Ο Μισέλ Φουκώ έζησε από κοντά τα γεγονότα της τελευταίας μεγάλης επανάστασης, της Ιρανικής, που στις 11 Φεβρουαρίου γιορτάζει τη 44η επέτειό της.

Του Μισέλ Φουκώ*

«Για να διώξουμε τον Σάχη, είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε κατά χιλιάδες», έλεγαν οι Ιρανοί το περασμένο καλοκαίρι. Και ο αγιατολάχ λέει αυτές τις μέρες: «Aν είναι να δυναμώσει η επανάσταση, ας ματώσει το Ιράν».

Υπάρχει ένας παράξενος αντίλαλος μεταξύ των δύο φράσεων που μοιάζουν αλληλένδετες. Η φρίκη της δεύτερης καταδικάζει άραγε τη μέθη της πρώτης;

Οι εξεγέρσεις ανήκουν στην ιστορία. Όμως, κατά έναν τρόπο, της διαφεύγουν. Η κίνηση με την οποία ένας μόνο άνθρωπος, μία ομάδα, μια μειονότητα ή ένας λαός ολόκληρος λέει «Δεν υπακούω πια» και ενώπιον μιας εξουσίας που κρίνει ως άδικη, ρισκάρει την ίδια του τη ζωή —η κίνηση αυτή μου φαίνεται μη αφομοιώσιμη. Διότι καμιά εξουσία δεν μπορεί να την καταστήσει απολύτως αδύνατη. Η Βαρσοβία πάντα θα έχει την εξέγερση στα γκέτο της και τους υπονόμους της γεμάτους εξεγερμένους. Διότι τελικά ο άνθρωπος που εξεγείρεται, δεν εξηγείται. Χρειάζεται αυτός ο σπαραγμός που διακόπτει τη ροή της ιστορίας και σπάει τις μακριές αλυσίδες της λογικής της για να μπορέσει ένας άνθρωπος να επιλέξει «πράγματι» το ρίσκο του θανάτου από τη σιγουριά της υπακοής.

Κάθε μορφή ελευθερίας που αποκτήθηκε ή διεκδικήθηκε, κάθε δικαίωμα που έχει κάποια σημασία, ακόμα και για πράγματα που φαίνονται ασήμαντα, βρίσκει εκεί ένα ύστατο στήριγμα, χωρίς αμφιβολία πιο σταθερό και χειροπιαστό από εκείνο των «φυσικών δικαιωμάτων». Αν οι κοινωνίες κρατάνε ακόμα και παραμένουν ζωντανές, δηλαδή αν οι εξουσίες δεν είναι «τελείως απόλυτες», είναι επειδή πίσω από όλους τους συμβιβασμούς και τους εξαναγκασμούς, πέρα από τις απειλές, τις βιαιότητες και τους πειθαναγκασμούς, βρίσκεται η δυνατότητα εκείνης της στιγμής που η ζωή σταματάει να συναλλάσσεται, οι εξουσίες δεν μπορούν πια να κάνουν τίποτα και οι άνθρωποι, μπροστά στις αγχόνες και στα πολυβόλα, εξεγείρονται.

Επειδή λοιπόν βρίσκονται «έξω από την ιστορία» αλλά και εντός της, επειδή ο καθένας εκεί παίζει με τη ζωή και με τον θάνατο, γι’ αυτό οι εξεγέρσεις βρήκαν τόσο εύκολα την έκφραση και τη δραματουργία τους σε θρησκευτικές μορφές. Οι υποσχέσεις ενός επέκεινα, το πλήρωμα του χρόνου, η προσμονή του μεσσία ή του αυτοκράτορα των τελευταίων ημερών, το βασίλειο του καλού: μέσω όλων αυτών η θρησκεία έδινε για αιώνες, όχι έναν ιδεολογικό μανδύα, αλλά τον ίδιο τον τρόπο να βιωθούν οι εξεγέρσεις.

Έπειτα, ήρθε η εποχή της «επανάστασης». Για δύο αιώνες δέσποσε πάνω στην ιστορία, οργάνωσε την αντίληψή μας για τον χρόνο, μαγνήτισε κάθε ελπίδα. Ήταν μια γιγαντιαία προσπάθεια να εγκλιματιστεί η εξέγερση στο εσωτερικό μιας ορθολογικής και ελέγξιμης ιστορίας. Μέσω της «επανάστασης» της προσδώσαμε μια νομιμοποίηση, ξεχωρίσαμε τις καλές από τις κακές μορφές της εξέγερσης, ορίσαμε τους νόμους της εκδίπλωσής της. Καθορίσαμε τις προαπαιτούμενες συνθήκες, τους στόχους και τα μέσα επίτευξής της. Ακόμα και το επάγγελμα του επαναστάτη ορίσαμε. Εξημερώνοντας με αυτόν τον τρόπο την εξέγερση, προσποιηθήκαμε πως αποκαλύψαμε την αλήθεια της και φτάσαμε μέχρι την πραγματική της κατάληξη. Υπόσχεση υπέροχη αλλά και τρομακτική. Κάποιοι θα πουν πως η εξέγερση παραδόθηκε έτσι στη Real-Politik. Άλλοι πως ανοίχτηκε στο πεδίο της έλλογης ιστορίας. Εγώ προτιμώ το ερώτημα που έθεσε κάποτε ο Χορκχάιμερ, ερώτημα αφελές αλλά και συνταρακτικό: «Είναι πράγματι τόσο επιθυμητή αυτή η επανάσταση;»

Το αίνιγμα της εξέγερσης: Για όποιον έψαξε στο Ιράν, όχι τις «βαθιές αιτίες» του κινήματος, αλλά τον τρόπο με τον οποίο βιώθηκε, για όποιον προσπάθησε να κατανοήσει τι γινόταν στο κεφάλι αυτών των ανδρών και των γυναικών όταν ρίσκαραν τη ζωή τους, ένα πράγμα ήταν πασιφανές. Η πείνα τους, ο εξευτελισμός τους, το μίσος τους για το καθεστώς και η θέλησή τους να το ανατρέψουν: όλα αυτά εγγράφηκαν στα σύνορα γης και ουρανού, σε μια ονειρική ιστορία που έχει τόσο θρησκευτικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα. Αντιτάχθηκαν στους Παχλαβί, μπαίνοντας σε μια παρτίδα όπου ο καθένας έπαιζε με τη ζωή και τον θάνατό του και διακυβεύονταν θυσίες και χιλιαστικές υποσχέσεις. Έτσι, οι γνωστές σε όλους διαδηλώσεις που έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο, όχι μόνο κατάφεραν να ανταποκριθούν πραγματικά στην απειλή του στρατού (μέχρι που τον παρέλυσαν), αλλά επίσης αναπτύχθηκαν ακολουθώντας τον ρυθμό των θρησκευτικών τελετών και επανέλαβαν εντέλει τη διαχρονική δραματουργία στην οποία η εξουσία είναι πάντα καταραμένη. Με αυτή την εντυπωσιακή υπέρθεση, στα μέσα του 20ου αιώνα, εμφανίστηκε ένα κίνημα που ήταν αρκετά δυνατό για να ανατρέψει ένα πολύ καλά οπλισμένο καθεστώς, όντας στενά συνδεδεμένο με τα όνειρα που έκανε κάποτε η Δύση, όταν ήθελε να χαράξει τα σχέδια της πνευματικότητας στο έδαφος της πολιτικής.

Μετά από τόσα χρόνια λογοκρισίας και διώξεων μιας πολιτική τάξης που είχε μπει στο «γύψο», κομμάτων που είχαν απαγορευτεί και επαναστατικών ομάδων που είχαν αποδεκατιστεί, από πού θα μπορούσε να είχε στηριχτεί η οδύνη και στη συνέχεια η εξέγερση ενός πληθυσμού πληγωμένου από την «ανάπτυξη», τη «μεταρρύθμιση», την «αστικοποίηση» και όλες τις άλλες αποτυχίες του καθεστώτος, αν όχι από τη θρησκεία; Από πουθενά αλλού, είναι αλήθεια. Θα μπορούσαμε όμως να περιμένουμε πως το θρησκευτικό στοιχείο θα υποχωρούσε γρήγορα προς όφελος λιγότερο «αρχαϊκών» δυνάμεων και ιδεολογιών; Σίγουρα όχι και για πολλούς λόγους.

Πρώτα απ’ όλα, λόγω της άμεσης επιτυχίας που γνώρισε το κίνημα, ενισχύθηκε η μορφή που είχε πάρει από την αρχή. Έπειτα, ο κλήρος είχε θεσμική συνοχή, ισχυρή επιρροή στον πληθυσμό και ακόμα ισχυρότερες πολιτικές φιλοδοξίες. Υπήρχαν όλες οι συνθήκες για ένα ισλαμικό κίνημα. Οι στρατηγικές του θέσεις, η οικονομική σημασία που έχουν οι μουσουλμανικές χώρες, η δυναμική επέκτασής του σε δύο ηπείρους, δημιούργησαν, στο πλαίσιο του Ιράν, μια πυκνή και σύνθετη πραγματικότητα. Γι’ αυτό τα φαντασιακά περιεχόμενα της εξέγερσης δεν έσβησαν τη μεγάλη μέρα της επανάστασης. Μετατέθηκαν αμέσως σε μια πολιτική σκηνή που έδειξε μεγάλη προθυμία να τα δεχτεί, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετικής φύσης. Στη σκηνή αυτή μπόρεσε να ανακατευτεί ό,τι πιο σημαντικό και ό,τι πιο απεχθές. Η μεγαλειώδης ελπίδα να ξαναγίνει το Ισλάμ ένας μεγάλος ζωντανός πολιτισμός εμφανίστηκε μαζί με τοξικές μορφές ξενοφοβίας, με διακυβεύματα παγκόσμιας εμβέλειας και τοπικές αντιπαλότητες. Αλλά και με το πρόβλημα των ιμπεριαλισμών, της καθυπόταξης των γυναικών κ.ά.

Το ιρανικό κίνημα δεν υποτάχθηκε στον «νόμο» των επαναστάσεων σύμφωνα με τον οποίο, κάτω από τον τυφλό ενθουσιασμό που αρχικά τις περιβάλλει, πάντα ξεπροβάλλει η τρομερή τυραννία που από καιρό κρυβόταν μέσα τους. Το κομμάτι που βρισκόταν στον πυρήνα της εξέγερσης και τη βίωσε πιο έντονα ήρθε αμέσως σε επαφή με μια πολιτική σκακιέρα στην οποία δεν υπήρχαν μεγάλα περιθώρια κινήσεων. Το ότι ήρθε σε επαφή δεν σημαίνει όμως ότι ταυτίστηκε με αυτή. Η πνευματικότητα στην οποία αναφέρονταν όσοι ήταν έτοιμοι να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους διαφέρει από εκείνη της αιματοβαμμένης κυβέρνησης ενός ιντεγκριστικού κλήρου. Ο ιρανικός κλήρος θέλει να χρησιμοποιήσει τα νοήματα που παρήγαγε η εξέγερση για να προσδώσει στο καθεστώς του μια αυθεντικότητα. Το ίδιο κάνουν όμως και όλοι εκείνοι που διαγράφουν το γεγονός ότι έγινε εξέγερση, επειδή σήμερα υπάρχει μια κυβέρνηση μουλάδων. Και οι δύο πλευρές «φοβούνται», φοβούνται αυτό που έγινε στο Ιράν το περασμένο φθινόπωρο, κάτι που δεν είχε συμβεί στον κόσμο εδώ και πολύ καιρό.

Γι’ αυτό ακριβώς, είναι απαραίτητο να δείξουμε τον μη αφομοιώσιμο χαρακτήρα ενός τέτοιου κινήματος που το καθιστά μια σοβαρή απειλή για κάθε δεσποτισμό, του σήμερα ή του χθες.

Βέβαια, δεν είναι ντροπή να αλλάζει κανείς άποψη. Δεν υπάρχει όμως και κανένας λόγος να πούμε ότι αλλάξαμε άποψη, επειδή σήμερα είμαστε ενάντια στο κόψιμο των χεριών, ενώ εχθές ήμασταν ενάντια στα βασανιστήρια της ΣΑΒΑΚ.

Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πει: «Εξεγερθείτε για μένα, έτσι θα επιτευχθεί η οριστική απελευθέρωση κάθε ανθρώπου». Αλλά δεν συμφωνώ ούτε με αυτόν που λέει: «Είναι ανώφελο να εξεγείρεστε, δεν θα αλλάξει τίποτα». Οι άνθρωποι που ρισκάρουν τη ζωή τους μπροστά σε μια εξουσία δεν δέχονται προσταγές. Είναι ή δεν είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι; Ας αφήσουμε το ερώτημα ανοιχτό. Το γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι εξεγείρονται. Και είναι μέσω της εξέγερσης που υπεισέρχεται η υποκειμενικότητα —όχι εκείνη των μεγάλων ανδρών, αλλά του καθενός και της καθεμιάς— μέσα στην ιστορία και της δίνει πνοή. Ένας κατάδικος βάζει τη ζωή του ως όριο απέναντι στις εξοντωτικές ποινές, ένας τρελός δεν αντέχει άλλο να βρίσκεται έγκλειστος και υπό καταστολή, ένας λαός απορρίπτει το καθεστώς που τον καταπιέζει. Αυτό δεν αθωώνει τον πρώτο, δεν γιατρεύει τον δεύτερο, δεν εγγυάται στον τελευταίο ένα καλύτερο αύριο. Γι’ αυτό και κανείς δεν υποχρεούται να τους δείξει αλληλεγγύη. Κανείς δεν υποχρεούται να δεχτεί ότι αυτές οι ταραγμένες φωνές τα λένε καλύτερα από άλλες και αποκαλύπτουν όλη την αλήθεια. Αρκεί όμως που υπάρχουν και έχουν απέναντί τους όλους εκείνους που πασχίζουν να τις σωπάσουν. Αυτό μας αρκεί για να κάτσουμε να τις ακούσουμε και να αναζητήσουμε αυτό που θέλουν να πουν. Είναι ζήτημα ηθικής; Ίσως. Σίγουρα είναι ένα ζήτημα που μας θέτει η ίδια η πραγματικότητα. Όλες οι απογοητεύσεις που φέρνει η ιστορία δεν θα αλλάξουν με τίποτα το εξής: ο λόγος που το χρονικό των ανθρώπων δεν έχει τη μορφή της εξέλιξης αλλά της «ιστορίας», είναι ακριβώς επειδή υπάρχουν αυτές οι φωνές.

Αυτό συμβαδίζει με μια ακόμα αρχή: Η εξουσία που ασκεί ένας άνθρωπος πάνω σε έναν άλλο είναι πάντα επικίνδυνη. Δεν λέω πως η εξουσία, από τη φύση της, είναι κακή. Λέω πως η εξουσία, με τους μηχανισμούς της, είναι άπειρη (αυτό δεν πάει να πει πως είναι παντοδύναμη, το αντίθετο). Οι κανόνες δεν είναι ποτέ αρκετά αυστηροί για να την περιορίσουν. Οι καθολικές αρχές στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ αρκετά αυστηρές για να την αποτρέψουν σε κάθε ευκαιρία που θα της δοθεί. Στην εξουσία πρέπει κανείς να αντιτάσσει πάντα απαραβίαστους νόμους και απεριόριστα δικαιώματα.

Τη σημερινή εποχή, οι διανοούμενοι δεν έχουν πολύ καλό «όνομα». Πιστεύω πως μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη αυτή με την ακριβή της σημασία. Δεν είναι η στιγμή να πει κανείς πως δεν είναι διανοούμενος. Θα προκαλούσε άλλωστε γέλια. Ένας διανοούμενος είμαι. Αλλά αν με ρωτούσατε πώς καταλαβαίνω αυτό που κάνω, θα απαντούσα το εξής. Αν ο στρατηγός είναι ο άνθρωπος που λέει: «Τι είναι ένας θάνατος, μία κραυγή, μια εξέγερση μπροστά στις ανάγκες του συνόλου και τι σημασία έχει μία καθολική αρχή μέσα στη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε;», τότε εμένα δεν με νοιάζει αν ο στρατηγός είναι ένας πολιτικός, ένας ιστορικός, ένας επαναστάτης, ένας οπαδός του Σάχη ή του αγιατολάχ. Η ηθική μου θεώρηση είναι αντίστροφη, είναι «αντιστρατηγική». Όταν μια ενικότητα εξεγείρεται, να τη σέβεσαι. Όταν η εξουσία παραβιάζει κάτι καθολικό, να είσαι αδιάλλακτος. Η επιλογή είναι απλή, το έργο όμως δύσκολο. Διότι πρέπει να παραφυλάς, λίγο πιο κάτω από την ιστορία, γι’ αυτό που τη διαρρηγνύει και τη διαταράσσει και συγχρόνως να παρατηρείς, λίγο πιο πίσω από την πολιτική, αυτό που πρέπει δίχως όρους να την περιορίζει. Αυτή είναι εξάλλου η δουλειά μου και δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που την κάνει. Αυτή όμως διάλεξα.

 

*Το κείμενο του Μισέλ Φουκώ, που δημοσιεύεται στο ΖΗΝ με αφορμή την επέτειο της Ιρανικής Επανάστασης, περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Michel Foucault, Maxime Rodinson, Είναι ανώφελο να εξεγείρεσαι; Κείμενα για την Ιρανική Επανάσταση και το πολιτικό Ισλάμ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες (Θεσσαλονίκη, 2022), σε μετάφραση, επιμέλεια και με επίμετρο του Παναγιώτη Τριτσιμπίδα. Ο Μισέλ Φουκώ επισκέφτηκε δύο φορές το Ιράν και έγραψε εννέα άρθρα για τα γεγονότα της Ιρανικής Επανάστασης, η οποία οδήγησε στην ανατροπή του καθεστώτος του Σάχη και στην εγκαθίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Το σύνολο των «ρεπορτάζ των ιδεών» -καρπός της συνεργασίας του με την εφημερίδα Corriere della sera- αποτελούν τον κεντρικό κορμό του βιβλίου, που συμπληρώνονται από κείμενα του Μαξίμ Ροντενσόν, μαρξιστή κοινωνιολόγου και ειδικού μελετητή των ισλαμικών κοινωνιών, τα οποία συνομιλούν με τα άρθρα του Φουκώ και εμβαθύνουν, σε θεωρητικό και ιστορικό επίπεδο, στην προβληματική του πολιτικού Ισλάμ.