Στη σκέψη του Σαρτρ παρέμενε αενάως εκκρεμής η σύμπηξη μιας ενιαίας ανθρωπότητας, καθώς οι διυποκειμενικότητες χτίζονταν πάντα σταδιακά ως αντιστάσεις στην καταπίεση. Αυτό είναι που καθιστά περισσότερο επίκαιρη τη σκέψη του σήμερα, σε μια εποχή, όπου και πάλι η ενιαία ανθρωπότητα είναι ένα πολύ δύσκολο ζητούμενο και αυτό που κυρίως έχουμε είναι τη διάλυση σε ανταγωνισμούς κατοπτρικών αντιπάλων που αλληλοτροφοδοτούνται στο μίσος τους. Για αυτό και το χρέος του πνευματικού ανθρώπου σήμερα είναι να προχωρήσει πιο πέρα, όχι μόνο να ξεκινήσει έναν στοχασμό της κοινής ανθρωπότητας από τα κάτω, από τα θύματα της νεο-αποικιοκρατίας, αλλά και να οικοδομήσει εντέλει ένα κοινό νόημα για όλους, που να μην είναι μόνο αντιθετικό και μηδενιστικό. Και εδώ ίσως έχουμε ανάγκη και την καταφατική σκέψη του Καμύ.

«Μετά από αυτή τη δημόσια αντιπαράθεση, θεωρήθηκε ότι ο Σαρτρ είχε επικρατήσει έναντι του Καμύ, ο οποίος, κατηφής κι εξοργισμένος, σκέφτηκε για ένα διάστημα τη χειροδικία. Απέφευγε πλέον το Καρτιέ Λατέν και τα καφέ όπου σύχναζαν ο Σαρτρ και η Μπωβουάρ κι έφευγε για την εξοχή όσο πιο συχνά μπορούσε». (Olivier Gloag, Ξεχάστε τον Καμύ, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2024, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, τίτλος του πρωτοτύπου: Oublier Camus, La Fabrique, Παρίσι 2023).

 

Μηδενιστική επανάσταση ή υπαρξιακή εξέγερση;

Σε μια εποχή όπου μπιφ με χειροδικία μπορούν να συμβούν μόνο ανάμεσα σε τράπερς, προκαλεί νοσταλγία η ανάμνηση μιας άλλης εποχής, όπου οι φιλοσοφικές και πολιτικές ιδέες δημιουργούσαν συναρπαστικά μπιφ μεταξύ των στοχαστών, τα οποία μπορούσαν να φτάσουν ακόμη και στη σωματική βία. Βεβαίως και ο Καμύ στη δική του εποχή εξέφραζε μέσω μυθιστορηματικών πρωταγωνιστών του νοσταλγία για παρωχημένες περιόδους όπου ήταν δυνατή η επίλυση διαφορών μέσω πρόσκλησης σε μονομαχία. Κάθε εποχή έχει τις δικές της εκπτώσεις και νοσταλγίες. Πάντως, σε αντίθεση με τον μη βίαιο Καμύ, ο οποίος τελικά δεν χειροδίκησε, ο Άρθουρ Καίσλερ φέρεται, κατά τις διηγήσεις της Ντε Μπωβουάρ, να είχε χτυπήσει τον ίδιο τον Καμύ μετά από διαφωνία τους, ενώ είχε αστοχήσει σε εκσφενδόνιση ποτηριού εναντίον του Σαρτρ. Σε κάθε περίπτωση, η μακροχρόνια αντιδικία μεταξύ Αλμπέρ Καμύ και Ζαν-Πωλ Σαρτρ, πέρα από τις αντιζηλίες, τις μικρότητες και τις εμπάθειες, είναι μία από τις ενδιαφέρουσες περιπτώσεις όπου υπήρχαν σημαντικά φιλοσοφικά και πολιτικά διακυβεύματα.

Ως προς το ρητό μέρος, ο Σαρτρ εκπροσώπησε έναν υπαρξιστικό μηδενισμό όπου η απελευθερωτική ανθρώπινη συνείδηση μηδενίζει τη συμπάγεια κάθε δεδομένου, τόσο φυσικής αναγκαιότητας όσο και πολιτικής εξουσίας. Στο πολιτικό επίπεδο αυτό σήμανε ότι ο διανοούμενος είναι ελεύθερος, όταν ακριβώς αντιστέκεται και επιχειρεί να εκμηδενίσει την εκάστοτε εντόπια εξουσία σε συγκεκριμένο χωροχρονικό επίπεδο (δεδομενικότητα- facticité). Ο Σαρτρ κατηγορείτο στα τέλη της δεκαετίας του 1940 για φιλοσταλινισμό, όμως αυτό συνέβαινε επειδή θεωρούσε ότι προείχε η καταγγελία της εντόπιας αποικιοκρατικής γαλλικής δεξιάς και του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Καθώς δεν υπάρχει συνείδηση σε κενό κατάστασης, αν είχε ζήσει σε μια άλλη χώρα και εποχή, θα είχε ενδεχομένως άλλο αντίπαλο για τα βέλη της κριτικής του· στη Γαλλία, όμως, όφειλε να είναι ενάντια στην αποικιοκρατία και υπέρ του κομμουνισμού ως χειραφετητικού προτάγματος μιας ανθρωπότητας που επιδιώκει την ενοποίησή της μέσα από την ταξική πάλη. Για τον Σαρτρ αν υπήρχε ποτέ ενιαία καθολική ανθρωπότητα, αυτό θα συνέβαινε μόνο αν αντιστεκόταν σε ένα καθολικό ανώτερο εξουσιαστικό βλέμμα, επειδή, όμως, δεν πίστευε στον Θεό, δεν διέθετε και μια ομογενή έννοια ανθρωπότητας ως αντίστασης σε μια υπέρτερη θεϊκή εξουσία.

Στον Καμύ, αντιθέτως, οφείλουμε μια γενναία αναμόρφωση του νιτσεϊσμού με έμφαση στην αγαπητική κατάφαση της ενθαδικότητας και σε παραμερισμό των πιο άγριων στοιχείων της θέλησης για δύναμη, που είχαν τόσο διαστρεβλωθεί και κακοποιηθεί από τους ναζιστές. Ο Καμύ στοχάστηκε πολύ σοβαρά το πώς μπορεί να συνδυαστεί η αγάπη με τη θνητότητα και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούμε να αναλάβουμε βίαιο ή και φονικό αγώνα παραδόξως από κατάφαση στη ζωή και όχι από μηδενισμό της. Πολλές από τις αναλύσεις του Καμύ, λ.χ. για το τι σημαίνει η αντίσταση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν χειροπιαστό χαρακτήρα. Ωστόσο, κατά την ψυχροπολεμική περίοδο, ένα ιδεώδες ελευθερίας και η απέχθειά του προς το σοβιετικό μπλοκ τον κατέστησαν σχεδόν ένα είδος ισαποστασάκια και, οπωσδήποτε, απονεύρωσαν την πολιτική σκέψη του, καθιστώντας τον έναν φιλόσοφο της αφηρημένης υπαρξιακής εξέγερσης (révolte) και όχι της συγκεκριμένης επανάστασης (révolution).

 

Τα διαφορετικά κόμπλεξ των δύο ανδρών

 

Και ύστερα, υπήρχαν και τα υπόρρητα. Λ.χ. η τερατώδης ασχήμια του Σαρτρ σε σύγκριση με την ψυχικά ευγενή ομορφιά του Καμύ. Το γεγονός ότι ο Σαρτρ, για να γοητεύσει μια γυναίκα, θα έπρεπε να επιστρατεύσει όλη την ευφυία, την ευφράδεια, το χιούμορ και τη γενναιοδωρία του, ενώ ο Καμύ είχε μία ευχέρεια ανάλογη του αβρόφρονος και αθλητικού ανδρισμού του. Αντιστρόφως, το ότι ο Σαρτρ είχε στέρεα φιλοσοφική κατάρτιση, έχοντας πρωτεύσει στην École Normale Supérieure και ηγεμονεύσει στους παρισινούς κύκλους, ενώ ο Καμύ παρέμενε πάντα ένας ερασιτέχνης της φιλοσοφίας, ένας παρείσακτος «Αλγερινός αλήτης» («voyou algérien», τον είχε κάποτε αποκαλέσει ο Σαρτρ, που στα συμφραζόμενα πάντως της δικής του υπαρξιστικής καταξίωσης της αλητείας θα μπορούσε να είναι και τίτλος τιμής ή ακόμη και αντικείμενο φθόνου), που υστερούσε σε φιλοσοφική συγκρότηση και σε ηγεμονική θέση στη γαλλική μητροπολιτική σκηνή. Όμως, ο Καμύ είχε καθιερωθεί ως λογοτέχνης και για το πρωτοποριακό ύφος του, είχε δε πάρει πρώτος το βραβείο Νόμπελ, ενώ ο Σαρτρ αντιμετώπιζε πάντα την κατηγορία του φιλοσοφικού βερμπαλισμού στη λογοτεχνία του. Περιέργως, σχεδόν κανείς δεν σκέφτεται ότι βασικός λόγος που αρνήθηκε ο Σαρτρ το Νόμπελ Λογοτεχνίας πρέπει να ήταν ότι του προσφέρθηκε μετά τον Καμύ και ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο να ξεχωρίσει.

Είναι επίσης το τι είχαν κάνει οι δύο άνδρες κατά τη γερμανική κατοχή. Ο Σαρτρ έφερε πάντα τη ρετσινιά του «γιωτά». Στον στρατό ήταν μετεωρολόγος, είχε αιχμαλωτισθεί, με αποτέλεσμα να βιώσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πρώτη φορά την αντιεξουσιαστική ανθρώπινη αλληλεγγύη. Είχε όμως απελευθερωθεί πρόωρα, με τη βοήθεια ενός ρωμαιοκαθολικού ιερέα, κυρίως επειδή η μυωπία και ο στραβισμός του θεωρήθηκαν με μια δόση επιτηδευμένης υπερβολής ότι τον καθιστούσαν κυριολεκτικά άσφαιρο. Στη συνέχεια, προσπάθησε να ενταχθεί στην αντίσταση, αλλά κουβαλούσε τον προβληματισμό για την πρόωρη απελευθέρωσή του, με συνέπεια να χρειάζεται να στήνει ο ίδιος τα δικά του αντιστασιακά σχήματα, θεωρητικού κυρίως προβληματισμού. Το αποτέλεσμα ήταν ο κοινός τόπος που εξέφρασε ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ ως «ο Σαρτρ ξεκίνησε την αντίσταση την ημέρα της απελευθέρωσης», ενώ ο Καμύ είχε πει πιο καυστικά ότι «δεν θα ξαναδεχθώ υποδείξεις από έναν άνθρωπο που πρόσφερε στην αντίσταση μονάχα την πολυθρόνα του», υπαινισσόμενος ένα επεισόδιο κατά το οποίο, όταν κατά την απελευθέρωση του Παρισιού περιφρουρούσαν κτήρια, ο Σαρτρ είχε αποκοιμηθεί στο κάθισμά του. Το στερεότυπο αυτό αδικεί αρκετά τον Σαρτρ, ο οποίος είχε όντως διακινδυνεύσει τη ζωή του κατά την Κατοχή, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι είχαν συλληφθεί και εκτελεστεί στενοί σύντροφοί του σε αντιστασιακά σχήματα. Από την άλλη, στον Καμύ αποδίδονται πιο ευχερώς δάφνες έγκαιρου αντιστασιακού, μάλλον με αρκετή δόση εκ των υστέρων υπερβολής και αναχρονισμού. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της δειλίας και της αποτυχίας να προλάβει κανείς με ηρωισμό την καίρια ιστορική στιγμή διατρέχει τα λογοτεχνικά κείμενα του Σαρτρ.

 

Σαρτρ και Καμύ υπό το βλέμμα ο ένας του άλλου

 

Αν, όμως, Σαρτρ και Καμύ υπήρξαν frenemies ή «άσπονδοι» φίλοι, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε και τη συνιστώσα της φιλίας σε αυτή τη σχέση σε ένταση. Μετά από την πρώτη αμοιβαία δυσπιστία, ο Σαρτρ είχε σίγουρα συναρπαγεί από τον αντικομφορμισμό του Καμύ, το χιούμορ και το πνεύμα του, κυρίως δε από την ταπεινή καταγωγή του. Τόσο κατά τη διάρκεια της παθιασμένης φιλίας τους, στην οποία αφιερώνει γλαφυρές περιγραφές η Ντε Μπωβουάρ, όσο κατ’ εξοχήν μετά τη σύγκρουσή τους, όχι μόνο τα θεωρητικά έργα τους, αλλά και τα λογοτεχνικά βρίσκονται πάντα σε εσωτερικό διάλογο με συνεχείς νύξεις του ενός στον άλλο. Ενδεικτικά μπορεί να αναφέρει κανείς το ότι οι Δίκαιοι του Καμύ και τα Βρόμικα Χέρια του Σαρτρ έχουν το ίδιο θέμα, σαν δυο αρχαίοι τραγικοί να διαπραγματεύτηκαν με διαφορετικό τρόπο τον ίδιο μύθο ή το γεγονός ότι στον Νεκράσοφ ο Σαρτρ διακωμωδεί μία σκηνή σωτηρίας ενός επίδοξου αυτόχειρα, υπαινισσόμενος σχετικούς στοχασμούς του Καμύ. Μετά τον θάνατο του Καμύ, ο Σαρτρ παραδέχτηκε ότι η ματιά του Καμύ ήταν παρούσα διαρκώς πάνω του, ιδίως κατά την αποξένωσή τους, για κάθε τι που έγραφε, αναλογιζόταν τι θα σκεφτόταν ο Καμύ, για καθετί που έκανε σκεφτόταν πώς θα το είχε κρίνει ο Καμύ. Ο Καμύ είχε έναν απολύτως παράλογο θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, θα έλεγε κανείς με τρόπο ταιριαστό για τον κατ’ εξοχήν στοχαστή του παραλόγου. Για τον Σαρτρ ο θάνατος είναι η τελική ολότητα μιας ζωής, ενώ η ζωή είναι μια διαδικασία ολοποίησης. Με τον θάνατο γίνεται κατ’ εξοχήν δυνατή η πλήρης αντικειμενοποίηση του άλλου και ο Σαρτρ έριξε το δικό του απολιθωτικό βλέμμα Μέδουσας πάνω στον Καμύ με το να εκφωνήσει τον επικήδειό του. Οπωσδήποτε έναν επικήδειο επαινετικό, σε πολλά σημεία συγκινητικό, ωστόσο για όποιον γνώριζε τη φιλοσοφία του Σαρτρ για το αντικειμενοποιητικό βλέμμα ήταν εμφανές ότι με το να επιζήσει είχε τη δυνατότητα να «ολοποιήσει» τον Καμύ, ήτοι τρόπον τινά να τον φονεύσει ξανά, αντικειμενοποιώντας τον στο επίπεδο της συνείδησης, κατά το «σκέφτομαι, άρα σκοτώνω», που ήταν η υπαρξιστική εκδοχή του καρτεσιανού κόγκιτο. Ένας από τους θανάσιμους «επαίνους» που επιδαψίλευσε ο Σαρτρ στον τεθνεώτα ήταν ότι ανήκε στη μεγάλη παράδοση των Γάλλων ηθολόγων (moralistes) με μια χαρακτηριστική αμφισημία αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανύψωση ή ως δεύτερο «θάψιμο» του Καμύ κατά την κυριολεκτική του κηδεία.

Αντι-αποικιοκρατία ή αντικομμουνισμός;

 

Ύστερα, όμως, είναι και οι οπαδοί του Καμύ, κυρίως μετά το 1989. Και αυτοί είναι οι χειρότεροι. Όχι οι ειλικρινείς θαυμαστές του Καμύ, που μπορεί να έχουν εμπνευστεί από έναν ευγενή διανοούμενο της ευτυχίας μέσα στον παραλογισμό ή της κατάφασης στη ζωή όχι παρά τη θνητότητά της, αλλά ακριβώς εξαιτίας της θνητότητας. Το πρόβλημα είναι με τους όψιμους οπαδούς του Καμύ, τους ανήκοντες στον κυρίαρχο συστημικό δυτικό λόγο, οι οποίοι μετά το 1989 τονίζουν ένα κυρίως πράγμα. Το ότι ο Καμύ ήταν υπέρμαχος της ελευθερίας, ενώ ο Σαρτρ του ολοκληρωτισμού. Αυτό που υποκρύπτεται σε αυτό το κλισέ είναι ότι ο Καμύ εξαίρεται βασικά υπό δύο ρόλους: Ως αντικομμουνιστής. Και ως φιλο-αποικιοκράτης. Αντιστρόφως, ο λόγος που ο Σαρτρ μισείται είναι αφενός ότι «βρόμισε τα χέρια του» με τον κομμουνισμό (κατά τον τίτλο θεατρικού του έργου), -έστω και για λίγα μόνο χρόνια και μακρόθεν-, καθώς και ότι υπήρξε ένας γενναίος και ρηξικέλευθος υπερασπιστής της αντι-αποικιοκρατίας σε πρωτοποριακό διάλογο με τον Φραντς Φανόν. Και από το 1989, αλλά κυρίως σήμερα, στη δεκαετία του 2020, αυτά είναι τα δύο μεγάλα διακυβεύματα της εποχής μας: Το πώς ο κυρίαρχος συστημικός δυτικός λόγος θα θάψει την κομμουνιστική υπόθεση, ακόμη και σχετικά μετριοπαθείς μορφές σοσιαλισμού. Και το πώς θα διατηρηθεί μία δυτική νεο-αποικιοκρατία, εμποδίζοντας τον παγκόσμιο νότο και ανατολή να λάβει στην παγκόσμια σκηνή τη θέση που του αξίζει λόγω του μόχθου του, ανατρέποντας ενδεχομένως τη φούσκα του δυτικού ανέρειστου απεδαφικοποιημένου και χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού.

Γιατί, εντέλει, πίσω από αυτήν την ευγενή μορφή του Καμύ ως φιλοσόφου της κατάφασης της θνητής ζωής με τον παραλογισμό της, υπάρχει ένα ζοφερό απωθημένο: Οι αποικιοκρατικές αναφορές των μυθιστορημάτων του. Γιατί όσο και αν ορθώς διακρίνουμε ανάμεσα αφενός στον ίδιο τον Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος υπήρξε οπωσδήποτε ένας συναρπαστικός στοχαστής του παραλόγου και της νιτσεϊκής εντρύφησης στην ενθαδικότητα, και, αφετέρου, στους σύγχρονους οπαδούς του, οι οποίοι τον εργαλειοποιούν στο πλαίσιο ενός νεο-αποικιοκρατικού πανηγυρισμού των ευρωπαϊκών αξιών με καταφυγή σε έναν ακίνδυνο δήθεν υπαρξιακό προβληματισμό, προκειμένου να καλύπτονται συγκεκριμένα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα, οι σπόροι αυτής της χρήσης βρίσκονται στο ίδιο το έργο του Καμύ. Απλώς, οι σύγχρονοι οπαδοί του στερούνται όλες τις αμφισημίες, τις αμφιθυμίες και τις υπαρξιακές εκκρεμότητες που καθιστούν τον Καμύ έναν σπουδαίο συγγραφέα.

 

Υπαρξιακή ξενιτεία ή αποικιοκρατικό άγχος;

 

Στις απαρχές της νεωτερικότητας, ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ έθεσε το ερώτημα «να ζει κανείς ή να μη ζει» προκειμένου περί του εαυτού του ήρωά του. Στη μοντερνιστική της κατάληξη, ο Καμύ το θέτει όχι μόνο για τον εαυτό υπό τη μορφή της αυτοκτονίας, αλλά και για τον άλλο. Μόνο που ο άλλος, εν προκειμένω στον Ξένο, είναι ένας σκανδαλωδώς ανώνυμος Άραβας, από τον οποίο στερεί την ιδιότητα του ανθρώπου και του πολίτη, οδηγώντας τον στο να καταστεί με αγκαμπενικούς όρους ένας homo sacer. O Μερσώ, λαϊκός ήρωας με υπαρξιακούς προβληματισμούς, βλέπει στο έργο με συμπάθεια έναν Γάλλο προαγωγό. Κάτι που θα μπορούσε να ειδωθεί ως ένας υπαρξιστικός αντι-ηθικισμός ή αντι-αστισμός δεν παύει να είναι μια συνέργεια στην εκπόρνευση μιας νεαρής Αραβίδας, η οποία και πάλι παραμένει ανώνυμη. Μας το θυμίζει ο Oliver Cloag, αλλά και ο Αλγερινός συγγραφέας Kamel Daoud, ο οποίος στο συγκλονιστικό μυθιστόρημα Meursault, contreenquête (Actes Sud, Αρλ 2014), αναλαμβάνει να δώσει πρωτίστως όνομα και κατά συνέπεια και φωνή και εμπρόθετη δράση σε όλους τους Άραβες που ο Καμύ αφήνει ανώνυμους. Η υπόθεση, λοιπόν, του Ξένου, η οποία αρχίζει με την κακοποίηση μιας Αραβίδας, θύματος εκπόρνευσης, από έναν Γάλλο αποικιοκράτη θα τελειώσει με τον φόνο του αδελφού της από τον Μερσώ. Η «κακή συνείδηση» με σαρτρικούς όρους είναι εν προκειμένω ότι ο Καμύ λαμβάνει κάτι που θα μπορούσε ευλόγως να χαρακτηριστεί ως πούρος ρατσισμός και το παρουσιάζει ως υπαρξιστική πρόκληση για τα ήθη των αστών. Ενώ απουσιάζει κάθε ενσυναίσθηση για τη συνθήκη της ανώνυμης εκπορνευμένης Αραβίδας, ο Μερσώ διαθέτει μια αντρική καμαραντερί για τον Γάλλο νταβατζή, στο πλαίσιο είτε μιας υπαρξιακής ελευθεριότητας, είτε μιας οντολογικής ξενιτείας ως προς τα οντικά συναισθήματα εν γένει.

Σε αντίθεση με την ανωνυμία των Αράβων στον Καμύ, ο Σαρτρ, συντασσόμενος με τον Φραντς Φανόν, θα επιμείνει στη μάχη των σημαινόντων, λ.χ. με τον καυτηριασμό του γεγονότος ότι οι Γάλλοι μετονομάζονται από τον κυρίαρχο αποικιοκρατικό λόγο σε «Αλγερινούς» και οι ντόπιοι Αλγερινοί σε «Άραβες». Σήμερα τα παραδείγματα έχουν πολλαπλασιαστεί, καθώς όταν η «συλλογική Δύση» θέλει να προβεί σε μία «ανθρωπιστική επέμβαση» κατασκευάζει διά των σημαινόντων έθνη, θεωρώντας τους αντιπάλους της ως εποίκους, ενώ, όταν συμβαίνει το αντίστροφο, χρησιμοποιεί το εθνικό σημαίνον για το κράτος που υποστηρίζει,  ονομάζει αντιστρόφως τους αυτονομιστές με το όνομα ξένων δυνάμεων.

Βασικό θέμα του Ξένου είναι η άρση της Μεσογείου από τους Άραβες. Ο Μερσώ παρουσιάζεται ως ο ήρωας που ήδη με το όνομά του συνθέτει τη θάλασσα και τον ήλιο του μεσογειακού τοπίου. Αν σε έναν Οδυσσέα Ελύτη αυτό θα ήταν μια αφορμή για τον δοξασμό της ελληνικότητας ενός υλικοπνευματικού τοπίου, για τον περισσότερο σκοταδόψυχο Καμύ, το φως του ήλιου μετατρέπεται σε έναν ψυχικό γνόφο που προκαλεί ασυνείδητα τον φόνο ενός Άραβα ο οποίος διεκδικεί επίσης τον ίδιο ήλιο και την ίδια θάλασσα. Βεβαίως, η διεκδίκηση της Μεσογείου από το αραβικό Ισλάμ είναι μια υπόθεση σχεδόν ταυτόσημη με τις απαρχές της μουσουλμανικής θρησκείας και ξυπνά αταβιστικά αισθήματα σε πολλούς Ευρωπαίους, δυτικούς και ανατολικούς. Οι Άραβες ήταν αυτοί που ουσιαστικά διχοτόμησαν τη Μεσόγειο ως «ελληνορωμαϊκή λίμνη» για πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες. Το τραύμα αυτό είναι αρχαιότατο, παρόλο που οι ίδιοι οι Άραβες έγιναν μέτοχοι του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και τον μεταλαμπάδευσαν στους Φράγκους. Η νεωτερική αποικιοκρατία, κυρίως η γαλλική και η ιταλική, απευθυνόταν σε αυτό το τραύμα, επικαλούμενη τη νέα ενοποίηση της Μεσογείου. Στο έργο του Καμύ βλέπουμε κυρίως τον Άραβα ως μια ενοχλητική ιστορική ρωγμή που διακόπτει την ενότητα του μεσογειακού Ευρωπαίου με μια φύση που θεωρεί ως κτήμα του. Και ενώ είναι ήδη σκανδαλώδες ένας υπαρξιακός στοχαστής να προτάσσει μια οιονεί αδιαμεσολάβητη εμπειρία της φύσης έναντι της εμπειρίας της ιστορικής ενδεχομενικότητας, είναι σημαντικό εν προκειμένω ότι ο Καμύ πιθανόν ανεπίγνωστα σκηνοθετεί μία αφήγηση πτώσης από έναν προ-αραβικό «παράδεισο» ένωσης του ανθρώπου με τη φύση, η οποία πτώση συνδέεται με έναν ιδρυτικό φόνο. Στο υπόλοιπο μυθιστόρημα, η αστική δικαιοσύνη παρουσιάζεται ως στρεφόμενη εναντίον του Μερσώ κατά τρόπο ο οποίος δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής, όπου τα εγκλήματα Γάλλων κατά Αράβων είτε έμεναν ατιμώρητα είτε επέσυραν τις ελάχιστες των ποινών και σίγουρα σε καμία περίπτωση εκτέλεση. Η πλήρης αναληθοφάνεια στην πλοκή ότι ένας Γάλλος της εποχής θα καταδικαζόταν σε θάνατο για τον φόνο ενός Άραβα μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο ως μία συμβολική πικρία του «πιε-νουάρ» Καμύ προς το λογοτεχνικό κατεστημένο της μητρόπολης, εκφραζόμενο εν πολλοίς από τον Σαρτρ, το οποίο ήταν, -μέχρι κάποιου βαθμού, τουλάχιστον, και κυρίως στους αριστερούς κύκλους- εναντίον της παραμονής της Γαλλίας στην Αλγερία. Το θέμα της «πτώσης» επανέρχεται στα περισσότερα έργα του Καμύ, με πιο εμφανή τρόπο στην Πτώση, στο Βασίλειο και Εξορία και στον Πρώτο Άνθρωπο. Δεν είναι μόνο μια ιουδαιο-χριστιανική παραβολή ή ένας ψυχαναλυτικός μύθος. Είναι η συγκεκριμένη συνθήκη ενός πιε-νουάρ Γάλλου που νιώθει ξένος στον τόπο του και όπου οι γηγενείς τον απειλούν διαρκώς με εξορία από έναν μεσογειακό παράδεισο θάλασσας και ήλιου.

 

Πανούκλα: Συμβολισμός των ναζί ή της ιικής αφρικανικής ετερότητας;

 

Μια παρόμοια κακή πίστη παρουσιάζει την Πανούκλα είτε ως ένα έργο εναντίον του ναζισμού, είτε ως ένα γενικότερο υπαρξιακό δράμα περί του πώς ιστάμεθα έναντι του αινίγματος του κακού. Μόνο που η πλοκή του έργου δεν εκτυλίσσεται στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς ή από τους δωσίλογους συνεργάτες μητροπολιτική Γαλλία, αλλά στο Οράν, μια πόλη όπου οι Γάλλοι αποτελούν κατά σπάνιο τρόπο την πλειονότητα έναντι των Αράβων. Σε αυτό το πλαίσιο η «πανούκλα» μπορεί να σημαίνει ένα κυρίως πράγμα, όπως μας θυμίζει ο Olivier Gloag: Την τελική δημογραφική υπερτέρηση των γηγενών έναντι των εποίκων, έναν τρόμο που τον βλέπουμε σήμερα να ισχύει λ.χ. στη Δυτική Ασία, όπου οσεσδήποτε δεκάδες χιλιάδες ντόπιων και να σκοτωθούν δεν μπορεί να αντιστραφεί η μακροπρόθεσμη δημογραφική δυναμική, η οποία καθιστά μη βιώσιμο ένα αποικιοκρατικό πρότζεκτ. Ένας βασικός λόγος που η Πανούκλα έχει απήχηση στο δυτικό φαντασιακό είναι ακριβώς ότι ο δυτικός άνθρωπος συχνότατα φαντάζεται τον γηγενή ή και τον πρόσφυγα στη δική του χώρα ως μια ιική παρουσία, η οποία δεν μπορεί να ανασχεθεί παρά μόνο με εφήμερες λύσεις. Στην εποχή μας βέβαια έχουμε φτάσει σε τέτοια εκτράχυνση των ηθών των «πνευματικών ανθρώπων», που πολλοί από τους φιλελεύθερους οπαδούς του Καμύ δεν θα βίωναν δίλημμα στην ερμηνευτική της Πανούκλας. Ο διαδεδομένος όρος ισλαμοναζί συναιρεί σε ένα τις δύο απειλές για το φιλελεύθερο φαντασιακό, ενώ αντιστρόφως καταγγέλλεται ο ισλαμο-αριστερισμός (islamo-gauchisme). Χρησιμοποιείται δε πληθωριστικά ο όρος «αντισημιτισμός», προκειμένου να αποδώσει επιτηδείως σε αντιστασιακούς μουσουλμάνους έναν αντισημιτισμό ευρωπαϊκού φασιστικού τύπου. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός είναι ένας υπαρκτός μόνιμος πειρασμός τόσο στην ευρωπαϊκή Δύση όσο και στην Ανατολή και χρειάζεται η άγρυπνη καταγγελία του. Το πρόβλημα είναι η συλλήβδην προβολή του ευρωπαϊκού τύπου αντισημιτισμού σε μια μουσουλμανική ανατολή, η οποία, ας το θυμηθούμε, ήταν επί αιώνες εξαιρετικά φιλόξενη προς τους Εβραίους, όταν αυτοί διώκονταν ανηλεώς από την Ευρώπη.

 

Βρόμικοι ή δίκαιοι;

 

Ένα τρίτο μείζον έργο του Καμύ, οι Δίκαιοι βρίσκεται σε διάλογο με τα Βρόμικα Χέρια του Σαρτρ. Όχι τυχαία, ο Καμύ θα επικεντρώσει στην υπόθεση της ατομικής τρομοκρατίας, επαναφέροντας μια προπολεμική ιστορία από τη Ρωσία, ενώ ο Σαρτρ θίγει τα συνολικά πολιτικά ζητήματα που είχαν προκύψει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την προέλαση του σοβιετικού κομμουνισμού έναντι του φασισμού, δηλαδή ένα θέμα πολύ πιο επίκαιρο. Ο Καμύ μιλάει κυρίως για τον εξεγερμένο άνθρωπο (révolté), ενώ ο Σαρτρ θα θίξει περισσότερο τα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από την πλήρη επανάσταση (révolution), ιδίως όταν αυτή είναι «βρόμικη», όπως κατά την εποχή που αναδεικνύεται το πέλαγος των γκουλάγκ και άλλες τραγικές πτυχές του σταλινισμού. Στο πλαίσιο αυτό ο Καμύ ζητά επιτακτικά από τον Σαρτρ να καταδικάσει τον σταλινισμό με τρόπο που είναι σίγουρα συμπαθής σε όσους οπαδούς του ζητούν σήμερα από την Αριστερά να καταδικάσει ρητά λ.χ. τη Χαμάς ή τη Χεζμπολάχ ή το καθεστώς του Βλαντίμιρ Πούτιν στη Ρωσία. Ο Σαρτρ, αντιθέτως, δεν θα ζητήσει από τον Καμύ μια συμμετρική καταδίκη της αποικιοκρατίας. Θα παρατηρήσει την πολύπλοκη «βρομιά» της επαναστατικής διαδικασίας και το πώς ένα πρώην θύμα ως αποικιοκρατούμενος μπορεί εύκολα να μεταπηδήσει στη θέση του θύτη, αν λ.χ. εγκαθιδρύσει μία αυταρχική δικτατορία στη θέση της πρώην αποικιακής δύναμης. Αυτό, όμως, είναι ακριβώς ένας λόγος να είναι κανείς πάντα με αυτούς που αντικειμενικά είναι στη θέση του θύματος, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποτρέψει τις συνθήκες μεταλλαγής του πρώην θύματος σε δήμιο μετά την ανάληψη της εξουσίας. Οι σημερινοί οπαδοί του Καμύ, όμως, όταν τον παρουσιάζουν ως υπέρμαχο της ελευθερίας σε αντίθεση με έναν Σαρτρ, που ήταν, υποτίθεται, συνήγορος της τυραννίας, στην ουσία δοξάζουν τον αντικομμουνισμό, τον οποίο θεωρούν ως σημαντικότερο από την αντι-αποικιοκρατία, καθώς μάλιστα στη σημερινή εποχή αντικομμουνισμός και νεο-αποικιοκρατία βαίνουν εκ παραλλήλου. Και βεβαίως, ο Καμύ είχε χρησιμοποιήσει το σημαίνον «δίκαιοι» ειρωνικώς. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τους σύγχρονους οπαδούς του, οι οποίοι επαναφέρουν ένα παλαιοδιαθηκικό πρόταγμα «δικαιοσύνης», για να δικαιολογήσουν κάθε έγκλημα κατά την επιτέλεση του «δικαιώματος στην αυτοάμυνα». Ό,τι στον Καμύ ήταν αντικομφορμιστικός ηθικός προβληματισμός, στους σημερινούς συστημικούς οπαδούς του έχει ήδη μετατραπεί σε νεο-ηθικισμό και μάλιστα αστικού τύπου.

 

Το θέμα της μητέρας στον υπαρξισμό

 

Η σχέση μεταξύ Καμύ και Σαρτρ είναι βεβαίως αρκετά περίπλοκη. Μπορεί κανείς να τονίσει εξ αντιθέτου ότι ο Σαρτρ είχε αστική καταγωγή με όλα τα προνόμιά της, ενώ ο Καμύ προερχόταν από ένα πιο ταπεινό κοινωνικώς περιβάλλον. Ο Σαρτρ πέτυχε έγκαιρα να αποκτήσει την ηγεμονία στα γαλλικά γράμματα και τη χρησιμοποίησε, για να εξοντώσει ηθικώς και πνευματικώς τον Καμύ μετά τη ρήξη τους. Επίσης, ο Σαρτρ τόνισε μέχρι ναυτίας (pun intended) το γεγονός ότι είχε πιο πολύπλευρη φιλοσοφική μόρφωση από τον Καμύ, που παρέμενε ένα είδος ερασιτέχνη στη φιλοσοφία. Ωστόσο, ο Σαρτρ υπήρξε επίσης ο μεγάλος φιλόσοφος της «κακής πίστης» (mauvaise foi), δηλαδή της ένοχης άγνοιας του ανθρώπου που δεν θέλει να ξέρει. Και, όντως, η κακή πίστη είναι δυστυχώς ένα συγκλονιστικό χαρακτηριστικό της απώθησης από τον Καμύ των αποικιοκρατικών αναφορών του, η οποία απώθηση στους μετά το 1989 θαυμαστές του έχει λάβει τον χαρακτήρα του αλαζονικού πανηγυρισμού.

Μία ακόμη περίπτωση όπου περνιέται ως υπαρξιακή ελευθερία μία στάση η οποία δεν παύει να είναι αποικιοκρατική εμμονή είναι η περίφημη δήλωση κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ «πιστεύω στη δικαιοσύνη, αλλά θα υπερασπιστώ τη μητέρα μου πάνω από τη δικαιοσύνη». Και η φράση αυτή βρίσκεται σε έναν εσωτερικό διάλογο με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, καθώς στην ομιλία Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός, ο Σαρτρ είχε θέσει το δίλημμα ενός ανθρώπου που καλείται, είτε να υπηρετήσει στην αντίσταση, είτε να φροντίσει την ηλικιωμένη μητέρα του. Μόνο που στον Σαρτρ επρόκειτο απλώς για μια υπόμνηση ότι δεν διαθέτει καθολική εμβέλεια οποιαδήποτε καντιανή ηθική προστακτική, καθώς οι συνθήκες θέτουν ηθικά διλήμματα μη αναγώγιμα σε ευρύτερες αρχές, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να είναι καταδικασμένος να είναι ιλιγγιωδώς ελεύθερος. Ίσως υπάρχει και μια νύξη για την τάση ενός ανθρώπου να δειλιά έναντι του χρέους σε καιρό ξένης κατοχής. Στον Καμύ, ωστόσο, υπάρχει και μια αποικιοκρατική συνδήλωση. Ο Καμύ είναι εναντίον ενός ηθικού ουνιβερσαλισμού επειδή, κατ’ ουσία, η θυμική του αντίδραση είναι να υπερασπιστεί την παραμονή των Γάλλων αποικιοκρατών στα κρατούμενα εδάφη και η αμεσότητα αυτής της ανάγκης είναι πάνω από μία γενική δικαιοσύνη. Η υπαρξιακή προτεραιότητα του προσωπικού έναντι του αφηρημένου εκφυλίζεται επικίνδυνα σε μία πρόταξη του οικογενειακού/ φυλετικού/ εθνικού έναντι του καθαυτό πολιτικού. Το θλιβερό και εδώ είναι η «κακή πίστη» ότι μια αποικιοκρατικού τύπου έμφαση στους δεσμούς συγγένειας προσπαθεί να περαστεί ως υπαρξιστικού τύπου ηθική αντιουσιοκρατία.

Λανθάνει βέβαια εδώ μια θεμελιώδης ομοιότητα των δύο κορυφαίων εκπροσώπων του γαλλικού υπαρξισμού (σημειωτέον πάντως ότι ο Καμύ αποκήρυσσε τον όρο, για να διαφοροποιηθεί από τον Σαρτρ). Και οι δύο ήταν ορφανοί από πατέρα και βίωναν μία ανάγκη προσκόλλησης στην και προστασία της μητέρας τους. Ένα μεγάλο μέρος του σαρτρικού υπαρξισμού θα μπορούσε να ερμηνευθεί ψυχαναλυτικώς ως διαπραγμάτευση θεμάτων σχέσης με τη μητέρα και με τον απόντα πατέρα, παρόλο που η τάση της ψυχανάλυσης για πλήρη αναγωγιμότητα της φιλοσοφίας και ιδίως της πολιτικής σε αυτήν είναι προβληματική. Παρομοίως, και η ξενιτεία στον Ξένο του Καμύ καθόλου τυχαία αφορμάται από τον θάνατο της μητέρας ήδη στην πρώτη πρόταση του έργου.

 

Δημόσιοι διανοούμενοι: Ωραίες ή άσχημες ψυχές;

 

Η επικαιρότητα που έχει σήμερα η διαμάχη μεταξύ Σαρτρ και Καμύ αφορά στη στάση ενός δημόσιου διανοούμενου έναντι της ιστορικότητας. Ασφαλώς, ένας διανοούμενος δεν θα κληθεί πάντοτε να πολεμήσει, να θυσιαστεί, να ρισκάρει. Ορισμένες φορές μπορεί ασφαλώς να φυλακιστεί, όπως ο Τζούλιαν Ασάντζ ή και να δολοφονηθεί. Υπάρχουν, όμως, και πολλές φορές που επειδή η φωνή του θεωρείται από τον καθεστωτικό λόγο ότι χάνεται μέσα στον πληθωρισμό της πληροφορίας, μπορεί να αφεθεί να διατυπώσει τις απόψεις του, χωρίς να υποστεί ρίσκο φυσικής εξόντωσης ή στέρησης της ελευθερίας. Όταν, λοιπόν, έχει ένας διανοούμενος αυτήν την πολυτέλεια, τότε τι κάνει; Μερικές φορές υπάρχει ο πειρασμός ένας διανοούμενος να είναι μια «ωραία ψυχή», δηλαδή να κατασκευάζει έναν φανταστικό κόσμο όπου μπορεί ανά πάσα στιγμή να διατυπώνει την περισσότερο κάθε φορά ανθρωπιστική άποψη, να είναι πάντα με τους θεωρούμενους ως αδικημένους κ.ο.κ. και έτσι να έχει και μία συμβολική ασφάλεια πέραν της φυσικής ασφάλειας που σε (ολοένα μειούμενο βαθμό) εξασφαλίζει ακόμη ο θεσμοθετημένος πλουραλισμός. Το ενδιαφέρον με τον Σαρτρ ήταν ότι υπήρξε ένας δημόσιος διανοούμενος με «βρόμικα χέρια», κατά τον τίτλο του θεατρικού του έργου, με άσχημη μορφή, αλλά, ενδεχομένως, και με άσχημη ψυχή. Κάποιος ο οποίος λ.χ. δεν δίστασε να υπερασπιστεί τον σταλινισμό, παρόλο που θα μπορούσε άνετα να μην το είχε πράξει. Και ο λόγος ήταν ότι πίσω από τον σταλινισμό έβλεπε τη μόνη τότε υπαρκτή πραγμάτωση της κομμουνιστικής υπόθεσης ως προτάγματος παγκόσμιας χειραφέτησης. Σύντομα βεβαίως θα οδηγηθεί σε αποκήρυξή του, ήδη το 1956 με την εισβολή στην Ουγγαρία. Ο Σαρτρ, που δεν υπήρξε ποτέ «τάνκης», δηλαδή ευφραινόμενος σε θέαμα μεταπολεμικής προέλασης σοβιετικών τανκς, είναι πλέον κριτικός προς τη Σοβιετική Ένωση και πλέον στρέφεται στον τριτοκοσμικό απελευθερωτικό σοσιαλισμό.

Αυτή η τελική σύνδεση του Σαρτρ με έναν στιβαρό φιλοσοφικό λόγο που θεματοποιεί το θύμα της αποικιοκρατίας είναι εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, όταν βλέπουμε μία σύγκρουση του παγκόσμιου νότου και ανατολής με την προσπάθεια της Δύσης να διαιωνίσει εσαεί τα προνόμιά της. Βεβαίως στον παγκόσμιο νότο μπορεί να συναντά κανείς συχνά ανελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα, δικτατορίες, πατριαρχικούς εθισμούς, ομοφοβία, ή, έστω, σε μια σχετικά καλύτερη περίπτωση υβριδικές μορφές σύνθεσης δημοκρατίας με εντόπιες παραδόσεις, ενώ στη Δύση εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες δικλείδες θεσμικών εξισορροπήσεων της εξουσίας σε φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι οποίες διέρχονται πάντως δριμύτατη κρίση, αποκτώντας φασίζοντα χαρακτηριστικά στο πλαίσιο ενός καπιταλισμού σε κρίση. Αυτό που μπορεί κανείς να κρατήσει από τη σκέψη του Σαρτρ είναι την αγωνία για μια διυποκειμενικότητα που ξεκινά από τα κάτω, από τη συλλογική εμπειρία του καταπιεσμένου, του θύματος της εξουσίας. Σε προσωπικό επίπεδο, είναι υπαρξιακώς συναρπαστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Σαρτρ δεξιώθηκε την ασχήμια του, μη δειλιάζοντας ενίοτε και ενώπιον της πνευματικής ασχήμιας ενός τολμηρού διανοούμενου, που δεν ήθελε ως αυτοσκοπό να είναι μια «ωραία ψυχή». Αν ο Νίτσε διατύπωσε το «επέκεινα του καλού και του κακού» και ο Φρόυντ το «πέρα από την αρχή της ηδονής», στον Σαρτρ οφείλουμε έναν υπαρξισμό επέκεινα της ομορφιάς και της ασχήμιας.

Στη σκέψη του Σαρτρ παρέμενε βεβαίως αενάως εκκρεμής η σύμπηξη μιας ενιαίας ανθρωπότητας, καθώς οι διυποκειμενικότητες χτίζονταν πάντα σταδιακά ως αντιστάσεις στην καταπίεση. Αυτό είναι πάντως που καθιστά περισσότερο επίκαιρη τη σκέψη του σήμερα, σε μια εποχή, όπου και πάλι η ενιαία ανθρωπότητα είναι ένα πολύ δύσκολο ζητούμενο και αυτό που κυρίως έχουμε είναι τη διάλυση σε ανταγωνισμούς κατοπτρικών αντιπάλων που αλληλοτροφοδοτούνται στο μίσος τους. Για αυτό και το χρέος του πνευματικού ανθρώπου σήμερα είναι να προχωρήσει πιο πέρα, όχι μόνο να ξεκινήσει έναν στοχασμό της κοινής ανθρωπότητας από τα κάτω, από τα θύματα της νεο-αποικιοκρατίας, αλλά και να οικοδομήσει εντέλει ένα κοινό νόημα για όλους, που να μην είναι μόνο αντιθετικό και μηδενιστικό. Και εδώ ίσως έχουμε ανάγκη και την καταφατική σκέψη του Καμύ.