούς ενισχύοντας την ένταση του πλήγματος και την οδύνη, αλλά αυτό δεν μπορώ να το φανταστώ γιατί πρέπει να ομολογήσω ότι από εκείνη την εποχή φυλάγομαι και δεν έχω αποκτήσει ιδία πείρα. Θα ήθελα πολύ λοιπόν να σου πω ότι δεν πτοήθηκα και στάθηκα εκεί με ορθωμένο το ανάστημά μου, αλλά η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκα πολύ και το ’βαλα στα πόδια, όχι όμως προτού να δω με την άκρη του ματιού μου το μεγάλο πλήθος που είχε διαλυθεί να ανασυντάσσεται και να επιστρέφει δριμύτερο, περπατώντας αποφασιστικά και φωνάζοντας συνθήματα επί της Πατησίων, από την πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας προς το Πολυτεχνείο.
 
Προλαβαίνω, λοιπόν, να δω αυτό το come back, που δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ αλλά που τώρα προλαβαίνω να το καμαρώσω με την άκρη του ματιού μου, σε κάθε περίπτωση όμως εγώ το βάζω στα πόδια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και επειδή τα Χαυτεία, η Πανεπιστημίου και η Σταδίου φαίνεται να είναι γεμάτα μπάτσους, εγώ την κάνω από τα στενά, όχι από την περιοχή των Εξαρχείων αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, Βερανζέρου, Σωκράτους, Αγίου Κωνσταντίνου, μάλλον κακόφημες γειτονιές (ή αυτό συνέβη αργότερα; δεν θυμάμαι), που πάντως εκείνη τη στιγμή, κλαίγοντας -όχι από συγκίνηση- δεν με τρόμαζαν αλλά ούτε και με ήλκυαν όπως άλλα βράδια, και βγαίνω σε κάποια οδό Τσαλδάρη, που ως όνομα και ως εικόνα δεν μου λέει τίποτα, γιατί έχω ακουστά μεν την οδό Πειραιώς, αλλά μάλλον δεν έχω ξαναβρεθεί μέχρι τότε σε τέτοια εξωτικά μέρη.
 
Βρίσκομαι λοιπόν γωνία Πειραιώς και κάτι άλλο, το όνομα του δρόμου δεν θα το θυμάμαι αργότερα αλλά το σημείο δεν θα το ξεχάσω ποτέ, μόνο που δεν γνωρίζω πού βρίσκομαι, κι ούτε βέβαια μπορώ να υποψιαστώ ότι σ’ αυτήν ακριβώς τη διασταύρωση θα στηθούν μεταγενέστερα κάμερες της τροχαίας, πολύ δεν περισσότερο να φανταστώ ότι θα ανεχόμαστε τη λειτουργία τους και θα λέμε κι ευχαριστώ από πάνω, αφού κάθε λίγο και λιγάκι μας κάνουν πλύση εγκεφάλου ότι χάρη σ’ αυτές τις κάμερες ή τις άλλες, σε εισόδους πολυκατοικιών και στο εσωτερικό καταστημάτων, θα συλληφθούν απαγωγείς, τρομοκράτες και απατεώνες, αλλά ευτυχώς τώρα δεν έχουν ακόμα τοποθετηθεί κάμερες και θα κάνουν πολλά χρόνια να τοποθετηθούν, ευτυχώς λέω πάλι, γιατί δεν θα μου άρεσε καθόλου εν μέσει δικτατορία να φεύγω από το Πολυτεχνείο και να με βιντεοσκοπεί η κάμερα, αρκετή είναι η συγκίνηση από τα δακρυγόνα, δεν μου χρειάζεται άλλη προς το παρόν.
 
Δεν θυμάμαι με λεπτομέρειες πώς έφτασα στο σπίτι, όπου δεν βρίσκεται κανείς, αν και δεν μπορώ να φανταστώ τη μάνα μου στα 53 της (για σκέψου, μικρότερη από μένα) να διαδηλώνει κόντρα στα δακρυγόνα, αλλά κάπως έτσι έγινε, πάντως και οι υπόλοιποι δεν άργησαν να επιστρέψουν.
 
Κι αρχίζει η βασανιστική ακρόαση του ραδιοφώνου, πότε Πολυτεχνείο, πότε BBC και πότε Ντόιτσε Βέλε, ένα είδος πρωτόγονου ζάπινγκ, και ασφαλώς δεν μπορώ να διανοηθώ ότι αργότερα θα υπάρχουν μη κρατικά ραδιόφωνα, και όλο αυτό το πράγμα που θα καταντήσει ο σημερινός χυλός των αγοραίων ραδιοφώνων θα ονομαστεί Ελεύθερη Ραδιοφωνία – άκου ιδέα…
 
Δεν μπορώ να φανταστώ και πολλά άλλα πράγματα, όπως ότι μ’ εκείνο τον τύπο με την επιδραστική φωνή θα συγκρουόμαστε έπειτα από μόλις δύο χρόνια στο αμφιθέατρο της ΑΣΟΕΕ για ευτελή θέματα, ότι θα τον απομυθοποιήσω κι έπειτα θα τον γνωρίσω πάλι από την αρχή και θα ξαναγίνει μέσα μου ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου, για την εκφωνήτρια ούτε λόγος να γίνει, δεν θέλω να φανταστώ τίποτα για δαύτην – εδώ η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία.
 
Κοιμάμαι με το ραδιόφωνο αγκαλιά και με κλάμα, όχι πια από τα δακρυγόνα αλλά από τη συγκίνηση. Το άλλο πρωί, μέσα στο πένθος και τη θλίψη δεν μπορώ να φανταστώ ότι απ’ όλη αυτή την καταστροφή θα γεννηθεί η κατάρρευση της χούντας και η ελπίδα. Εγώ, που είμαι μόλις 16 (σκάρτα), απλώς δεν μπορώ να το φανταστώ. Ο άλλος, κοτζάμ άντρας και διανοούμενος (σκάρτος), απλώς δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να το καταλάβει.
 
Δεν μπορώ να φανταστώ ότι όλος αυτός ο αγώνας έγινε για να αποκτήσουμε όλοι έπειτα από 41 χρόνια δωρεάν Wi – Fi, να όμως που έγινε κι αυτό.
 
Κι ακόμα περισσότερο, δεν μπορώ να φανταστώ ότι όλος αυτός ο αγώνας έγινε προκειμένου έπειτα από 41 χρόνια να είναι πρωθυπουργός ο Σαμαράς, και να βαφτίζει «μεταρρυθμίσεις» αυτές ακριβώς τις πολιτικές που ξανάφεραν στην επικαιρότητα -με τρόπο τόσο οδυνηρό- εκείνο το παλιό, παρωχημένο σύνθημα.